Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Γίνε το όνομά σου...


 

        19/6/21. Ψυχοσάββατο σήμερα. Οι άμεσες σκέψεις μου που θα καλύψουν τούτο το χαρτί δεν ανησυχούν για τις ψυχές που έφυγαν, μα δεν πέθαναν. Ταξίδεψαν, μα ποτέ δεν θα μας αποχαιρετίσουν. Οι άμεσες, κατακλυσμιαίες σκέψεις μου τούτο το απόγευμα, θέλουν να χαριστούν, να ξοδευτούν για τις ψυχές που έμειναν πίσω. Για όλους εμάς. Ούτως ή άλλως για εμένα ο βιολογικός θάνατος δεν είναι ο τερματισμός μιας πορείας, ενός μονοπατιού. Είναι απλά το τέλος ενός μονάχα μονοπατιού. Και τα σώματα αυτών που έφυγαν ως μια ενεργούμενη αναγκαιότητα, θα γίνουν ξανά Φύση. Χώμα, σύμπαν, ανάμνηση λουλουδιών, θαλπωρή γης, καταφύγιο συναισθημάτων. Θα γίνουν η προέκταση μιας έγνοιας, της έγνοιάς μας σε έναν άλλον κόσμο.

        Τούτο το απόγευμα θέλω να ακουμπήσω τα ονόματά μας. Όχι τα ονόματα των ψυχών μας. Γιατί και αυτές είχαν, έχουν και θα έχουν τις δικές τους ουράνιες βαπτίσεις. Μιλώ για τα ονόματα με τα οποία οι ψυχές μας, μας βάπτισαν. Να μια ωραία προσδοκία λοιπόν. Να γίνουμε τα ονόματά μας. Ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν κακά ονόματα. Οπότε γιατί να μην προσπαθήσουμε να εκπληρώσουμε την αποστολή των ονομάτων μας; Να ανακαλύψουμε την καλοσύνη και την ενέργεια που αυτά φέρουν; Έλατε μην ντρέπεστε. Μην δειλιάζετε. Μην εγκαταλείψετε από εγωισμό, γιατί εγωισμός είναι η δύναμη των αδυναμιών μας. Και εμείς δεν θέλουμε να ταΐζουμε και να δυναμώνουμε τις αδυναμίες μας. Έτσι δεν είναι; Ή μήπως όχι; Μην σκύβεις το κεφάλι σου. Σε βλέπω. Σε κοιτώ, με κοιτάς και κατανοούμε την ομολογία των σωμάτων μας που γέρνουν και γερνούν παμφάγα στο έχειν και το φαίνεσθαι. Που μας πιάνει ο λόξυγγας μιας κατανάλωσης. Καταναλώνουμε δάνεια, αδαπάνητο χρόνο, πρόσκαιρες επιθυμίες, προβολές θυμών. Καταναλώνουμε φόβους. Άρα καταναλώνουμε ο ένας τον άλλον. Και όσο πιο πολλή η κατανάλωση αυτή, τόσο μεγαλώνει η απληστία, η πείνα για περισσότερα που θα αφοδευτούν στο παλάτι της μνήμης μας, η δίψα που θα ξεράνει, θα στεγνώσει τα αγγεία μας από αίμα, από ζωή.

