Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

Η Παναγία και ο παππούς...




        Υπάρχουν φορές στις ζωές μας, αλήθειες που περιμένουν τον κατάλληλο χρόνο από εμάς να τις τρακάρουμε, να τις γευτούμε, να συναντηθούμε μαζί τους, να τις κατανοήσουμε. Υπάρχουν φορές στις ζωές μας αλήθειες, σαν βελόνες που περιμένουν από εμάς να περάσουμε τις κλωστές των νοημάτων και της πίστης μας, για να κεντήσουν τις καρδιές μας με τα αιώνια χρώματα της αγαλλίασης και της αγάπης. Βέβαια κάποιες φορές, που και που, για να περάσουμε τη βελόνα αυτή στο κεντητό της ψυχής μας και από τη μέσα πλευρά,  χρειάζεται και καμιά δαχτυλήθρα. Ξέρετε όχι μόνο γιατί μπορεί οι αλήθειες αυτές να είναι σκληρές και αιχμηρές, αλλά και γιατί τα χέρια μας, τα δάχτυλα μας, δεν έχουν σκληραγωγηθεί στις αξίες της ζωής, είναι ευαίσθητα στη διδασκαλία του πόνου.

        Η πρώτη μου γνωριμία που λέτε με την Παναγιά, ήρθε σε εμένα με ένα κάπως αναπάντεχο τρόπο. Ήταν η αντίπαλος μου τα καλοκαίρια μου. Δεν με άφηνε να δω τα κινούμενα σχέδια, γιατί ήταν η καλύτερη φίλη του παππού μου, του Γιώργου. Έτσι τουλάχιστον στην παιδική μου πραγματικότητα κατανόησης ήταν η κατάσταση. Εκεί γύρω στην ηλικία των 6 με 7 χρόνων. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όλα άρχισαν στο χωριό των παιδικών μου αναμνήσεων, στο Φανάρι. Πως και πως περιμέναμε να  έρθει το καλοκαίρι να πάμε με τα αδέρφια μου στον παππού και στην γιαγιά, μακριά από διαβάσματα και να παίζουμε ώρες ολάκερες με τους αγαπημένους μας φίλους…την Ελένη, τον Θωμά, τον Λάμπρο. Εκεί που λέτε λίγο πριν το τελείωμα του μεσημεριού και πριν βγούμε και παίξουμε έξω στις αλάνες εγώ με τα αδέρφια μου, ήμασταν καθηλωμένοι μπροστά σε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση και παρακολουθούσαμε κινούμενα σχέδια και την αγαπημένη μας εκπομπή «Ουράνιο τόξο». Και να σου εκεί γύρω στις 4:00 η ώρα, πιστός στο ραντεβού του, ο πιο φιλήσυχος και καλόκαρδος παππούς του κόσμου, ο παππούς μου ο Γιώργος. Παρακολουθούσα τις κινήσεις του μια προς μια. Περπατούσε αργόσυρτα τη σάλα, ερχόταν προς το παλιό δωμάτιο-όπου ήμασταν εμείς και βλέπαμε τηλεόραση-ακούμπαγε το κεχριμπαρένιο κομπολόι του στην μπολίτσα (εσωτερικός χώρος μέσα στον τοίχο) και πήγαινε αργά προς την πρίζα για να βγάλει το καλώδιο της τηλεόρασης και να βάλει αυτό από το εικονισματάκι για να φωτίσει το φως του, που ήταν πάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού του και να προσευχηθεί στην Παναγία. Αμέσως σήμανε συναγερμός. Φωνές, κακό εμείς και παράπονο στη γιαγιά Βούλα γιατί ο παππούς δεν μας άφηνε να δούμε τηλεόραση. Προσπαθούσα, ναι προσπαθούσα στην ηλικία εκείνη να καταλάβω αυτή την ιερή τελετουργία του παππού μου του Γιώργου. Ακόμα θυμάμαι να γυρίζει το σώμα του και το βλέμμα του προς ένα κεντητό ύφασμα με τρεις σταυρούς επάνω του, που από μέσα του αχνόφεγγε ένα κόκκινο φως. Και άρχιζε την προσευχή του. «Προς ποιόν;», αναρωτιόμουν…δεν έβλεπα πρόσωπα. Έκανε το σταυρό του και σιγομουρμούριζε λόγια που τότε ήταν για εμένα δυσνόητα. Που και που χαμογελούσα, γιατί νόμιζα πως αυτό το κεντητό ύφασμα θα ήταν κάτι σαν κουκλοθέατρο  και γύριζα και εγώ το βλέμμα προς τα εκεί και περίμενα και περίμενα και περίμενα… μα τίποτα…καμία κούκλα δεν έβγαινε να μας πει παραμύθι. Και τότε ξανάρχιζαν τα παράπονα και οι φωνές γιατί εμείς χάναμε την αγαπημένη μας εκπομπή. Η μητέρα μας, η Λευκοθέα ερχόταν να μας καθησυχάσει πως σε λίγο θα τελείωνε ο παππούς και εμείς θα συνεχίζαμε να βλέπουμε την παιδική μας εκπομπή. Μα που; Κοιτάγαμε αυτό το κουρδιστό ρολόι με τους φωσφορίζοντες δείχτες που ήταν πάνω στο τραπέζι, να κυλούν και να κυλούν πέραν του χρόνου της υπομονής μας και της κατανόησής μας.

