Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Αγάπησες ποτέ τα σκουπίδια σου?


Τέλος Ιούλη.
          Η ζεστή ραστώνη σε οδηγεί να αναζητήσεις τρόπους διαφυγής. Δροσερούς. Ανοιχτόμυαλους. Εγκάρδιους. Αναπάντεχους. Παιδικούς. Αγναντεύω μπροστά μου την αιώνια θάλασσα και παρατηρώ την ακούραστη, αγόγγυστη προσπάθεια των κυμάτων να αγκαλιάσουν βότσαλα και κοχύλια. Να παίξουν μαζί τους ξανά και ξανά. Όπως ακριβώς και η ακόρεστη δίψα για παιχνίδι και φαντασία δύο μικρών φίλων, που έπαιζαν ξέγνοιαστα λίγο παρακεί, υπό την επίβλεψη των γονιών τους, στο διπλανό τραπέζι από εκεί που ήμουν εγώ.... Έφερα το τσιγάρο μου στο στόμα και ρούφηξα βαθιά λες και ήθελα η καύτρα του να μείνει για πάντα αναμμένη, σαν ένα φωτεινό εκκρεμές που ήθελα να με υπνωτίσει. Μέσα από τη θολούρα του καπνού, προσπαθώ να απαγκιάσω κάπου το βλέμμα μου. Σε ένα γνώριμο σημείο, σε μια βεβαιότητα επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Εκεί όπου εμείς οι μεγάλοι καταστρώνουμε τα θέλω σε πρέπει και τον χρόνο μας σε excel πίνακες προγραμματισμού. Δεν με βρίσκω όμως κάπου. Οι παλάμες μου τρίβουν τα μάτια μου για να κατανοήσω αυτό που βλέπω. «Θεέ μου μεγαλοδύναμε!». Το βλέμμα μου γυρίζει όσο και οι μοίρες ενός μοιρογνωμονίου. Μόνο που αυτές οι μοίρες έκαναν την πραγματικότητά μου αναπάντεχα ελκυστική. Ξάφνου ότι και αν έβλεπα δίπλα μου, φορούσε το πέπλο της παιδικής νοσταλγίας.
                Έβλεπα όλους εμάς τους μεγάλους να φοράμε τα παιδικά μας πολύχρωμα ρούχα. Κοντά σορτσάκια και πέδιλα με αυτοκόλλητο για εμάς τα αγοράκια. Με λουλουδάτα φορεματάκια τα κοριτσάκια και με νάζι μοιραίων θηλυκών. Με αυτό καταστρατηγούσαν τις επιθυμίες μας, τις κινήσεις μας. Και να σου πω κάτι; Δεν μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Νόμος αιώνιος. Παραδίπλα είδα δύο μεσήλικες άντρες που ξεκινούσαν διαγωνισμό για το ποιος θα φάει πιο γρήγορα μια φέτα καρπουζιού. Ανελέητα γέλια με φάτσες πασαλειμμένες με το ροζ του καρπουζιού και με τα κουκούτσια σε ρόλο γραμματόσημου πάνω στα μεγάλα μάγουλα τους. Παρακεί ένας άλλος μεσήλικας πιτσιρικάς είχε πάρει το νεροπίστολο του και μαζί με τον συνομήλικο φίλο του- που πριν λίγο έπαιζαν το τάβλι τους-στόχευαν ο ένας τον άλλον στα ανοιχτά στόματά τους με νερό μέχρι ο πρώτος να πει τη μαγική φράση «παραδίνομαι, κέρδισες!». Παραδώθε ένας επίμονος ηλικιωμένος κύριος έπαιζε τον επίμονο ανασκαφέα. Με τα γέρικα πόδια έχωνε τα παπούτσια του μέσα στην άμμο λες και ήταν μικρές μπουλντόζες που μόλις χθες του είχε αγοράσει ο μπαμπάς του από το πανηγύρι. Σκόνιζε τα παπούτσια του και μετά με το ακροδάχτυλό του έγραφε επάνω τους λέξεις, ονόματα, θαυμαστικά. Ίσως τούτη τη φορά να έγραφε από το σεντούκι των αναμνήσεων του μικρούς πολύτιμους θησαυρούς για να τους βλέπει πιο συχνά και πιο εύκολα. Να μην γίνουν αναποτελείωτοι καημοί. Πιο