Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Πες σε μια "στιγμή" σου πόσο όμορφη είναι...


 

28.1.2021

                Όμορφος καιρός σήμερα. Καθαρός ήλιος. Ατόφιο κρύο χειμώνα. Ότι πρέπει για μια μοναχική παρόρμηση απόλαυσης και  παρατήρησης. Παρατήρηση που μέσα μου είναι σαν ένα σπίρτο. Μόλις την ανάβω, μόλις παρατηρώ τα γύρω μου, φωτίζονται ενδοσκοπικά τα μέσα μου. Συστήθηκα και καλημέρισα λοιπόν τη μοναξιά μου και ευθύς αλλάζοντας την ταχύτητα στη ψυχή μου βρέθηκα να σουλατσάρω σε σοκάκια, σε προσφυγικούς δρόμους  της Νέας Φιλαδέλφειας. Στο συναπάντημα των βημάτων μου βρέθηκε ένα μεσήλικο ζευγάρι. Ή μάλλον για να το διευκρινίσω καλύτερα, ο κύριος της κύριας μόλις βγήκε από μια πολυκατοικία παλιά-θύμιζε πολύ τις εργατικές πολυκατοικίες- καλοβαλμένος, γύρω στα 60, έτοιμος να  μπει στο αυτοκίνητό του. Για πού; Μα για εκεί που θα τον έστελνε η κυρία του κυρίου. Μια γλυκιά, αλλά κλασσική φωνή ελληνίδας συζύγου ως GPS  οδηγίες είχε βγει στο μπαλκονάκι και υπενθύμιζε τι ήθελε από την αγορά.

-          «Ηλία μη ξεχάσεις… Δεν θέλω το μικρό αλλά το μεγάλο μπουκάλι. Ξέρεις αυτό που είναι σε υγρό… για πλυντήριο.»

-          «Ναι, Στέλλα μου, ναι.» λόγια κοφτά, υπάκουα. Έτοιμα να μπουν στο αυτοκίνητο να φύγουν. Ένοιωθε σαν μικρό παιδί που η μαμά του, του έλεγε ξανά και ξανά τις οδηγίες χρήσης για τα ψώνια.

-          «Ηλία…Ηλία, να προσέχεις εεε;… Σ’αγαπώ.»

-          «Ρεζίλι έγινα, με κοιτά το παιδί (δείχνοντας εμένα) και χαμογελά. Άντε πάω να φύγω».

Όντως ως μοναδικός θεατής στο σινέ αυτής της οδού, βλέποντας σκηνή βγαλμένη από τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, χαμογέλασα όσο πιο διακριτικά μπορούσα, μα με πρόδωσαν τα μάτια μου. Και σήμερα η μέρα μου ξεκινάει λοιπόν με ένα υπέροχο δώρο. Το  «νοιάξιμο».  «Σε ταλαιπωρώ, αλλά σε νοιάζομαι, σε αγαπώ.» Αισθάνομαι ήδη πως η σημερινή μου εξόρμηση θα γίνει ένα ιδανικό κρησφύγετο των σκέψεών μου. Έτσι, συνέχισα να σεργιανίζω στο χάρτη των επιθυμιών μου. Σε ένα χάρτη που οι δικές μου πεθυμιές δεν επιθυμούσαν να ικανοποιηθούν, απλά ήθελα να διαιωνίζονται. Ως ανικανοποίητη περιέργεια ενός παιδιού, όπου με ένα ελάχιστο σκίρτημα, με μια απαλή ανάσα ψυχισμού, θα ζωγραφίζονταν ο καμβάς και τούτης της μέρας μου.  Ο ήλιος ακουμπούσε γενναιόδωρα στο πρόσωπό μου. Και τι δεν θα έδινα να γινόταν αυτός ο ήλιος μέσα μου- έστω και λίγο- ένα ψυχικό τοπίο και να έκοβα μια λαμπερή φέτα του. Σαν μια φέτα καρπουζιού καταμεσής του χειμώνα. Ναι, γιατί όχι; Να την γευτώ και τα κουκούτσια του ως σημερινές επιθυμίες να τις φτύνω με στόχο να με πάνε όσο πιο μακριά γίνεται.