        Για αυτό σου λέω γίνε το όνομά σου. Για πλησιάστε και γράψτε σε αυτόν τον μαυροπίνακα της παιδικής σας ζωής σας, ο καθένας με μια χρωματιστή κιμωλία το όνομά του! Πριν γίνει και αυτή σκόνη. Πριν το σφουγγάρι του χρόνου μας, σβήσει τα γράμματα του ονόματός σου που δεν πρόλαβε να διαβαστεί. Χμμ…διαβάζω Νικηφόρος, φέρε την νίκη μέσα σου φίλε μου. Διαβάζω Λάμπρος, φώτισε, κάνε λαμπερά τα κενά των σκοταδιών σου. Διαβάζω Θωμάς, άσε την πίστη σου να σε σώσει. Διαβάζω Δήμητρα…γίνε η μήτηρ, η μήτρα ζωής ανεπανάληπτης, αυτούσιας. Εσύ λέγεσαι Λευκοθέα, γίνε η ηρεμία μιας αγνότητας, μιας πραότητας και στον ολόλευκο καμβά σου χάρισε ομορφιά. Εσένα σε λένε Θέμη, χμμ, γίνε ευ-θυμός, μια χρυσή, καλή καρδιά. Εσύ Μαριάνθη, γίνε ο ανθός της ευωδίας για τους ανθρώπους που αγαπάς. Αθηνά μου εσύ γίνε η σοφία των πράξεών σου. Βασιλεία, προικισμένη για βασιλεία αγάπης, το μεγαλύτερο όλων. Γεώργιε, σκάλιζε τη γη σου για να μεγαλώσουν αναρίθμητοι καρποί ζωηφόροι. Σταύρο, γίνε ο σταυρός εκείνος που θα αναστήσεις τον χαμένο σου εαυτό. Φεβρωνία μου, φέρεις τον εξαγνισμό μέσα σου. Εξάγνισε τις έγνοιες που σε ληστεύουν. Χαριτίνη μου, προίκα σου η χάρις…μοίρασέ την απανταχού. Ειρήνη, εσύ γαλήνεψε εν ειρήνη τα μέσα σου. Στυλιανή μου, γίνε ο στυλοβάτης στις δυστυχίες των ανθρώπων σου, ένα αστέρι για να φωτίσουν τους φόβους τους…

        Μην κουβαλάς βαρύθυμα το όνομά σου. Ειδάλλως η ψυχή σου θα σαλεύει ανήμπορη, στεγνή. Άκου τον ήχο του ονόματός σου. Ψιθύρισέ το ξανά. Και άκου το. Και μπροστά στον καθρέπτη μιας δίκαιης σιωπής μη βλέπεις εσένα, αλλά το όνομά σου. Δηλαδή το πραγματικό εσένα, πριν ντυθείς με δηθενισμούς, χρονοβόρες υποκρισίες, πληθυντικούς εμετικής ευγένειας και άσκοπους στόχους ζωής. Φίλε μου δεν έχει σημασία τα χρόνια που κερδίζεις στην εφήμερη ζωή σου, αλλά η ζωή που από ψυχής δίνεις στα χρόνια σου. Μην τα αφήνεις αβάπτιστα λοιπόν, αφού έχουν όνομα, έχουν το όνομά σου. Φέρουν την αποστολή του ονόματός σου. Μην αφήνεις στα χρόνια σου να σουλατσάρουν οι πρόσκαιροι θυμοί σου. Άσε στην πατίνα του χρόνου σου να αποτυπωθεί η αιωνιότητα της ψυχής σου…που σε βάπτισε.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Άσε το φως σου να κάνει κούνια...


 

Σήμερα η μέρα μου σουλατσάρει σαν ένα φτερωτό κατόρθωμα. Πάνω από στενά νοήματα. Έξω από κορσέδες συναισθημάτων. Μακριά από ζύγια υπολογισμών. Έτοιμη να γεμίσει το μυαλό μου με πυρομαχικά που θα ανατινάξουν και θα γκρεμίσουν τις παγωμένες κουβέντες, τις άδολες ουλές, τις σχέσεις που δεν χωράν υποσχέσεις….Σήμερα θα μουσκέψω τη λογική στο κρασί. Έτσι μπας και σου μιλήσω για αυτές τις λαθραίες ματιές όπου τα ίχνη του χθες θα γίνουν αναμνήσεις του αύριο. Μα εγώ, εσύ, εμείς δεν έχουμε πάρει χαμπάρι. Έχουμε ξεχάσει τον τρόπο και τον χρόνο όπου μπορούμε να ξανασυλλαβίσουμε τις ανάγκες μας. Όχι αυτές τις δήθεν που τις μπουκώνουμε με χρόνο. Αλλά σε αυτές που είχαμε πιο μικροί, τότε που μέναμε στο σκοτάδι περιμένοντας την αυγή των αναγκών αυτών. Μιλώ για την ανάγκη ενός φιλιού. Για την πείνα ενός χαδιού. Για τη δίψα μιας αγκαλιάς. Για το ταξίδι ενός μυστικού ψιθύρου στο αυτί. Μιλώ για τις ξεκούμπωτες αγάπες, τους πεινασμένους έρωτες, τους καρποφόρους πόνους.