εκεί είδα να φλερτάρουν δύο έφηβοι. Είχαν βάλει στο κεφάλι τους κάτι άδειες κούτες που είχαν πάρει από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ο νεαρός είχε μια κούτα από τυρογαριδάκια και η δεσποινίς μια κούτα από μπισκότα. Είχαν δημιουργήσει και τρύπες στο ύψος των ματιών τους και του στόματός τους και υποδυόντουσαν περίτρανους ρόλους. Λέγαν και λέγαν λόγια ανήκουστης ομορφιάς και γλύκας. Ρωτούσαν και ρωτούσαν με λέξεις φανερής αμηχανίας. Γέλαγαν και γέλαγαν με κομπλιμέντα καρδιακού εφηβικού ηφαιστείου που ετοιμάζεται να εκραγεί. Λες και αυτή η κούτα ήταν το καταφύγιο τους, μέσα στο οποίο αισθανόντουσαν ελεύθερα, ερωτοτροπούσαν χωρίς ενοχές, σκεφτόντουσαν χωρίς τύψεις. Λες και αυτές οι κούτες με το που τις έβαζαν στο κεφαλάκι τους, τους προφύλασσε από εντεταλμένους φόβους, από ντοπαρισμένες ντροπές, από ηλικιωμένους καθωσπρεπισμούς. Αυτές οι άδειες, άχρηστες κούτες που πλέον θα πήγαιναν στα σκουπίδια γίνηκαν το καταφύγιό τους.
                Για πες μου, αγάπησες πότε εσύ τα σκουπίδια σου; Όλα αυτά που ήθελες και δεν έκανες; Όλες τις εφηβικές σου ανταρσίες που τις κατέπνιξες με δήθεν απορρίμματα βαθμολόγησης; Και ξοδεύτηκες σε άψυχους εναγκαλισμούς. Σκέφτομαι πως για να υπάρχουν απορρίμματα στις ζωές μας πάει να πει πως ο καθένας μας  έχει την ικανότητα να απορρίψει. Μήπως τελικά απορρίψαμε τις ζωές μας; Αυτές που όταν ήμασταν μικροί ακόμα, ένα απλό άψυχο αντικείμενο, μια άδεια κούτα, ένα μελλοντικό σκουπίδι, το κάναμε πύργο των θέλω μας; Έλα βάλε και εσύ την κούτα σου πάνω από την δικιά μου και ανέβα πάνω. Γέμισέ την όμως πριν με ονείρατα και πειράγματα. Με γέλια και παιχνίδια. Με σκουντήγματα και τρεξίματα. Με κρυφτό και κυνηγητό… Ειδάλλως, δεν θα μπορούμε να σταθούμε πάνω τους. Πρέπει να είναι γεμάτες. Μας και μπορέσουμε να δούμε πίσω από τον τοίχο που εμείς οι ίδιοι έχουμε χτίσει ως μεγάλοι.
                Πότε σταματήσαμε να έχουμε ανάγκη να διανυκτερεύσουμε σε ένα βλέμμα; Πότε σταματήσαμε να απολαμβάνουμε; Πότε σταματήσαμε να ρωτάμε ο ένας για τη ζωή του άλλου; Ξέρεις κάτι; Πρέπει να γυρίσουμε εκεί που δεν μπορούμε να γυρίσουμε. Εκεί που με μια κρούστα ζάχαρης στα χείλη μας φιλούσαμε τα πρόσωπα ο ένας του άλλου και κάθε φόβος, κάθε δειλία γίνονταν το «μαλλί της  γριάς» και πέφταμε με λαχτάρα πάνω του. Ο παρανομαστής των ζωών μας, έμεινε κενός. Ο αριθμητής μας, γέμισε με υλικές ανάγκες, με αρώματα καταναλωτικής ευμάρειας, με τρόπους που προγραμματίζουν απλά τις ζωές μας. Και αυτό γιατί δεν υπήρξε χρόνος να αγαπήσουμε είτε τη γνώση, είτε τα τοπία, είτε τα πρόσωπα, είτε τα λόγια μας. Εκείνα που λέγαμε ως παιδιά, ως έφηβοι. Άκου με λίγο. Έστω για λίγο. Πάρε στα χέρια σου μια αχυρένια σκούπα και μάζεψε ή μάλλον ξαναμάζεψε τα ψίχουλά σου, τα σκουπίδια σου. Μπας και βρεις τις αλήθειες που είχες πετάξει.
               

