Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Στα σφ-άλματα γεννιούνται τα πιο γενναία άλματα...


 

Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν δύο ανήσυχες ψυχές. Νέες ή γέρικες δεν μας το λέει το παραμύθι. Ούτως ή άλλως οι ψυχές ζούνε σε ένα αέναο τώρα. Η μια ήταν πιο ξένοιαστη, πιο αντάρτισσα, πιο χαρούμενη. Πιο συντονισμένη στους χτύπους της καρδιάς, ήταν ανήσυχη, δεν άφηνε να την πτοήσουν οι φόβοι, μήτε οι καμουφλαρισμένες δειλίες. Σκαρφάλωνε στο πάνω μέρος της καρδιάς και από εκεί αντίκριζε ολάκαιρο τον κόσμο των άλλων καρδιών. Χωρούσε μέσα στον ορίζοντά της  ό,τι  δεν φαίνεται, αλλά νοιώθεται.

Η άλλη ήταν μια φυγόπονη ψυχή. Πάντα πιο σκυθρωπή, λιγότερο γελαστή, πιο βαριά στα όνειρά της. Και βέβαια λιγότερο συντονισμένη στους χτύπους της καρδιάς. Χτύποι αραιοί, ξεκούρδιστοι, χαμένοι. Πάντοτε μα πάντοτε, ενώ προσπαθούσε να ανέβει στο πάνω μέρος της καρδιάς, δεν τα κατάφερνε. Καθώς τα λάθη που είχε κάνει δεν τα έκανε βατήρες διόρθωσης και μάθησης, μα εμπόδια που τα συσσώρευε νομίζοντας ότι έφτιαχνε οχυρό για να προστατευτεί. Από τι; Ούτε η ίδια ήξερε. Και έτσι το βλέμμα της στον κόσμο ήταν μισοφαγωμένο, παρωπιδικό, ένας αναποτελείωτος καημός…

«-Γεια! Καλημέρα! Πως είσαι;

-Γειά… τα ίδια με χτες.

-Δηλαδή;

-Τα ίδια με προχτές…Νοιώθω… επανάληψη.

-Εσύ δεν υποφέρεσαι! Λοιπόν να σου πω… δεν θα το αφήσω αυτό έτσι.

-Και τι θα κάνεις;

-Θα παίξω. Θα παίξεις. Θα παίξουμε δηλαδή. Ξέρεις τι μαγεία απαντήσεων δίνει το παιχνίδι; Δεν θυμάσαι όταν το σώμα που σε φιλοξενεί τώρα, ήταν παιδί;

-Μμμμ, προσπαθώ να θυμηθώ… μα τις έχω κλειδωμένες τις αναμνήσεις μου.

-Λοιπόν, πες μου μια σκέψη που επηρεάζει τη ζωή σου.

-Εεεεε, δεν ξέρω… δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι τώρα… με φοβίζει το αναπάντεχο των λέξεων και των νοημάτων που αυτές φέρουν.

-Ε τότε πες μια λέξη. Ή μάλλον δύο.  Ποιά λέξη θα ήθελες να ήσουν και ποια είσαι; Εκεί κρίνεται το παιχνίδι. Προσπάθησε να βρουν οι λέξεις σου το θάρρος τους.

-Εεε… θα ήθελα να ήμουν ένα αερόστατο… και είμαι ένα βαρίδι. Και έτσι το κεφάλι μου κάθε μέρα αρχίζει να παίρνει τα σχήματα των σκέψεων που αυτή η λέξη φέρει. Και νοιώθω τόσο ασήκωτη, τόσο παραμορφωμένη, τόσο παρατημένη.  Και έτσι νομίζω ότι δεν τελειώνει ποτέ αυτό το παρελθόν. Οριστικά είναι πάντα παρόν μέσα μου… απλά ξέρει να κρύβεται… και εγώ να μη μπορώ να πω “ φτου ξελευθερία”.

-Ξέρεις τι χωρίζει ένα παρελθόν από ένα μέλλον;

-Τι;

-Ένα “ξανά”. Ένα “ξανά”- προσπάθησε.

-Και εσύ δεν έχεις ξαναπροσπαθήσει. Απλά περί- μένεις. Περιμένεις τι;

-Δεν βαρέθηκες να περιμένεις;

-Μα η ζωή μου είναι ο φόβος μου…. Και σκοντάφτω.

-Οπότε θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Αυτό θα μας οδηγήσει στο παρακάτω. Ξέρεις το “πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί”;

-Ναι, ναι…

-Πάρε την τελευταία σου ανάσα και με το τρία, βγάλε από μέσα σου την πρώτη λέξη από αυτές… με το 1… με το 2… με το 3… πάμε!

-Χαρτί!

-Ψαλίδι!

-Κέρδισα! Εγώ που είπα ψαλίδι. Μα καλά, πως και είπες χαρτί;

-Γιατί πίστευα πως εσύ θα πεις πέτρα και θα σε τυλίξω και θα κερδίσω, είπε η φυγόπονη ψυχή.

-Γιατί να επιλέξω πέτρα που είναι βάρος και όλα τα συνθλίβει; Γιατί να βάλω και άλλο αχρείαστο βάρος μέσα μου; αναφώνησε η ξέγνοιαστη ψυχή.

-Μμμμ…. δεν το σκέφτηκα έτσι, γιατί εγώ τα σφ-άλματά μου για να μην τα βλέπω και αναγκαστώ να τα κατανοήσω και επειδή είναι βαριά, τα καμουφλάρω με ένα χαρτί.

