Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

...κύριος των κυμάτων, κύριος των λαθών...


 

     Ο ήλιος έδυσε όπως κάθε φορά σαν μια μελαγχολική υπόσχεση πως αύριο , στην μέρα που θα ανατείλει , να μπορέσω να βρω το όριο της αναπνοής μου για να το εκπνεύσω και μαζί με αυτό να επιβιώσω όχι ως ληγμένη εφηβεία, ούτε ως μια συμπαθητική φιγούρα από στάχτες ενήλικων απογοητεύσεων. Να επιβιώσω ως μια αναγκαία αγωνία αγέραστης ομορφιάς, ως μια ψυχή πιο βαθιά από τις πληγές μου, ως μια φάπα στις ματαιόδοξες βεβαιότητές μου. Τούτες τις μέρες οι σκέψεις μου τρέχουν λαχανιασμένες να απαντήσουν ερωτήσεις σε χρόνους που καίνε. “Το όχι είναι πιο εύκολο από το ναι?”, “Τα θέλουμε όλα γρήγορα και τα δίνουμε όλα γρήγορα?”, “Το ψέμα σου κάνει τα πάντα για να πείσει την αλήθεια σου?”. Όλες αυτές οι ερωτήσεις ζητούν εκδίκηση για μια απάντηση. Και εγώ προσπαθώ να μην λησμονήσω τις αντοχές μου από την εφηβεία μου και τα παιδικά μου χρόνια… εκεί όπου τα λάθη ντύνονταν πόνος, στέρηση και γδύνονταν ως θαύμα. Ως κάτι τέτοιο καταλαβαίνω τη ζωή… τη ζωή μου… τη ζωή σου.

     Οπότε μην προσδοκάς σε μια ζωή ήσυχη που η μνήμη την μπουκώνει πλήξη. Να προσδοκάς σε τραύματα που γίνονται θαύματα. Σε λάθη που οδηγούν τη ζωή σε γεμάτες διαδρομές και τα “αν” της μετουσιώνονται σε  “παραβάν” όπου καλείσαι να γεννήσεις και να απωλέσεις, να επιλέξεις και μετά να αντέξεις… ως τελευταία πράξη πριν πέσει η αυλαία. Και εκεί ως σχοινοβάτης ανύποπτων στιγμών στην κάθε σου μέρα , βρες μια παραμάνα για να καρφώσεις την καρδιά σου πάνω σου. Ίσως αναρωτιέσαι τι με έπιασε και σε ζαλίζω με όλα αυτά. Θα σου πω… τα λάθη. Τα λάθη που εμείς οι ενήλικοι μπορούμε να κάνουμε , ενώ τα παιδιά, τα παιδιά όλου του κόσμου, φοβούνται γιατί θα στάξει επάνω τους η επίπληξη, η τιμωρία, η ενοχή ως αλάτι που πετάμε στις πληγές τους.

     “Ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον” είπε ο Ιησούς μας. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω στον εαυτό του….θα πω εγώ σε όλους εμάς τους ενήλικους. Μάθε λοιπόν ότι τα λάθη, τα λάθη των παιδιών μας είναι χρήσιμα, αφού με αυτά θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον εαυτό τους σε βάθος καθώς μεγαλώνουν. Μάθε ότι πριν ζητήσουμε αποτελέσματα από αυτά πρέπει πρώτα να έχουν μάθει τις πράξεις τους. Ρε φίλε η ψυχή θέλει ελευθερία για να ανασάνει. Το εάν εσύ την έκανες τροτέζα σε κάθε προαγωγό της ζωής που επιδίωξες είναι μόνον δική σου αδυναμία. Μην την κάνεις λοιπόν δύναμη επιβολής σε αθώες ψυχές. Πρέπει να επιτρέπεις στον εαυτό σου να μαθαίνει από το παρελθόν γιατί αυτό θα καθορίσει το δρόμο που θα βαδίσεις.