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Ύψωσε τις λέξεις σου και όχι τη φωνή σου...


    Καταμεσής  καλοκαιριού.
   Μα καταλυτική σιωπή εδώ και ώρα ξεραίνει τον ουρανίσκο μου. Αναζητώ ανέμελες παιδικές γεύσεις για να την αιφνιδιάσω. Αναζητώ μια βιωματική έκπληξη που η πηγή της αναβλύζει, από τα χρόνια εκείνα που περίμενες τη γιαγιά και τον παππού στο χωριό να ανοίξουν το καταφύγιο στοργής τους και να σε καλωσορίσουν πάλι στα παραμύθια τους.  Εκεί που ήσουν πάντα ο πρωταγωνιστής τους. Και είχες όλα όσα ζητούσες… χρόνο, παιχνίδι, αγάπη. Τραβώ την άγκυρα των αναμνήσεων μου αυτών και ετοιμάζω πιάτο ανυπέρβλητου συνδυασμού. Καρπούζι με φέτα. Ξέρεις η ευτυχία ποτέ δεν σου ζητά πολλά. Μόνο λαχτάρα και φαντασία. Με την πρώτη μπουκιά αρχίζει το ταξίδι μου στον χωροχρόνο. Και μαζί με αυτό ένα διαυγές μουρμουρητό μού γαργαλά το αυτί για απαντήσεις: ποίοι είμαστε, ποίοι νομίζουμε ότι είμαστε, τι ξεχάσαμε, τι χάσαμε τι αφήσαμε πίσω, τι μπορούμε να γίνουμε…
   Δυστυχώς το μόνο που χάνεται είναι η κατανόηση. Αυτό που αναζητούσαμε και εμείς ως παιδιά. Και σχεδόν πάντοτε, μια γιαγιά, ένας παππούς αποτελούσαν το φάρο για εμάς. Αλλά μεγαλώνοντας το ξεχάσαμε και ξεχάσαμε  πως και τα τωρινά παιδιά αυτό χρειάζονται. Για αυτό σου λέω μη σκας χαμόγελα στα παιδιά, που ακαριαία πικρίζουν. Ύψωσε τις λέξεις σου και όχι τη φωνή σου απέναντι τους. Άλλωστε η βροχή μεγαλώνει τα λουλούδια και όχι η βροντή. Και αυτό με παρακίνησε να το σκεφτώ μια μικρή μου φίλη. Η Ευανθία. Μια ψυχούλα που ως ευ-ανθός, μου άφηνε να μυρίσω όλα τα καλούδια του κόσμου. Και μέσα από αυτά τα καλούδια, φύτρωναν, ανθούσαν, μοσχοβόλαγαν όλα τα λουλούδια του Θεού.  Ακριβώς όπως οι ψυχές των παιδιών. Με ευγένεια και καλοσύνη. Ο χρόνος δούλευε για αυτά σαν μη χρόνος. Μέσα στην ακίνητη κινητικότητα τους ψαχούλευες τις παιδικές σου σκανταλιές, τα νοσταλγικά μυστικά σου… ψαχούλευες τη ζωή σου. Δεν υπάρχει μυστικό για την ισορροπία νομίζω τελικά. Απλά να αισθάνεσαι μέσα στα κύματα σου και θα βρεις το ταξίδι σου. Και τότε ίσως καταλάβεις πως ο κόσμος που άφησες ως παιδί και δημιούργησες ως μεγάλος είναι ένας καθρέφτης που πάντα θα αντανακλά αυτό που κάνεις δια μέσω του εαυτού σου.
   -«Ευανθία, τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Την ρωτάω.