        «Μα καλά τι λέει τόση ώρα ο παππούς; Σε ποιόν παρακαλά και προσεύχεται; Πόσα έχει να πει;»… τότε ήταν που βάζαμε τα μεγάλα μέσα. Τη γιαγιά Βούλα. Ερχόταν και του έκανε νόημα να συντομεύσει. Αυτή η ιστορία συνεχιζόταν κάθε καλοκαίρι για αρκετά χρόνια. Κάθε μεσημερο-απόγευμα καλοκαιριού, εκεί γύρω στις 4:00 η ώρα, ο παππούς Γιώργος ταπεινά και αγόγγυστα έκανε την προσευχή του. Μεγαλώνοντας, εκεί κοντά στα χρόνια του γυμνασίου, έκανα μια συμφωνία με τον παππού. Να λέει την προσευχή του όταν στην τηλεόραση θα παιζόντουσαν διαφημίσεις, για να μη χάναμε και εμείς το παιδικό τηλεοπτικό πρόγραμμά μας. Μέχρι που ανακαλύφτηκε και από εμάς το λεγόμενο «Τ», ένα μικρό πολύμπριζο που και το εικονισματάκι θα ήταν αναμμένο και εμείς θα βλέπαμε τηλεόραση χωρίς ήχο όσο διαρκούσε η προσευχή του παππού…

         Τα χρόνια πέρασαν, ο παππούς ο Γιώργος έφυγε, πήγε και μπήκε και αυτός κάπου εκεί ψηλά, μέσα στο εικονισματάκι, στην αγκαλιά της Παναγίας μας. Πλέον το πολύμπριζο έμεινε ένα αντικείμενο άνευ νοήματος και ξάφνου αισθάνθηκα πως μου έλειπε όλο αυτό. Αυτό το μυστήριο που με ξεβόλευε, άλλα υποσυνείδητα με μάγευε. Έτσι λοιπόν, κάπου εκεί στην εφηβεία μου, την ώρα που ήμουν μόνος στο παλιό δωμάτιο, έβαλα το καλώδιο στην πρίζα, άναψα το εικονισματάκι, ανέβηκα πάνω στη γωνιά του κρεβατιού και ανασήκωσα το κεντητό αυτό πανί…τότε λοιπόν αντίκρυσα την Παναγία, την μητέρα όλων μας. Πρόσχαρη, γλυκιά με ένα βλέμμα κατανόησης και υπομονής για να συγχωρέσει τις σκανταλιές μου και να με δεχτεί στην αγκάλη της. Εκεί έγινα ακροατής του πίσω χρόνου μου. Ναι, αλήθεια σας λέω. Τέντωσα αυτί και αφουγκράστηκα να μου λέει: « Καλώς τον. Σε περίμενα. Ήξερα ότι θα έρθεις. Το ήξερε και η ψυχή σου. Μη φοβάσαι. Είμαι εδώ για εσένα. Πάντα ήμουν και πάντα θα είμαι. Ξέρεις πόσες φορές ο παππούς σου ο Γιώργος κάθε μέρα προσευχόταν για όλους σας για να είστε καλά; Πόσες φορές μου μίλαγε για εσάς; Μέσα στη σιωπή και στη μοναξιά της προσευχής του; Ξέρεις παιδί μου, η ψυχή του παππού σου δεν είχε αγάπη, ήταν αγάπη.»