     Όταν ήσουν μικρός στα λάθη σου η κριτική των ενηλίκων ήταν αμείλικτη. Τι σωστό και τι σφαλερό θα το μάθαινες αργότερα μέσα από τις περιπέτειες του Εγώ σου. Και εσύ έμεινες ανυπεράσπιστος, ανήμπορος σε συνέπειες που είχαν διαλεχτεί για εσένα. Και εγώ ρωτώ. Γιατί δεν βάλαμε τα παιδιά να μάθουν τα λάθη τους να τα βλέπουν ως φωτεινούς κρυστάλλους , όπου μέσα από  όλες αυτές τις παραμορφώσεις έντασης και επιθυμίας να διψάνε όχι για επαναλήψεις και αδιέξοδα, αλλά για τα ψυχικά κύτταρα της εμπειρίας τους, τα οποία θα πολλαπλασιάζονται ως μια πέτρα που θα δρα αποτρεπτικά και θα γεννά μέσα τους το ανείπωτο θαύμα στις ενήλικες ζωές τους?

     Αντί λοιπόν να τα κατηγορούμε προτιμότερο θα ήταν να τους δείξουμε μια διέξοδο. Κάπου είχα διαβάσει μια φράση του Κάφκα που έλεγε “ εάν είναι να τα βάλεις με τον κόσμο , υποστήριξε πρώτα τον κόσμο”. Οπότε όλοι εμείς οι “αλάθητοι” ενήλικοι εάν είναι να τα βάλουμε με τον κόσμο , ας υποστηρίξουμε πρώτα τον εσωτερικό μας κόσμο. Να τον αγαπήσουμε και να τον συγχωρήσουμε. Και αυτό να κάνουμε και στα παιδιά όλου του κόσμου. Μη χρησιμοποιούμε ζυγαριές για συγκρίσεις στις επιτυχίες και στις αποτυχίες τους. Άσε με λοιπόν να σε κοιτάξω κατάματα. Απλά να σε κοιτάξω. Κοίτα και εσύ. Κοίτα γύρω μας . Τι βλέπεις? Μήπως  τους ίσκιους μας που προσπαθούν να πέσουν στα σώματά μας ως μια συνηθισμένη επιστροφή? Μήπως σκιές στους δρόμους της πόλης που τρέχουν πέρα δώθε σε όλα τα σχήματα, σε όλα τα ύψη, σε όλες τις ηλικίες, με όλα τα κουσούρια, με όλα τα λάθη για να δουν λίγο ήλιο να φωτιστούν?

      Ξάπλωσε, ξάπλωσε για λίγο στην σκόνη του χρόνου σου ως δείκτης ρολογιού. Άσε το σώμα σου να γίνει δείκτης ρολογιού και πες μου τι ώρα βλέπεις? Μήπως είναι η ώρα να αφήσουμε το ρολόι μας ξεκούρδιστο μπας και ο δείκτης γυρίσει μονάχα με τους χτύπους της καρδιάς μας? Άσε τον εαυτό σου να είναι λίγο έξω από τα πάντα. Γιατί αυτό το έξω βρίσκεται μέσα σου, βρίσκεται εδώ, βρίσκεται παντού. Όλα βρίσκονται εδώ σαν τη  νύχτα που προσμένει την αυγή να φωτίσει το πιο μαύρο σημείο των ματιών της …της κόρες της. Από εκεί περνά το φως για να δει. Από εκεί περνά το φως για να δει την ομορφιά της μέρας. Άσε τα παιδιά σου λοιπόν να κάνουν τα δικά τους λάθη που επιθυμία και η φαντασία τους τα μεθά. Άσε τα παιδιά σου να θυμώσουν με το σκοτάδι της ενοχής που πας να τους επιβάλεις. Μην τα αναγκάσεις να εκτίσουν ποινή σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία των δικών σου λαθών του παρελθόντος. Τα παιδιά δε θέλουν τις δικτατορικές φωνές μας. Θέλουν χώρο για να τα ακούσουμε. Για αυτό ο Θεός μας έδωσε δυο αυτιά και όχι ένα. Αλλά πολύ περισσότερο θέλουν χώρο για να μιλήσουν. Ό,τι και εάν πουν.