   -«Γυμνάστρια και ζωγράφος». Μου απαντά με μια ανείπωτη λαχτάρα βεβαιότητας και ευθύς πήρε το μολυβάκι της και άρχισε να σκαλίζει, να ανακαλύπτει σε μια λευκή κόλλα χαρτί, τη γυναίκα μου που στέκονταν απέναντί της. Έτοιμη και αυτή, ως άλλο μοντέλο να σταθεί ακίνητη στην ευλυγισία του βλέμματος της Ευανθίας. Είχε πλέον μια σημαντική αποστολή να φέρει εις πέρας μέσα της η Ευανθία. Να ζωγραφίσει μέσα από τα θέλω της. Αναρωτήθηκα τότε γιατί εμείς οι μεγάλοι στα απλά ή δύσκολα, στα εύκολα ή σύνθετα, στα απρόσμενα ή αναπάντητα ερωτήματα να δίνουμε μόνο μια κατεύθυνση στην απάντησή μας; Στην προσδοκία μας; Στη ζωή μας; Η μικρή Ευανθία απάντησε με αφοπλιστική ηρεμία και βεβαιότητα...«γυμνάστρια και ζωγράφος». Γιατί βάζουμε ταβάνι σε ένα απωθημένο μας; Γιατί ανακρίνουμε σε τοίχο φυλακής τα ταλέντα μας; Γιατί τερματίζουμε σε αδιέξοδα τις προσδοκίες μας; Γινόμαστε έτσι ένας ρύπος μιας σημασίας απειροελάχιστης που δίνεται με πνευματική ευκολία. Μα τούτος ο κόσμος που ζούμε χρειάζεται τα ανδραγαθήματά μας. Έχεις προσπαθήσει να ακούσεις την κατανόηση; Αν όχι γίνε παππούς και γιαγιά και άκου τον  εαυτό σου τότε που ήσουν παιδί και ήθελες, ζήταγες, έβρισκες, χάλαγες, κατάφερνες, γελούσες και ευτυχούσες με τα μικρά που έκρυβαν μεγάλα νοήματα, με τα απλά που χωρούσαν τα γιατροσόφια των δυσκολιών, με τις γεύσεις και μυρωδιές του κόσμου που έκρυβαν το καρπούζι και η φέτα.
   Η Ευανθία με έβαλε να σκεφτώ πως καμιά φορά χρειάζεται στις ζωές μας να κινηθούμε με το νου μας κενό από παραστάσεις, όπως ένας ακροβάτης και να ισορροπήσουμε μόνο με την καρδιά μας. Με έβαλε να σκεφτώ πως οι παιδικές μας επιθυμίες, μάς ακολουθούν πάντα στις ζωές μας, έστω και σαν λεπτές χαραμάδες φωτός στην επιφάνεια του χρόνου μας, που περνά πολλές φορές δυστυχώς αναίτια. Για αυτό σου λέω γίνε η αιτία του χρόνου σου. Και έλα να συναντηθούμε με τα βλέμματά μας εκεί που ο λόγος και οι εικόνες μένουν ανολοκλήρωτες. Στα παιδικά μας χώματα. Άσε τα ευχολόγια. Γιατί το να εύχεσαι συνέχεια κάτι σημαίνει ότι αυτό το κάτι δεν έχει συμβεί ακόμα. Μα εγώ σε θέλω εδώ και τώρα. Για να γίνει το ανήμπορο κατορθωτό, το ανήκουστο μελωδία, να γυρίσουμε με μια παιδική τρικλοποδιά τους φόβους μας σε λόγους μπόρεσης και κατόρθωσης. Άσε  τις γρατσουνιές που είχες μικρός να γίνουν στυλοβάτες στο μονοπάτι σου. Μην φοβάσαι τις πληγές. Το «αίμα», σού ζητά την αξία σου, μια ενήλικη γρατσουνιά σου. Τι κάνεις άραγε όταν τα βήματα σου διψάσουν; Όταν πεινάσουν; Όταν νυστάξουν; Όταν αρρωστήσουν;
   Ο χρόνος που ζούμε πλέον έχει λοξοδρομήσει και ενεστώτας και μέλλοντας συγκλίνουν τελικά. Για αυτό και εγώ λέω να γίνω ένας ευ-ανθός όπως αυτό το κορίτσι απέναντι μου. Θέλω να γίνω ένα χαμομήλι. Να είμαι χάμω, κοντά στο ζεστό χώμα της γης, να κοιτώ με ταπεινότητα τα γύρω μου και μέσα από την ονομασία μου να χωρώ και λίγο ήλιο και να πίνω  το φως του όταν είναι ζεστό. Μπας και γίνω άξιο αφέψημα, μπας και γίνω έστω και λίγο γιατρικό σε κάποιον άλλο ουρανίσκο που έχει ξεραθεί από μια καταλυτική σιωπή…