-Πιστεύω πως κάνεις λάθος. Δεν ξέρεις πως από τα σφ-άλματα γεννιούνται τα πιο ωραία άλματα;

-Δεν το είχα σκεφτεί έτσι ή μάλλον δεν το είχα νοιώσει έτσι. Και τώρα τι; Τι θα γίνει τώρα που κέρδισες;

-Καταρχάς μη ζεις με τα “αν” του παρελθόντος... “ αν έκανα κάτι, αν έκανα εκείνο”... αλλά με τα “να” του παρόντος. Να κάνεις μια τούμπα το αν και να γίνει να. Να συγχωρήσεις τον εαυτό σου και να τον αγαπήσεις. Και μετά με το ψαλίδι του νοήματος που η λέξη μου έδωσε, με τη δύναμη της λέξης αυτής θα πάω να κόψω τα βαρίδια από το αερόστατό σου.  Να ξέρεις ότι τούτη την ώρα η ανθρωπότητα μάς χρειάζεται. Είτε μας αρέσει, είτε όχι. Ας δούμε με αξιοπρέπεια τη φύτρα που ξεπετά τη δυστυχία σε αυτόν τον κόσμο…το ερώτημα φιλενάδα δεν είναι εκεί… εκεί που βρίσκεται η δυστυχία. Είναι τι κάνουμε εμείς εδώ. Αυτό πρέπει να σκεφτούμε και να αναρωτηθούμε, γιατί οι ψυχές δεν είμαστε ούτε νέες ούτε γέρικες. Γιατί ζούμε σε έναν αέναο τώρα. Και πριν σκορπιστούμε πάλι από τους εγωισμούς μας και μείνουμε μόνες στη μέση της μοναξιάς μας, πρέπει να αναρωτηθούμε. Για αυτό σου μιλώ με υπομονή… άλλωστε από αυτή είμαστε πλασμένες. Την υπομονή της ταπεινότητας όμως και της ενσυναίσθησης.  Άντε πάμε τώρα να σου κόψω το πρώτο βαρίδι του σφ- άλματος, για να νοιώσεις το πρώτο σου άλμα. Για να μη βαραίνεις την καρδιά σου και επιβραδύνεις τους χτύπους της.

-Και τι θα δω αν ανέβω; Φοβάμαι. Πως θα τα καταφέρω;

-Κοίτα, κάθε μέρα μας είναι μια ερώτηση που ζητά την απάντησή σου. Να ξέρεις πως και το φως των άστρων επιβάλλει την πορεία του σε οποιοδήποτε σκοτάδι. Όσο βαθύ και αν είναι. Με ρωτάς πώς; Σου απαντώ. Πώς μπορείς να ακούσεις αν δεν προσέχεις; Πώς μπορείς να κατανοήσεις αν δεν ακούς; Πως μπορείς να πιστέψεις εάν δεν κατανοείς; Πώς μπορείς να εμπιστευτείς ακόμα και εσένα την ίδια εάν δεν πιστεύεις σε αυτό που κατανοείς τώρα μεταξύ μας; Μη φοβάσαι. Έλα… ο φόβος άλλωστε είναι το κενό που νοιώθεις όταν έχεις δώσει τα πάντα και έχεις φύγει με το τίποτα. Και εσύ ακόμα δεν έχει δώσει. Οπότε μη φοβάσαι ακόμα…

-Έχεις δίκιο… ανεβαίνω στο αερόστατό μου. Το είχα εγκαταλείψει. Με είχα εγκαταλείψει. Και αυτό γιατί βάπτιζα τις ελευθερίες μου σε αβάπτιστες αλήθειες και δεν ένοιωθα τίποτα, δεν γευόμουν τίποτα. Έχεις δίκιο στον κόσμο του “εγώ” του ενικού μου οφείλω να γεννήσω τον πληθυντικό του “εμείς”. Ειδάλλως, θα κολλήσω στην πίσσα ενός φόβου και δεν θα πετάξω στον παράδεισο μιας μπόρεσης. Έλα, έλα κόψε τα σκοινιά που κρατούν τα βαρίδιά μου, τα σφ- άλματά μου.»

        Καθώς λοιπόν το αερόστατο ανέβαινε και όλο ανέβαινε η καρδιά άρχιζε να ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της. Τους χτύπους της. Άρχιζε να συντονίζεται με τη διπλανή καρδιά. Με το διπλανό σώμα. Με εσένα. Με εμένα. Με εμάς.

        Να θυμάσαι πως το “παιδί” που έχεις μέσα σου είναι ένα ολόφωτο μυστικό. Να ξέρεις πως τα γενναία άλματα που κάνεις από τα σφ-άλματά σου μπορούν να γίνουν ο ανεμοδείκτης στις πνοές των ανθρώπων δίπλα σου. Αφέσου στο κύλισμα του χρόνου σου και θα ακούσεις τους χτύπους της καρδιάς σου να χτυπάνε σε μια συγκεκριμένη ώρα… την ώρα του “τώρα”. Με το χαμόγελο σου κυβερνάς τον κόσμο. Με χαμόγελο ακόμα και μιας πονεμένης , άλλα ηλιόλουστης ψυχής. Και να αγαπάς. Να ακουμπάς, να αγγίζεις με την αγάπη σου τα μάτια του διπλανού σου και να είναι σαν να σκουπίζεις τα δάκρυά σου. Για να ζήσουν αυτές οι ψυχές καλά και εμείς καλύτερα, άνθρωπε σε ρωτώ… αν η φωνή σου ήταν σταγόνα ποιόν θα ξεδίψαγες με την αλήθεια της;

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...