     Η μαγκιά δεν είναι να πιάσεις το κύμα. Δεν μπορείς άλλωστε. Πάρα μονάχα να γίνεις κύριός του, αφήνοντας τον εαυτό σου σε αυτό. Να γίνεις κύριος των λαθών σου και να ταξιδέψεις ως κύμα που τα απομεινάρια των ταξιδιών του θα σου δώσουν τις καλύτερες δια-κοπές της ζωής σου. Αυτό δεν είναι άλλωστε διακοπές? Να διακόπτεις τον εαυτό σου από το σύνηθες, από το επιβεβλημένο, από το ενοχικό για κάτι απρόσμενο, ανερμήνευτο, θελκτικό μα γνήσια λυτρωτικά ζωηφόρο? Όπως  ένα παιδικό λάθος που έχει να μάθει πολλά σε εμάς τους ενήλικες.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Από αγάπη ή από ανάγκη υποχωρείς?


 

«Σε βρίσκω στο χαμόγελο των παιδιών

 σε βρίσκω στη σιγή, στον ουρανό,

 σε βρίσκω σε αυτό το ξεφτισμένο ποίημα

 σε βρίσκω στα τσιγάρα που ανάβω κάθε δείλι

 σε βρίσκω στα δάκρυά μου

 σε βρίσκω στα λάθη μας, στην αμηχανία μας,

 σε βρίσκω σε ένα αναπόφευκτο άγγιγμα.

 

 Άγγιγμα και ξάφνου η μέρα μου

 είχε ζωή και χαμόγελο

 άγγιγμα σαν μια μικρή στιγμή

 όπου ζούσα εκεί όλη τη ζωή μου.

 

 Θα ήθελα να φωνάξω σε αγαπώ

 να τα ακούσει η άνοιξη και να έρθει πιο γρήγορα

 να τα ακούσουν τα άστρα και να γίνουν ήλιος

 να τα ακούσουν τα παιδιά και να ονειρευτούν».

 

                Έσκισε τη σελίδα, την τσαλάκωσε τόσο πολύ, σαν μια αλήθεια που δεν εξαντλείται με μια γραφή, αλλά που πάντα θα υπάρχει κάτι που δεν γίνεται να ειπωθεί. Πήρε τη σκιά της και πήγε να την οδηγήσει στη σκιά του.

-Δώσε μου το χέρι σου.

-Γιατί;

-Φοβάμαι τι θα συμβεί μετά.

-Τι φοβάσαι;

-Φοβάμαι τις λέξεις που γίνονται πλήξη και μας ακολουθούν. Φοβάμαι την αδιαφορία που γίνεται ρούχο και μας ζεσταίνει. Φοβάμαι εμάς.

-Μην υποκρίνεσαι. Ξέρω ότι θες να κλάψεις. Κλάψε.

-Εσύ θες να κλάψω;

-Δεν σε καταλαβαίνω. Θέλω μόνο να μη μαλώνουμε. Θέλω να αγαπηθούμε ξανά.

-Δηλαδή δεν θες να πενθήσουμε τις απώλειές μας; Πρέπει να ξεχάσω πως νιώθω;

-Θέλω μια «κανονική» ζωή, απλά μόνο αυτό.

-Τι εννοείς «κανονική»;

                Έκλεισε τα μάτια της για λίγο. Όπως τότε που ήταν μικρή. Τότε που φαντάζονταν πως έτσι θα έπαυαν να υπάρχουν γύρω της αυτά που την πόναγαν, αυτά που δεν ήταν. Η ζωή της τον τελευταίο καιρό ήταν μια πιπίλα από κουλές νίκες και γενναίες ήττες.  Μήπως ο έρωτας της αυτός ήταν μια απόσβεση με μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος; Δεν ήθελε να γίνει και αυτή μια δούλα των επιστροφών της. Ήθελε να ζήσει όσο πιο ά-τιμα γίνεται. Να μην ορίζει καμία «τιμή» καμιά της πράξη. Θέλησε να κλείσει τη θάλασσα των φόβων της σε ένα μπουκάλι. Μα και τα κοχύλια των μυστικών της. Αλλά τα λάθη ούτε μαζεύονται, ούτε σβήνονται. Ένιωθε πως της έμεινε μόνο να μετρά πλέον τις απώλειές της. Μάζεψε τον εαυτό της σαν μια άδεια κούπα καφέ, την τοποθέτησε στο δίσκο της ζωής μαζί με την δικιά του… άδειες μα τακτοποιημένες.