        Ξέρεις, στον χρόνο δεν υπάρχουν αναχώματα να κρυφτείς. Στον χρόνο μου, στον χρόνο σου, κατοικούν αυτά τα ρημαδιασμένα «τι;». Τι ξεχάσαμε; Τι χάσαμε; Τι αφήσαμε; Σήμερα οι λέξεις που ακουμπώ σε αυτή τη λευκή σελίδα χαρτιού, είναι λαίμαργες. Θέλουν να γευτούν, να φάνε τα σκοτάδια μας μπας και ανακαλύψουν το νόημά τους στο φως. Λέξεις λαίμαργες σαν pac-man. Τρώνε τις τελείες που βάλαμε στις προτάσεις των ονείρων μας. Μασάνε τα αποσιωπητικά που αφήσαμε στις δειλίες και στους φόβους μας. Σήμερα οι λέξεις ζητάν να αλλάξουν πίστα. Να τερματίσουν, πριν προλάβουμε να τις τερματίσουμε εμείς και τα φαντάσματά τους.

       Ξέρεις πολλές φορές εμείς οι ίδιοι, εμείς οι άνθρωποι γινόμαστε τα θραύσματα στις πληγές των ανθρώπων που μας αγαπάνε. Γιατί σώνει και ντε πρέπει πάντα να κερδίζουμε ακόμα και εάν το κόστος είναι τόσο βαρύ; Κάποιες φορές μπορείς να κερδίσεις και χάνοντας. Το έχεις σκεφτεί ποτέ;

       Σήμερα κοιτάζω, αλλά δεν βλέπω. Αγκομαχώ ανάμεσα στο κάτι και στο τίποτα. Κοιτάζω τα γύρω μου σαν πρώτη, αλλά και σαν τελευταία φορά μπας και μπορέσω να βρω τα χαμένα κομμάτια παζλ που λείπουν και να ανασύρω την εικόνα μου, την εικόνα σου, πλέον ολοκληρωμένη από το κατώι των αναμνήσεων που την είχες εγκαταλείψει χρόνια τώρα.

       Αυτό που κάποτε ήταν αλήθεια ξέρεις μπορεί να είναι και τώρα. Μιλώ για τις αλήθειες που είχες μικρός. Να σου πω μια δικιά μου; Μην γελάσεις όμως. Μα αν γελάσεις τότε θα μου πεις και εσύ μια δικιά σου για να δεις ότι κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας χρόνια τώρα. Λοιπόν, όταν πιτσιρικάς, στα απόβραδα των παιδικών κατακτήσεων, μαζευόμασταν στην παιδική χαρά, έτρεχα πρώτος και καλύτερος στην κούνια. Και με ένα μπρος-πίσω, μπρος στις πεθυμιές, πίσω στην φόρα που έπαιρνα από την καρδιά, ήθελα να φτάσω όσο πιο ψηλά μπορούσα. Πολύ ψηλά. Να ακουμπήσω το φεγγάρι. Το ολόγιομο. Να ανοίξω το στόμα μου και με μια χαψιά να γευτώ το φως του. Για να φωτίζει τα σκοτάδια μου. Και ξέρεις κάτι; Αλλά μην το πεις πουθενά! Το κατάφερνα μερικές φορές. Και ήταν σαν να είχα μια πυγολαμπίδα μέσα μου, που φώτιζε τα πάνω μου, τα κάτω μου σε αυτή την κούνια μπέλα της ζωής. Φώτιζε τους γύρω μου που δεν ήξερα ότι είχα. Ανακάλυπτα τοπία από σκόνη και χαλίκια που ήθελα να κατακτηθούν. Αντίκριζα σε αυτό το φως τα χέρια μου και τα πόδια μου έτοιμα να δεχθούν τη ζεστασιά του χώματος. Σκούπιζα τον ιδρώτα της προσμονής και της μπόρεσης από το μέτωπό μου. Ξανά και ξανά. Μύριζα τα νυχτολούλουδα των πόθων και των σκανταλιών μας. Και ήμουν ευτυχής. Όπως τώρα δα. Τώρα που το βλέμμα μου, ίσως και το κρασί, συνάντησαν το φως στην κούνια.