Χωρίς πλέον τις παλιές μου άμυνες, βάλθηκα να ιχνηλατήσω το σημερινό μου σύμπαν. «Κ. Βάρναλη και Περικλή γωνία». Μπροστά στεκόταν ένα ερειπωμένο κτίριο όπου τα φαντάσματα των αναμνήσεων εκεί έδιναν κάθε βράδυ τις δικές τους διαλέξεις. Τι δεν με πιστεύετε; Αφού το κτίριο μού συστήθηκε.  Πώς; Με μια παλαιωμένη, σκονισμένη ταμπέλα. Κάτι σαν ταμπέλα παλιού πανδοχείου εγκαταλελειμμένου από τον χρόνο μας στην παλιά εθνική οδό Αθηνών –Κορίνθου.  Μπροστά μου λοιπόν, παρουσιαζόταν μια καμπούρα γνώσεων ταξιδεμένη στον χωροχρόνο… ένα φροντιστήριο. «Διδακτική διεθνών διαλέκτων».  Φροντιστήριο «Η Σπουδή». Πώς να ήταν άραγε μέσα διερωτήθηκα; Για ποια σπουδή αναφερόταν; Τη σπουδή των γνώσεων ή τη σπουδή του χρόνου; Τη βιασύνη; Όπου όλοι εμείς οι σημερινοί άνθρωποι σπουδάζουμε άλλα είμαστε μαθητές άνευ μαθήσεως; Μετακομίζουμε στη κάθε μας μέρα ρωτώντας τον εαυτό μας «τι θα φοβηθούμε σήμερα;». Αφήνουμε τα νύχια των φόβων μας να γρατσουνίζουν τις επιθυμίες μας, τις πλάτες μας που κουβαλάμε τις ζωές μας. Και κάπως έτσι γεννοβολάμε επιθυμίες όχι μιας αυθεντικής ζωής, αλλά εκείνης που έχουν γεννήσει οι φόβοι μας και προσαρμόζουμε τις ζωές μας πάνω σε αυτές.

Ζούμε σε μια βιομηχανία φόβου, με λέξεις που μας γερνούν, με εμπειρίες κομμένες και ραμμένες που νομίζουμε ότι είναι δικές μας. Και εσύ, εγώ, αυτός πετάς και κρύβεις, τυλίγεις και αποχαιρετάς επιθυμίες που ζητούν από εσένα… εσένα μόνο.  Αλλά ατόφιο. Σιωπούμε από φόβους που μας έχουν επιβάλλει. Ωστόσο φίλε μου παρόλο αυτούς, ακούς μέσα σου τον εαυτό σου να σου μιλάει, το παρελθόν σου να συνέρχεται , το μέλλον σου να σε καλωσορίζει. Σε αυτό το σπάσιμο της σιωπής βλέπω από αλλοτινούς καιρούς τον Περικλή να στέκεται στο κατώφλι του φροντιστηρίου και να ρητορεί: « Ανδρών επιφανών πάσα  γη τάφος». Και εγώ μέσα μου στη δημοτική λαλιά μου να το μεταφράζω ως «ψυχών επιφανών πάσα γη τάφος». Το μελαγχολικό, καλοσυνάτο, διεισδυτικό βλέμμα του Κώστα Βάρναλη να με μαγνητίζει  με τις λέξεις του : « και αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς». Φροντιστήριο «η Σπουδή» λοιπόν. Αλλά εμείς σπουδάζουμε στους φόβους μας και εργαζόμαστε σε Φόβους ΑΕ. Έχουμε αναρωτηθεί άραγε ποτέ πόσα ψέματα χρειαζόμαστε για να φτιάξουμε την αλήθεια μας; Η μνήμη μας έχει μπουκώσει από αυτά. «Memory full». Γιατί δεν αδειάζεις λοιπόν τον κάδο ανακύκλωσής σου; Ειδάλλως, θα «κρασάρεις». Πώς είσαι λοιπόν σίγουρος ότι έχεις διαλέξεις τον  « σωστό» φόβο και όχι ότι σε έχει διαλέξει αυτός; Για αυτό σου λέω γίνε ένας έκτακτος μύθος, γίνε « Περικλής», γίνε « Βάρναλης» και με τον φωτεινό ίσκιο σου έμπα στην απάτητη μέρα σου. Μείνε γυμνός από τις ανασφάλειες που σου πουλάν. Να θυμάσαι πως ο χρόνος, μας περιέχει και μας ορίζει όλους. Από το πρώτο μπουσούλημα ως το γέρμα του ήλιου που κρύβεις.  Και μέσα σε αυτόν τον χρόνο κάνε τη σκόνη σου από βαριά και βαρετή, κάνε τη χρυσόσκονη και φύσηξε τη σε αυτούς που νοιάζεσαι. Σε αυτούς που αγαπάς. Ως άλλος Ηλίας. Ως άλλη Στέλλα. Πες σε μια «στιγμή» σου πόσο όμορφη είναι. Γίνε ένας αντιρρησίας στην μνήμη που σου επιβάλλουν. Κράτα τη μνήμη της ψυχής σου. Εκεί, εγώ φυλάω τη σκοπιά μου. Στη μνήμη της ψυχής μου.