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

...αν αντέχουν οι ρίζες, τα φύλλα ξαναβγαίνουν...

   Μπορείς να αναμετρηθείς με τη σιωπή σου; "Παράτα μας", μου λες. "Για ποια σιωπή μιλάς; ". Μιλώ για τη σιωπή που μέσα της κρύβει όλες τις λέξεις των φόβων σου. Μιλώ για τη σιωπή που στράγγισε , όταν είδαμε το είδωλό μας στον καθρέπτη. Ο Θεός είναι μεγαλύτερος από το πρόβλημά σου. Από την επιθυμία σου. Από τον φόβο που αγάπησες πάλι. Οπότε μάθε να κερδίζεις και όχι να ζητάς. Γιατί γινόμαστε θύματα μιας έκπληξης που ξέραμε ότι δεν ήταν έκπληξη. Μιλώ για την Αγιά Σοφιά. Τούτη δα η στιγμή στο χωροχρόνο της αιωνιότητας, μάς θέλει όλους μαζί. Θέλει ταπεινότητα και αυτοκριτική για όλα αυτά τα βήματα που διάβηκε ο καθείς μας στο πνευματικό του μονοπάτι. Μην θρηνείτε για την Αγιά Σοφιά. Δεν υπάρχει χώρος στον χρόνο αυτόν. Τούτο να ξέρεις...αν αντέχουν οι ρίζες τα φύλλα ξαναβγαίνουν. Όσο το μέλλον τούτης της ανθρωπότητας είναι θολό, τόσο το παρελθόν καλείται να ορίσει το παρόν. Οπότε το ερώτημα είναι...ξέρεις το παρελθόν σου; Από εκεί βρες την αρχή σου και γίνε πλαστουργός του κόσμου τούτου , σε αυτό το σκίρτημα αυτής της εποχής που μόνο εύκολη δεν είναι. 
    Πριν προλάβεις να αφορίσεις την πίστη μου, απάντα μου σε παρακαλώ σε μια απρόσμενη ερώτηση; Γιατί οι άγγελοι είναι κουφοί στην ανθρώπινη γλώσσα; Γιατί ακούν μόνο τη γλώσσα της ψυχής, γιατί πετούν πάνω από τον ορίζοντά μας  και χορταίνουν με  αγαλλίαση το  φως και το μελτέμι του Θεού μας. Μην λοιπόν νιώθεις ταπεινωμένος γιατί η Αγιά Σοφιά έγινε τζαμί. Νιώσε ταπεινός. Εκεί κρύβεται η αρχή του τέλους μιας καρικατούρας, του Ερντογάν, που νομίζει πως η διάρκειά του έχει να κάνει με την "επιτυχία" του. Δεν ξέρει πως η νύχτα πέφτει πάνω σε όλους μας εξίσου. Πριν θρηνήσεις για την Αγιά Σοφιά, αναρωτήσου πόσο αγία σοφία έχεις μέσα σου από τους πνευματικούς σου κόπους. Μην απορείς τί σου λέω. Απλά ξετυλίγω τις σκέψεις σου που προηγήθηκαν. Μην γίνεσαι βιαστικός στα σοβαρά. Η πίστη θέλει απόδειξη. Όχι βαθμολογημένη. Θέλει απόδειξη που πάνω της δεν έχει καμιά τιμή. Δεν κοστολογείται, δεν είναι για πώληση. Θέλει όμως την τιμή της ψυχής σου, της φωτεινής, που γίνεται σταυρός ανηφόρας, εξιλέωσης μα στο τέλος...μα για ποιο τέλος σου μιλώ αφού η αγάπη μας στον Θεό μας δεν χωρά σε καμία αιωνιότητα περιορισμών.
   Και εάν σου πω ότι βρέθηκες να κάνεις τα τελευταία βήματα της Ιστορίας; Τί θα σκεφτείς, τί θα νιώσεις; Η ηλικία του Λόγου του Πατέρα μας δεν έχει ηλικία, οπότε μην φοβηθείς εσύ πως θα χρονολογηθείς με τις αδύναμες σκέψεις σου. Αφύπνισε την ψυχή σου και χαμογέλα στον τύραννο με αφοπλιστική, ανέγγιχτη πίστη οσιομάρτυρα. Αυτό δεν μπορεί να ακυρωθεί από κανένα τζαμί. Όμως γιατί τρέξαμε όλοι μας να υιοθετήσουμε μια πνευματική-θρησκευτική αφύπνιση στο άκουσμα της μετατροπής της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί; Εάν όχι όλοι, οι περισσότεροι. Το συναξάρι όλων των Αγίων , όλων των Αρχαγγέλων τούτη τη στιγμή ,μας κοιτά με μια καθησυχαστική στοργή. Άκουσε την κατανόηση της πίστης σου και μη φοβάσαι. Η αθέλητη ειλικρίνειά σου, σου αφήνει σημάδια της διέλευσής σου, που ο χρόνος ακύρωσε για να τα ανανεώσει αμέσως μετά, γιατί εσύ, το κάθε εσύ, ξέθαψες τους αρχέγονους θησαυρούς της πίστης σου. Και αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αγάπη του Ιησού Χριστού μας με την κορύφωση της υπέρτατης θυσίας Του. Ο Ερντογάν  και ο κάθε Ερντογάν, ποτέ δεν θα μάθει το τέλος του πριν το τέλος του. Το οποίο ο ίδιος το έχει δημιουργήσει με κούφιους θριάμβους, με ματωμένα χώματα, με μια μαεστρική σκοτεινή ύβρις.
   Μην φοβάσαι, Μην τρομάζεις. Αγάπα με συγχώρεση. Πίστευε χωρίς αντιπαροχή για χάρες. Και τότε μια βροχή από φωτεινές κλωστές θα συνοδεύσουν τον ήλιο να λάμψει πάνω από την Αγιά Σοφιά τελεσίδικα. Πιάσε τον ουρανό της πίστης σου και γίνε συμπαντικό άστρο και τότε ίσως ακουμπήσεις τον τρούλο της Αγιοσύνης Του.