       Τούτο το βράδυ ο εαυτός μου, ζυγίζει όσο αυτό το φως. Το φως που ο καθένας έχει μέσα του. Αρκεί να κάνουμε κούνια μαζί του. Να ξέρεις φίλε μου σε τίποτα στη ζωή σου δεν μπορείς να διδάξεις κάτι χωρίς να διδαχτείς. Μέσα στην ανύπαρκτη προσοχή των περαστικών βγάζω σουγιά καρδιάς και σκαλίζω στο ξύλο αυτής της κούνιας…

                                           μην περιμένεις τίποτα νέο

                                           άλλαξε ματιά στα ίδια πράγματα

                                           γιατί εσύ είσαι το μοιραίο

                                           στων ονείρων σου τα τάματα…..


Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

"Ανάθεμα τον αίτιο..."


     Σήμερα με σπρώχνει ο χρόνος ανάμεσα στα δρόμους της πόλης. Και εγώ νιώθω σαν επαναστάτης του «αν», λες και είμαι μουσαφίρης του ίδιου μου του εαυτού. Σήμερα επιβιώνω σε έναν ενεστώτα που ο χρόνος του, κυνηγά τα άδηλα παρόντα. Σήμερα «αναθεματίζω τον αίτιο» που σιγοντάρει πόνο και θλίψη στους ανθρώπους που αγαπώ…Αυτόν τον αίτιο που γίνεται πιο εύστοχος και από τον θάνατο. Σιγομουρμουρίζω αυτό το παραδοσιακό τραγούδι της Λέσβου, που μου ψιθυρίζει πως εμείς οι άνθρωποι αδειάζουμε από δεδομένα και γεμίζουμε από απώλειες. Πώς αλλιώς να δεχθώ, να κατανοήσω πως ένας αγύρτης φονιάς, ονόματι καρκίνος, έχει φλερτάρει θανάσιμα την ξαδέλφη μου….την Έφη. Στην σοφίτα της σκέψης μου δεν μπορώ να καταπιώ αυτό το αναθεματισμένο «α» που κάνει το σθένος…ασθένεια. Ξέρω, ξέρω…θα μου πεις η ζωή έχει δίκιο παντού και πάντα. Και κάπου εκεί είναι που η αντοχή, γίνεται οργή. Το φύλλο της ζωής, γίνεται φαγώσιμο από μια κάμπια που θα γίνει πεταλούδα και θα πετάξει ως ψυχάρι…σαν μια αλήθεια μιας μνήμης. Που δεν θέλουμε να αφήσουμε. Τι αληθινό…τι ψεύτικο στης καρδιάς το ζεϊμπέκικο; Μη μου απαντήσεις. Απλά χόρεψέ μου. Χόρεψε σαν να μην υπάρχει αύριο. Χόρεψε μέχρις ότου η γης να γίνει ουρανός σου. Και άσε με να μεθύσω από ανάγκες…τις πιο όμορφες νάρκες. Και εγώ κάπου εκεί σε μια στιγμή που περνά και αρχίζει, θα σου χαμογελάσω από περίσσευμα καρδιάς, γιατί μόνον εκεί είμαστε όλοι αληθινοί και αιώνιοι. Γιατί σήμερα, ο κόσμος των λέξεων μου αντιστέκεται στην κατανόηση. Σε αυτό το μπάλωμα της πίκρας το μόνο που μου απέμεινε είναι να ανασάνω την καρδιά μου στην καρδιά σου, μπας και τρακάρω με τις ζωές μας…Ξαδέλφη μου, Εφούλα…απόψε ένα αποτσίγαρο και μια ζωή με χωρίζουν από το αύριο…

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...