-Πες μου.

-Τι θέλεις να σου πω;

-Τι νιώθεις;

-Σε τι αναφέρεσαι;

-Δεν νιώθεις τίποτε;

-Εννοείς να σου πω σε «αγαπώ»…

-Όχι, όχι άστο μην πεις τίποτα…

 

           Πλέον μέσα της γνώριζε πως ο έρωτας αυτός είναι μια αδικία που έχει το δίκιο της. Ένας άσαρκος φόνος. Μα η ζωή κρίνεται από το τέλος τής κάθε αρχής. Δεν χωρά καμία ορθογραφία παρά μονάχα τις αλήθειες των λέξεών τους.  Θέλησε να την ήξερε ως επιθυμία. Θέλησε να τον κρύψει μέσα στην ταπείνωσή της για να μπορέσει να τον αγαπήσει. Γύρω της έβλεπε εικόνες που είχαν χάσει παντελώς την ειλικρίνειά τους. Άρα τόσο καιρό ζούσε μέσα σε ένα ψέμα;  Ένας άνεμος διέλυσε προσωρινά τους ίσκιους τους και έφερε άμμο στα στόματά τους, στα δόντια τους. Λίγο από τη σκόνη του χρόνου τους. Πλάι πλάι τα κορμιά τους σεργιάνιζαν πάνω στην άμμο, πάνω σε αυτή τη σιωπηλή παραλία. Γύρισε προς το πλευρό της, της έπιασε το χέρι της…

-Δεν φταίει κανένας μας. Είναι ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Αυτό είμαστε τώρα. Αυτό γνωρίζουμε μόνο.

          Τον άκουγε ανήμπορη να συγκρατήσει τη σιωπή της. Τον βουβό πόνο της. Είδε τα πόδια τους που ήταν στην ακροθαλασσιά και βρέχονταν από το κύμα. Τα δικά της γυμνά. Τα δικά του όχι. Έτοιμα για να πάνε  κάπου αλλού. Αυτή ήταν και η διαφορά τους. Αυτή ήταν και η αλήθεια που τους ένωνε τώρα. Και αν όντως δεν τον γνώρισε ποτέ της πραγματικά; Τώρα όλα γύρω της ήταν θολά. Όλα μέσα της μπερδεμένα.

-Κρυώνω. Κράτα με στην αγκαλιά σου.

-Έλα εδώ…

         Ο ήλιος έγειρε στη θάλασσα για να ξεκουραστεί και αυτός. Οι σκιές τους εκεί που ήταν πλάι πλάι άρχισαν να έρχονται αντιμέτωπες με τα συμφέροντά τους και χώριζαν αργά αργά. Ήθελε να ρωτήσει τόσο πολύ τη σκιά της αν κρύβει κάποιο συμφέρον, για ποιο λόγο να την ακολουθήσει. Μα ήταν πλέον αργά. Είχε χαθεί. Τώρα έπρεπε να αφήσει τη ζωή που είχε σχεδιάσει, ώστε να ζήσει αυτή που την περίμενε. Έκλεισε για λίγο τα μάτια ξανά. Όσο διαρκεί η αιωνιότητα μιας στιγμής. Βρέθηκε σε μια ομίχλη απόλυτης απορρόφησης. Νύχτα παντού. Θέλησε να αναμετρήσει το βλέμμα της με τη σιωπή του φεγγαριού. Θέλησε να βρεθεί στις ομορφότερες συναντήσεις των άστρων. Αυτές που δεν γίνονται ποτέ και να δει τα δικά τους αστέρια εκεί, να φωτίζουν τις ζωές τους. Θέλησε να γεμίσει τη ζωή της από ένα κουρνιαχτό αγγιγμάτων που κάνουν συμπαντικό θόρυβο. Θέλησε…μα δεν κατάλαβε ότι δεν μπορεί κανείς να κοιτά τα αστέρια. Το άπειρο. Το ανέγγιχτο. Τα  αστέρια κοιτούν εσένα. Το σημείο φυγής είσαι εσύ…