Τι άλλο είναι η λησμονιά αν όχι μια ευκαιρία να θυμόμαστε;


Έπιασε ψιλόβροχο. Από το παραθύρι του δωματίου μου παρατηρώ τα αποτυπώματα των σταγόνων πάνω στη μαύρη  άσφαλτο. Λες και έχουν βαλθεί να καθαρίσουν τα «βρώμικα» βήματα μας. Τα ένοχα, τα ασταθή, τα εγωιστικά, τα δειλά. Λες και ο ρόλος τους είναι να μας παραδώσουν ξανά τους δρόμους μας, τα μονοπάτια μας, πιο καθαρά και πιο ήρεμα. Ξάφνου νοσταλγώ τη μυρωδιά της ζωής αυτής που βγαίνει αλώβητη από τα καλοκαίρια και τους χειμώνες μας.
Τι θα έλεγες λοιπόν έστω για λίγο να γίνεις το πεζοδρόμιο του δρόμου σου; Και να αφεθείς, να αισθανθείς, να μυρίσεις, να υποφέρεις, να υποστηρίξεις, να βασίσεις τις αδύναμες-δυνατές καθημερινότητες των γύρω σου; Να φιλοξενήσεις τα βήματα ενός παιδιού που πάει πρώτη φορά σχολείο, την ανυπομονησία ενός μικρού φίλου να πάει στην παιδική χαρά. Να αισθανθείς τα ερωτικά σκιρτήματα μιας κοπέλας που χάνεται στην αγκαλιά του αγοριού της. Να μυρίσεις την μοναξιά από τα σκουπίδια του απέναντι ηλικιωμένου. Να δονηθείς στο άγχος αυτού του παλληκαριού που βιάζεται για τη δουλειά του. Να βρωμίσεις από αρνητικές ενέργειες, από κακές θολούρες περαστικών που αναζητούν την ευκαιρία μια απάτης. Να ακουστείς με τις φωνές νεαρών παιδιών που πειράζονται μεταξύ τους. Να σωφρονισθείς με τα «μη» των γονιών προς τα παιδιά τους. Να κουτσομπολέψεις τα μυστικά της γειτόνισσας του πρώτου ορόφου, που κάθεται ώρες ολάκερες στο μπαλκόνι της και καιροφυλαχτεί ποιος περνά από κάτω.  Να λαχταρίσεις στο πρώτο πέσιμο ενός μπόμπιρα που μαθαίνει ποδήλατο για πρώτη φορά. Αγάπα απλόχερα, άδολα τούτες τις λέξεις που σου γράφω, ώστε να καταλάβεις πως η ζωή είναι ένα μυστήριο τόσο απλό, που για αυτό παραμένει μυστήριο.  Γιατί τα απλά στις ζωές μας είναι και τα αδύνατα, αφού τις έχουμε κάνει πολύπλοκες, δυσερμήνευτες, πολυαναγκαστικές.
Σκέψου πως η ζωή σου είναι μια συμπυκνωμένη ψυχή σε αιώρες αιώνων. Μην την οργιάζεις σε θλιμμένο χώμα, μην μπαγιατεύεις την καλοσύνη σου, μην μυρίζεις λουλούδια λήθης χωρίς να σε αφορά ο διπλανός σου, ο συνανθρώπους σου πως είναι. Ειδάλλως, τι άλλο είναι η λησμονιά αν όχι μια ευκαιρία να θυμόμαστε; Γιατί ξέρεις κάτι;  Άλλο δόσιμο, άλλο χάσιμο. Μόνο εάν δώσεις και δοθείς ατέρμονα, γνήσια, ατελέσφορα σε ανθρώπους, σε συναισθήματα, σε πράξεις, σε ιδέες δεν θα χαθείς και εσύ ο ίδιος στο δικό σου πεζοδρόμιο. Ξέρεις τι κάνουν οι δρόμοι στις ζωές μας; Ενώνουν τα πεζοδρόμια των ζωών μας. Πότε θα περάσω εγώ στο δικό σου, πότε εσύ στο δικό μου. Αυτό λέγεται ζωή. Όλα είναι δρόμος. Ανηφορικός, κατηφορικός, δεν έχει σημασία αρκεί εσύ να γυμνάζεις τις αντοχές σου, τις δυνατότητες σου, τις εμπνεύσεις σου.