Μην αφήσεις τα κύματά σου να δεχτούν τα όρια που σου επιβάλλουν. Ποιος κόσμος είναι πιο πραγματικός; Εγώ διαλέγω αυτόν όπου το πέλμα μου θα νοιώσει το χώμα και θα ακούσει το σώμα μου. Αυτόν που θα μπορώ να ακούω τις σιωπές του διπλανού μου. Αυτόν που τα αγγίγματα δειλά και ντροπαλά θα καθίσουν ξανά στο θρόνο τους. Αυτόν όπου με το βλέμμα μου – παρόλο τη μάσκα- θα μπορώ να διαβάζω τις ανάγκες σου. Εκεί που οι μυρωδιές της γειτονιάς τούτης θα με τραβήξουν πάνω στον αφρό του παρόντος μου. Εκεί όπου και τα αποψινά μπλεγμένα όνειρά μου και τούτο το βράδυ θα με βγάλουν στο πρωί μου όπου ο γέρο-Βάρναλης θα μου σιγοψιθυρίζει τη δικιά του αλήθεια … «θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν…». Εσύ μπορείς;


Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

Όλα είναι δρόμος...


 

-«Πάμε;»

-«Που να πάμε;»

-«Έξω να σεργιανίσουμε σε στενά, σε δρόμους που δεν έχουμε περπατήσει».

-«Πάμε», ίδιο ρήμα η απάντηση με την ορφάνια πλέον του ερωτηματικού. Μια κατάφαση ανερμήνευτη που παρέα βρήκαν δύο σύννεφα καθώς σήκωσα ψηλά το βλέμμα μου στον ουρανό. Σαν τα δύο φρύδια του Γενάρη, που συντρόφευαν την σημερινή μου εξόρμηση. Φτάνω, κοντοζυγώνω σε μια παρέα εφήβων που βρήκαν το στέκι τους στα σκαλιά του δημαρχείου. Κοιτώ τα βλέμματά τους. Και προσπαθώ να καταγράψω τα πάντα. Το φόβο τους, το θυμό τους, τα γέλια τους, την προσπάθειά τους, τη δημιουργία. Μια παρέα όμορφων, ατίθασων ψυχών που στα μάτια τους αποθηκεύονται οι εικόνες του μέλλοντος. Καθημερινά είναι τόσα πολλά τα γεγονότα που συμβαίνουν, τόσες πολλές οι πληροφορίες που μας βομβαρδίζουν , που στο τέλος όλα καταλήγουν ακατέργαστα, αμετουσίωτα, ακατανόητα στην ουσία τους και εσύ νοιώθεις χαμένος στη μετάφραση. Θραύσματα νοημάτων που δεν οδηγούν σε μια βαθύτερη κατανόηση για το τι μας συμβαίνει στα αλήθεια. Και οι μέρες περνούν γεμισμένες με καταιγιστικό ρυθμό από συμβάντα που το μόνο που κάνουν είναι να τις γεμίζουν με τρύπες ισοπεδώνοντας τες, αποχρωματίζοντας τες, μέχρι όλες οι μέρες να γίνουν πολτός μέσα στο κεφάλι σου και να νοιώθεις ήδη κουρασμένος ή πτοημένος.

- «Πιάσε μου το χέρι» μου λες.