         Και κάπου εκεί το πρώτο δάκρυ μου έσταξε σαν όνειρο στο μαξιλάρι του κρεβατιού. Και κάπου εκεί το καλοκαίρι εκείνο γίνηκε τόσο διάφανο. Τόσο ήρεμο. Χωρίς φωνές και μαλώματα. Καταστάλαξαν μέσα μου τα δυσνόητα λόγια του παππού μου και μου αποκαλύφθηκε ένας ολάκαιρος κόσμος. Ένοιωσα σαν ένα σταφύλι ώριμο, που με έκοψε κάποιος,  και έκανε από το τσαμπί μου μούστο, κρασί μεταλαβιάς, μετάνοιας και συγχώρεσης. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα ακριβώς στο ίδιο σημείο όπως ο παππούς μου πριν χρόνια, να συνομιλώ με την Παναγία μας. Να της λέω τους μυστικούς μου φόβους, τα κρυφά λάθη μου, να προσεύχομαι για εμένα, την οικογένεια μου, για τους φίλους μου, για όλους… και ο χρόνος πέρναγε, αλλά για εμένα ήταν μια τόσο δα μονάχα στιγμή. Χωρίς να ακούω παράπονα και φωνές για να τελειώσω γρήγορα και να βγάλω την πρίζα από το εικονισματάκι.  «Παππού Γιώργο, συγχώρα με που δεν σε καταλάβαινα. Να ξέρεις πως μέσα μου η εικόνα σου αυτή θα μου μείνει ανεξίτηλη. Εκείνη, κάτω από το εικονισματάκι να μου συστήνεις την καλύτερη σου «φίλη» την Παναγία μας». Παν-αγία, πάνω από τη γη των εγωισμών μας.  Τώρα εδώ κάθομαι μόνος, βάζω το καλώδιο στην πρίζα, ακολουθώ τα ίχνη σου στο παλιό δώμα και συνεχίζω από εκεί που εσύ βάσταξες… να προσεύχομαι προς μια ευχή στην Μητέρα μας, να μας προστατεύει όλους μας από τις κακίες μας, τους φθόνους μας, τους φόβους μας και τα κακοντυμένα εγώ μας. Τούτη την ώρα γεννιέται μέσα μου η ηρεμία της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό σου Παναγία μου. Ανάμεσα στις λέξεις και μέσα από τις λέξεις, αναζητώ την ξεχασμένη φύση της ψυχής μου και κατανοώ πως υπάρχω γιατί αγαπώ.    Σε αυτή την αγία μνήμη λοιπόν, όχι ως αράγιστη βεβαιότητα, ούτε ως μια έμπειρη ελπίδα, θέλω να κραυγάσουμε εμείς οι άνθρωποι τις αλήθειες μας, να κεντήσουμε τους σταυρούς των λαθών μας με ευγνωμοσύνη, συγγνώμη και ταπεινότητα σε μια προσευχή που δεν θα κοιτάμε τα έξω μας αλλά τα μέσα μας. Να ξέρουμε πως εκτός από τη ζωή που αντικρύζουμε, που βλέπουμε, υπάρχει και μια πρωταρχική ζωή, παράλληλη, ενίοτε κρυφή, μα πιο σημαντική και λυτρωτική… η ψυχική. Ας προσπαθήσουμε να κρατήσουμε το σύμπαν μας εκεί στη θέση του με ενσυναίσθηση, ειλικρίνεια και συγχώρεση. Ας ξεγελάσουμε για μια φορά έστω τη βαθιά ριζωμένη τυραννία του εγώ μας, απολαμβάνοντας το ολίγο μιας στιγμής και σεβόμενοι το ελάχιστο μιας προσευχής, γιατί σε αυτό το ελάχιστο θα δεις πως είσαι συνδημιουργός της ψυχής σου, σε αυτό το ελάχιστο θα δεις πως ωριμότητα είναι να μην ξοδεύεσαι στα αδιάφορα και ασήμαντα. Να μην αποπροσανατολίζεσαι εάν θα έχεις πολύ μέλλον μα εάν θα έχεις πλούσιο παρελθόν και οι πράξεις σου γίνουν κειμήλια παράδοσης. Μη βιαστείς να απογοητευτείς, μπορεί να έρθουν χειρότερα, που ίσως όμως δημιουργήσουν τα καλύτερα.

            Όλοι μας μέσα μας έχουμε ένα κομμάτι του Θεού. Σε εμένα αυτό το κομμάτι φωτίστηκε εκείνο το απόγευμα από εκείνο το μικρό εικονισματάκι που έκανε την προσευχή του ο παππούς μου ο Γιώργος.


Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

44 χρόνια έφηβος...


         

Σε ανάμνησης ακρογιαλιά

ακούω την ηχώ πριν τα φιλιά

που λέει: «μη με ξεχάσεις

καλύτερα να αλλάξεις».

 

 

Του έρωτα μας την αρχή ξέχασα

μα το τέλος του βέβαιο

στις πληγές του με έντυσα

ως θαρραλέο έρμαιο.

 

 

Θυμάμαι λιγότερο συχνά

την υπόσχεση που πεινά

απόλυτα ερωτευμένος ή απόλυτα απών

στης καρδιάς μου το παρόν.

 

 

Για μια μονάχα, για μια νύχτα, για αυτή μόνο

πριν οριστεί η ζωή μου στον πόνο

θα ήθελα να ήμουν γυμνός σαν παιδί και σαν τρελός

να γίνω για λίγο ένας απελπισμένος θεός

μα όλα αυτά…ανάγκες, από σκέψεις με ανάγκες

ξεπερασμένη πίστη και μνήμη γίναν πλέον μάγκες.

 

 

Πάλι θα χάσω, πάλι θα γελάσω

πάλι θα πιστέψω, στον χρόνο να αντέξω,

δε θα μεγαλώσω..

44χρόνια έφηβος…

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...