Υπάρχουν δίπλα μας άνθρωποι που κοιτάζουν δίχως βλέμμα. Υπάρχουν άνθρωποι κοντά σου που ζουν σε κύματα προσποιήσεων επιφανειακής ευδαιμονίας. Αλλά σε τούτες τις ζόρικες εποχές που ζούμε, φρόντισε να μην χαραμίζεσαι στην ιδέα ότι ζεις μια παράλληλη ζωή σε αντιδιαστολή με την πραγματική ζωή που έπρεπε ή που θα ήθελες να ζήσεις. Οι περισσότεροι από εμάς τρελαινόμαστε, πονάμε από την ιδέα ότι μας αξίζει κάτι άλλο από αυτό που ζούμε. Λίγοι όμως από εμάς έχουν την δύναμη να διώξουν μακριά αυτές τις οάσεις των ψευδαισθήσεων και να κοιτάξουν κατάματα τη ζωή. Η ζωή δεν χωρά παρά ζωή… Η ξαφνική βροχή δυναμώνει. Καθαρίζει, δροσίζει, αναπαύει, ομορφαίνει τα προσωπικά μας πεζοδρόμια. Δέξου αυτό το δώρο του Θεού και άφησε το άρωμα τούτης της σιωπής Του να εξομολογήσει τα σώματα μας σαν μια μνήμη νερού. Όπως αυτού που κυλά στους δρόμους μας. Και ξέρεις γιατί; Το νερό καθαγιάζει, ξεπλένει, θυμάται.  Πάντοτε βρίσκει την έξοδο όσα εμπόδια και αν του βάλεις. Γίνε λοιπόν έστω και λίγο μια μνήμη νερού, μπας και μπορέσεις να βρεις τον προορισμό σου.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Ποιός θα ξαφνιάσει τον καιρό?

Σε απώλειες μικρές
νεράιδες και εραστές
τιμούν τα πάθη
ψάχνουν για λάθη.


Ποιός θα ξαφνιάσει τον καιρό
με ελπίδες και υποσχέσεις
"και τί σε νοιάζει;" θα μου πεις
και  θα με αφαιρέσεις
από τον χρόνο σου.


Σε κάστρα η σιωπή νηστεύει
τον ιππότη η καρδιά πιστεύει
να την κλέψει από του μυαλού του καταδότες
να της τραγουδήσει του έρωτα τις νότες.


Ποιός θα ξαφνιάσει τον καιρό
με ελπίδες και υποσχέσεις
"και τί σε νοιάζει;" θα μου πεις
και θα με αφαιρέσεις
από τα μάτια σου.


Το τέλος του παραμυθιού
γλώσσα σιωπής φιδιού
ψάχνει τον πόνο στις λέξεις
ένα φιλί για να αντέξεις.



Ποιός θα ξαφνιάσει τον καιρό
με ελπίδες και υποσχέσεις
"και τί σε νοιάζει ;" θα μου πεις
και θα μου αφαιρέσεις
τις πρώτες αγάπες που πάντα είναι λάθος
τους μεγάλους έρωτες που πνίγονται στο πάθος.


Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...