Το αναζήτησα, σε αναζήτησα λες και το χέρι μου βρήκε το πόμολο εκείνης της πόρτας με το οποίο την άνοιξα και μπροστά μου πλέον φανερώθηκε ένας άλλος κόσμος. Λες και έγινε μετάγγιση ψυχής από την ψυχή σου.

-«Έλα από δω. Μη σε νοιάζει που θα φτάσουμε. Όλα είναι δρόμος».

Και ξάφνου οι αισθήσεις μου κέρδισαν το προνόμιο της ύπαρξής τους. Μύριζα φαγητό από τα παράθυρα των σπιτιών. Άκουγα χάχανα από παρέες παιδιών. Ακούμπαγα τα φύλλα των δέντρων. Λες και μια παράδοξη ευχαρίστηση με έκανε να βυθιστώ σε έναν άλλο κόσμο που μπορούσα να γίνω, να φαίνομαι αόρατος στα βλέμματα των γύρω μου. Μέσα μου φωλιάζουν απαντήσεις σε όλα αυτά τα φαινόμενα που μας συμβαίνουν μήνες τώρα που δεν είναι μονολεκτικές. Έχουν χρώματα για τις ασπρόμαυρες ζωές μας. Και εσύ με ρωτάς με έναν τρόπο που δεν περιμένεις άμεσα μια απάντηση. «Πώς είναι η ζωή, οι ιστορίες των ανθρώπων πλέον, οι μικρές αλήθειες και τα ψέματα που τους ορίζουν άραγε;»

Και εγώ μόνο σε κοιτώ. Σε κοιτώ με τα φρύδια του ουρανού που σμίξανε και έγιναν ταξιδιάρικα πουλιά. Σε κοιτώ ως μια ήττα που αναδύεται σε αναγεννητική ορμή που πέφτει πάνω σε ερωτηματικά… και τα τροχίζει σε απαντήσεις.

-«Εάν αυτός ο ιός έχει ένα μήνυμα να δώσει ποιο θα ήταν αυτό;» με ρωτάς.

-«Να μάθουμε να γελάμε με τα μάτια», σου απαντώ. «Αφού τα χαμόγελά μας γίνανε αποσιωπητικά πίσω από μια μάσκα». Ναι, αυτό είναι να γελάμε με τα μάτια. Να μη γίνουμε αμετακίνητοι φύλακες κάποιων σκέψεων, ενός νοήματος, ενός φόβου, μιας στοργής, που απλά θα ατενίζει τον ορίζοντα, αλλά να γίνουμε εμείς οι ίδιοι ορίζοντας. Να γίνουμε μέρα μέσα μας. Όχι, σκοτάδι.  Μέρα που να αντιστέκεται σε οποιοδήποτε τεχνητό φως θελήσουν να μας επιβάλλουν. Όλα είναι δρόμος… όλα. Γίνε λοιπόν, μια επιθυμία που δεν θέλει περισσότερα από ό,τι χρειάζεται. Ειδάλλως, αν δεν κοιτάς το δρόμο που πρέπει να πας, θα πας απλά εκεί που κοιτάς. Και αν σου επιβάλλουν τη σιωπή, κάνε τη σιωπή σου πυξίδα και άσε  σε τούτο το Γενάρη σου να γίνεις αθόρυβο χιόνι και να τους λευκάνεις όλους. Κοίτα στο δρόμο σου να μπορείς να ξεγλιστράς από την ουρά μιας ανάγκης που σου δημιουργούν σκοπίμως και άσε την ελπίδα σου να γίνει το όριό σου. Μια ελπίδα που υπάρχει στο εσωτερικό τοπίο του καθενός μας. Ως μια γεωγραφία ψυχής που περνάς ολάκερη τη ζωή σου αναζητώντας τα σύνορά της. Ο δρόμος σου να είναι οι μέρες που αντιστέκεσαι στους φόβους σου. Ο δρόμος σου να είναι μια αλλαγή από το μηδέν γιατί να θυμάσαι πως κοντά στο μηδέν είναι και το ένα, μια καινούργια αρχή.  Δρόμος είναι να αγαπάς. Μόνον έτσι καταλαβαίνεις. Καταλαβαίνεις τον εαυτό σου. Δρόμος είναι οι στιγμές που ξεπερνάς τις δυσκολίες σου. Δρόμος είναι να ζεις και να πεθάνεις ως μια ζωντανή δύναμη ύπαρξης που αποκαλύπτει την ομορφιά παντού. Εκεί με έβγαλε σήμερα ο σημερινός μου δρόμος. Μπροστά σε μια σκουριασμένη μπασκέτα που περιμένει από εμένα- σαν από τα παιδικά μου χρόνια- να ευστοχήσω στον χρόνο μου αγαπώντας τα ασήμαντα και τα αδύνατα της κάθε μέρας μου. Έχει υπομονή και πίστη στον δρόμο σου, γιατί αργά ή γρήγορα θα συναντήσεις αυτό για το οποίο είσαι έτοιμος να παλέψεις. Δρόμος είναι εκείνο το ταξίδι στους μέσα τόπους σου μακριά από σκονισμένους φόβους, όπου μπορείς να σταυρώσεις τον εγωισμό σου για να αναστηθείς. Γιατί τη ζωή πρέπει να την τιμήσεις για να σου αποκαλυφθεί…