Όταν τον έρωτα βάλεις σε ζυγαριά

Τα ψέματα θα είναι πιο βαριά

Και στης ζωής το χωνευτήρι

Μη ζητάς άλλο χατίρι.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Οι πυγολαμπίδες του "κάποτε"....


 

       Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μεγάλη και μακρινή, κρύα, άχρωμη και μουντή, κυκλοφορούσαν κάτι περίεργα όντα. Ήταν όλες οι αρνήσεις του κόσμου μας. Αυτή η χώρα φίλοι μου, λέγονταν η χώρα του «ποτέ». Σε αυτή τη χώρα που λέτε πριν πέσουν όλα τα όντα για ύπνο, στην ονειροφαντασία τους, γεννήθηκε ένα μικρό, χαριτωμένο και ατίθασο «κάποτε». Αυτό το μικρό «κάποτε» έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο χωρίς να ξέρει προς τα που να κατευθυνθεί.  Σε αυτό το σταυροδρόμι των ονείρων ποιο δρόμο να ακολουθήσει; Ξάφνου κάτι φωτεινές πυγολαμπίδες πετούσαν από πάνω του. Ήταν οι πυγολαμπίδες του «τώρα». Οπότε και το μικρό μας «κάποτε» σκέφτηκε πως πρέπει να τις ακολουθήσει για να βρει το δρόμο του. Για να βρει το σώμα που θα ήθελε να μπει μέσα.

            Κάπως έτσι λοιπόν έφτασε μετά από λίγο μέσα σε ένα αναπόφευκτο ξέφωτο. Εκεί ήρθε αντίκρυ με κάτι λέξεις που είχαν στην πλάτη τους καμπούρα, σαν να ήταν φορτωμένες με κάτι παράξενες προθέσεις που τις βάραιναν, τις μπέρδευαν και τις έκαναν δυστυχισμένες. Είδε τη μίμηση να κουβαλά ένα «από» και να γίνεται απομίμηση. Είδε τη λέξη φόρα φορτωμένη με ένα «κατά» και γινόταν κατηφόρα. Πλησίασε τη λέξη ιερός που πάνω της κόλλησε η λέξη «αν» και έγινε ανίερος. Προσπάθησε να χαμογελάσει στη λέξη χάρη, μόνο που αυτή λυπόταν που κουβάλαγε ένα «α» και γινόταν η λέξη άχαρη.