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

...γυμνοί από χρόνο...


 

 Χρόνος όπως λέμε πόνος. Χρόνος όπως λέμε δρόμος. Τούτο το απόγευμα τα δικά μου βήματα του χρόνου βρέθηκαν στο συναπάντημα με την πορεία ενός γυμνοσάλιαγκα, που άφηνε τα ίχνη του εκείνα στο διάβα του που πιστοποιούσαν το πέρασμά του. Για πού πήγαινε; Για κάποιο προορισμό που το τέλος του ήταν η εμπειρία αυτής της διαδρομής; Εμείς αφήνουμε άραγε στο πέρασμά μας, στο χρόνο, τα ίχνη που δηλώνουν την αμετάκλητη ζωή μας; Αφήνουμε στο διάβα μας, τα αποτυπώματα των συμπιεσμένων ζώων μας; Ερωτήσεις που απαντώνται με τη μέρα, με την ώρα, με την εμπειρία του καθενός μας.

              Τούτο το απόγευμα σκέφτομαι τον κόσμο με τις εικόνες του, καθώς οι απαντήσεις μού μένουν σαν πύον σπυριού ερωτήματος που δεν λέει να σπάσει. Ψάχνω να βρω  ένα «α», ένα «γα» και ένα «πω» ώστε να μυρίσουν ως λιβάνι σε κάποιο ρουθούνι, να αγγίξουν ένα χέρι, να απαγκιάσουν σε ένα βλέμμα μπας και γεμίσουν τα κενά των φόβων μας. Εδώ είμαι! Δεν με αναγνωρίζετε; Ίσως να φταίει και η μάσκα. Ίσως και όχι. Ίσως έφτασε ο χρόνος εκείνος που εμείς οι άνθρωποι να μην πρέπει να ζητάμε αυτά που δεν μπορούν να μας δώσουν και να μη δίνουμε αυτά που δεν θέλουν. Ένας χρόνος ακόμα πέρασε ακουμπώντας στις πλάτες μας. Πέρασε χωρίς να μας αφήσει άραγε κάτι; Ο καιρός τρέχει, μας διαπερνά το πέρας του και η μόνη μας παρηγοριά, η μόνη μας τροφή καταλήγουν να είναι κάποιες ξαφνικές τυχαίες συναντήσεις. Όπως αυτή με τον γυμνοσάλιαγκα.

              Με κατακλύζουν σκέψεις που μοιάζουν με ξόρκια καθώς νοιώθω εγκλωβισμένος μεταξύ ενός φόβου και μιας δικαιολογίας. Εσύ σε τι ήσουν εγκλωβισμένος στη χρονιά που πέρασε;…. Οι μέρες για τους περισσότερους από εμάς κυλούν σχεδόν πανομοιότυπες, με το βάρος τους όλο και να αυξάνει. Σε αυτή τη πλησμονή του χρόνου προσπαθώ να βρώ τη σάρκα των μηνών που έφυγαν αξόδευτα μάλλον. Αντικρίζω στους γύρω μου χρόνους που ρουφιούνται από ανάγκη, από ρουτίνες, από μόχθους. Σαν αποκαμωμένα μοιράσματα σιωπών. Γιατί δεν έχουν κάτι να πουν. Τούτη την ώρα είναι σαν να μου λείπουν οι λέξεις και μου μένουν μόνο οι ερεθισμοί. Και ξέρεις τι λαχταρώ; Να μυριστούμε σαν τα σκυλιά. Μπας και οι ξεχειλωμένες μας ώρες γεμίσουν παιχνίδι και αναζήτηση. Χάδι και ηδονή.