          Το μικρό μας «κάποτε» κόντεψε συναισθηματικά να λιποθυμήσει, μα ευτυχώς η καρδιά του βαστούσε ακόμα και προχώρησε ακόμα πιο αποφασισμένο το δρόμο του με τις πυγολαμπίδες να τον ιχνηλατούν μπροστά. Δεν άργησε και σε λίγο βρέθηκε στα ερείπια ενός θερινού σινεμά, που ανέγραφε μπροστά τη λέξη ΠΡΟΣΕΧΩΣ. Στην αρχή  δίστασε μα τελικά αποφάσισε να μπει μέσα. Εκεί σε μια ξεχασμένη προβολή ταινίας είδε να πέφτουν οι τίτλοι τέλους με λέξεις που αλλοιώνονταν. Η λέξη «πάθος» έπεφτε σαν λέξη «λάθος». Το «ονειρεύομαι» κατρακυλούσε σαν «ρεύομαι». Οι «ψυχές» κουτρουβαλούσαν σε «σιωπές. Τα «σχήματα» χόντραιναν σε «προσχήματα». Ακόμα και το «ίσως» μεταλλάσσονταν σε «μίσος». Το «ταξίδι» δάγκωνε και γίνονταν «φίδι». Μα και το «παιχνίδι» έσπαγε σε «σανίδι». Τρομαγμένο το μικρό μας «κάποτε» βγήκε έξω με την πιο μεγάλη του ανάσα. «Αυτό δεν πρέπει να συνεχιστεί. Κάτι πρέπει να αλλάξει», σκέφτηκε και συνέχισε το μονοπάτι του πολύ προβληματισμένο. Όσο πιο γρήγορα ήθελε να περιγράψει αυτό το απερίγραπτο που συναντούσε, τόσο πιο γρήγορα ξέμενε από λέξεις και αυτό γιατί καμία λέξη σε αυτή τη μεγάλη, μακρινή, κρύα, άχρωμη και μουντή χώρα δεν ήθελε να επωμιστεί τον ορισμό  που της δόθηκε όταν γεννήθηκε. Ήθελε η μια να μπαίνει στο καβούκι της άλλης και έτσι να μπερδεύονται και οι άνθρωποι που τις ξεστομίζουν.

             Και κάπου εκεί στη στροφή του δρόμου το «κάποτε» πλησίασε σε μια γέφυρα, παλιά ,ξύλινη και σε πολλά μέρη της σάπια. Κουνιόταν αρκετά επικίνδυνα με την παραμικρή ριπή από τα ροχαλητά των αρνήσεων που κοιμόντουσαν. Έπρεπε κάτι να κάνει οπωσδήποτε πριν προλάβουν να ξυπνήσουν, ειδάλλως και το ίδιο θα καταντούσε μια χαμένη λέξη και από ένα ατίθασο και υποσχετικό «κάποτε» θα γινόταν ένα λειψό «ποτέ». Ακριβώς τη στιγμή εκείνη οι αγαπημένες τους πυγολαμπίδες ενώθηκαν, γίναν ένα και αδιαίρετο φως και φώτισαν την καρδιά του. «Αυτό είναι πως δεν το είχα σκεφτεί!» αναφώνησε το μικρό «κάποτε». «Η αγάπη είναι η λύση. Μόνο η αγάπη πυρακτώνει τις αρνήσεις των λέξεων, τις αγγίζει και τις συγχωρεί». Ευθύς αμέσως βάλθηκε να ενώνει τις λέξεις σε ζευγάρια ώστε να δημιουργείται αυτή η ισορροπία, όπου θα έκανε τη γέφυρα σταθερή για τα επόμενα βήματά του. Έτσι κοντά στο «που» κόλλησε το «εδώ». Στο «μακριά» το «κοντά». Στο «κάτω» το «πάνω». Το «πουθενά» το έδεσε με το «παντού». Το «χαμηλά» το ανέβασε με το «ψηλά». Το «πίσω» το γύρισε και του έβαλε τη λέξη «μπροστά». Στο «πότε;» απάντησε με ένα  « τώρα». Στο «χθες» το ξημέρωσε με ένα «σήμερα» και ένα «αύριο». Το «τέλος» το έκανε ένα ελπιδοφόρο «επιτέλους». Στο «σπάνια» το επισκέφτηκε με το « συχνά». Στο απρόθυμο «πως;» απάντησε με χαμόγελο « έτσι». Στο αρνητικό «καθόλου» το φλέρταρε με το «οπωσδήποτε». Και στο φτωχό «μόνο» το έντυσε με το «μαζί». Το «λίγο» έφαγε, χόρτασε και έγινε « πολύ». Το « πόσο» κούρεψε το «π» του και έγινε «τόσο». Μετά τα επιρρήματα θέλησε με τις προθέσεις να ανακατέψει λέξεις που θα ξάφνιαζαν και θα άλλαζαν τα νοήματα στις προθέσεις των ανθρώπων. Κουβάλησε ένα « προς», το έβγαλε από τη λέξη «προσβάλλω» και το κόλλησε στη λέξη «φέρω» και βγήκε το «προσφέρω». Το «αντί»  από τη λέξη «αντίρρηση», το τοποθέτησε στη λέξη «δώρο» και βγήκε το «αντίδωρο». Το «εν» από την «ένταση» το έσπρωξε μπροστά στο ρήμα «υπάρχω» και βγήκε το «ενυπάρχω». Κάπως έτσι λοιπόν και χωρίς να το καταλάβει το μικρό μας και χαριτωμένο «κάποτε» γύμνασε όλους τους μυς του νοήματός του, ψήλωσε, σήκωσε το ανάστημά του και με περίσσεια αυτοπεποίθηση βάδιζε στη σταθερή πλέον γέφυρα. Στο τελείωμα αυτής οι φίλες του οι πυγολαμπίδες τον αποχαιρέτησαν καθώς πλέον το μικρό «κάποτε» μετατράπηκε σε ένα θαρραλέο και αποφασισμένο «πάντοτε». Γύρισαν πίσω λοιπόν εκεί στις καρδιές των ανθρώπων για να βοηθήσουν και άλλες λέξεις να αποβάλουν τις αρνήσεις από πάνω τους και να μετουσιωθούν σε χαρμόσυνα νοήματα.

             Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μεγάλη, μακρινή, κρύα, άχρωμη και μουντή η δική μου λέξη ανέβηκε στη σοφίτα της για να φωτιστεί από το άστρο εκείνο που ποτέ δεν θα πέσει, γιατί θα γίνει η μιλιά της Ιστορίας και δεν θα καταλήξει πυροτέχνημα που δεν πρόλαβε, αλλά θα γίνει πυξίδα σε ένα απρόσμενο ξέφωτο γεμάτο από όνειρα, χαμόγελα και πείσματα παιδιών.

 

 

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

...προσκυνητές των δρόμων μας...


 

Τρέχει ο θυμός στην πόλη

να την γκρεμίσει όλη

ΤΡΕΧΩ

για να βγω στο εδώ και τώρα

στου παιδιού την αβίαστη ώρα.

 

Δεν πρέπει να επιλέξω

τον εαυτό μου άλλο να αντέξω

ΘΕΛΩ

μονομιάς να φύγω

στου ονείρου το λίγο.

 

Στο σχεδόν βέβαιο

στης ζωής το γκρίζο φως

ΘΥΜΑΜΑΙ

φορώ σκλαβιάς περιδέραιο

και αναρωτιέμαι το πώς.

 

Μένω ώρες-ώρες έτσι

σαν να μη θέλω τίποτα

ΚΛΑΙΩ

γεννώ στου χρόνου το κοτέτσι

συναισθήματα ανείπωτα.

 

Μισές λέξεις μπουκώθηκα

η αλήθεια δεν τελειώνει

ΜΕΝΩ

στη φόδρα της ψυχής σώθηκα

ως τελευταίο πιόνι.

 

 Στο δικό μου πεπρωμένο

εγώ θα περιμένω

ΠΕΙΝΩ

στης ψυχής τα κρόσσια

στου χρόνου τα συμπόσια.

 

Καφέ πρωί, δουλειά μετά

μέσα σε πρέπει βαρετά

ΑΝΤΕΧΩ

στης καρδιάς τους βαλτοτόπους

σε αγωνίες, σε ανθρώπους.

 

Κλαίνε οι κραυγές

πριν μείνουν μοναχές

ΠΟΝΩ

τις δυσκολίες όλες

της ελπίδας τις φόλες.

 

Σε κρυφές μας στιγμές

στων ματιών μας τις γραμμές

ΜΑΤΩΝΩ

ξαφνικά φοβάμαι

και με θυμάμαι.

 

Στη δίψα των χειλιών

στις όχθες της νύχτας

ΑΓΑΠΩ

μια νέας πίκρας

μένω και περιμένω.

 

Αμόλυντες  στον ενεστώτα που μένουν οι καρδιές μας…

δραπετεύουν έξω ως προσκυνητές των δρόμων μας…

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...