         Πιάνω τον εαυτό μου να σερφάρει σε έγνοιες και άγχη όμως. Πιάνω τον εαυτό μου να πληκτρολογεί τη λέξη χρόνος. Μα η ψυχή μου, φανερώνει τον χρόνο εκείνο που είναι σαν ένα άλμα χωρίς δίχτυ. Μια βουτιά λυτρωτική στο παρόν. Μα εμείς κυλάμε τις ζωές μας μέσα σε ελλείψεις και αναβολές. Το σώμα μου θυμάται τη σοφία των πληγών μου. Τη σοφία των ουλών μου.  Τα κύτταρα της μνήμης μου γιορτάζουν τη παρουσία μου μπας και οι νυσταγμένες ώρες της σιωπής μου ξυπνήσουν και αφήσουν τον κρότο που τους αναλογεί.

              Οι απαντήσεις που δεν δίνουμε γεννούν τις ερωτήσεις που φοβόμαστε να σκεφτούμε. Πόσος χρόνος σου λείπει; Πόσο στριμώχνεσαι καθημερινά σε καταστάσεις που δεν διάλεξες, δεν θέλησες, αλλά  αφέθηκες; Κυνηγημένος από τον υπόδουλο εαυτό σου νοιώθεις, πιστεύεις πως ο χρόνος σου είναι λιγοστός. Και όλο παραπονιέσαι. Παραπονιέσαι πόσο συμπίεση, πόσο ταχύτητα να αντέξει η ζωή σου. Η απάντηση είναι απλή. Χρόνος έχεις γιατί αντέχεις. Αρκεί να μη κοιμίζεις τη ζωή σου σε όνειρα ανονείρευτα. Θυμήσου ένα όνειρο σου που είχες από παιδί και μπούκωσέ το με δημιουργικά διάκενα, με χώρους που μπορείς να χαθείς ανέμελα, με άδειους χρόνους όπου εκεί θα μπορείς να χτίσεις τις απαιτούμενες διαφυγές που μεγαλώνοντας έχεις ξεχάσει να δημιουργήσεις και να ψάξεις. Να ξέρεις πως ο χρόνος, ο χρόνος σου είναι εκείνη η στιγμή, η ολόδική σου, που γεννιέται σε μια αιωνιότητα που τα περιέχει όλα. Σε εσένα απομένει στο τελείωμα της ροής σου, να εκβάλλεις άναρχα και δημιουργικά. Να γεννηθείς από αυτή τη χρονική μήτρα με ένα κλάμα γοερό μα λυτρωτικό. Γιατί ειδάλλως ο θάνατος θα βαπτιστεί στην απουσία της ζωής σου. Είναι εκείνη η στιγμή που η αναπνοή σου κόβεται γιατί βιώνεις «αυτό» που πριν από αμέτρητα χρόνια ήταν όλη η ουσία.

             Εάν θέλεις πραγματικά να καταλάβεις τούτες τις αραδιασμένες λέξεις μου πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη. Την ευθύνη που σου αναλογεί. Γιατί το όριο στη ζωή σου πρέπει να είναι η μεγαλύτερη δυνατότητα σου. Μόνον έτσι θα καρπωθείς τον χρόνο σου και δεν θα μείνεις γυμνός από τα τικ τακ των στιγμών του. Γιατί ο χρόνος είναι ένα ρολόι που δεν μπορείς να μετρήσεις τον χρόνο σου σε αυτό. Παρά μόνο άδολα, γενναία και ταπεινά να τον αφήσεις να γίνει το μέλλον του παρελθόντος που κουβαλάς. Ειδάλλως οι ζωές μας θα ζουν  multiple choice.

Καλή χρονιά…

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...