Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Γίνε ο χρόνος που δεν είσαι...



     

      Απόψε ένιωσα μέσα μου την αδήριτη ανάγκη να πελεκίσω τις λέξεις μου, που θα φιλοξενηθούν σε αυτή τη λευκή κόλα χαρτί. Να τις πελεκίσω ώστε να γίνουν οι λοξές έξοδοι μιας άλλης εποχής και όχι ενός στιλπνού παρόντος που αποθηκεύουμε στο ίδιο κελάρι τους φόβους και τις επιθυμίες μας. Απόψε ποθώ να γίνω ο χρόνος που δεν είμαι…για να δω , να αντικρίσω, να κατανοήσω τελικά αυτό που είμαι. Να γίνω αυτός ο χρόνος που ζητιανεύει από εμάς τις παρουσίες στις απουσίες μας και που μεταγενέστερα θα γίνουμε εμείς ζητιάνοι του εκλιπαρώντας να μας αφήσει ανέγγιχτους στο διάβα του. Μα οι περισσότεροι από εμάς γινήκαμε κατάρες που έγιναν πραγματικότητα με εμάς πρωταγωνιστές και δέκτες. Δημιουργούμε την καθημερινότητά μας σαν ένα λόξυγγα κατανάλωσης συναισθημάτων και ύλης. Πεινά. Διψά. Μα μένει πάλι άδεια.

        Και τότε έρχεται η στιγμή ως διαρρήκτης που σου κλέβει αυτά που δεν χρειάζεσαι στην ουσία και ούτε ποτέ τα χρειαζόσουν. Και τότε έρχεται μέσα μου η ερώτηση ντυμένη ως μια απαστράπτουσα διαφυγή.

-«Που πας Άγγελε;»

-«Πάω εκεί που ανήκω».

        Ναι πολλές φορές μέσα μου νοιώθω πως δεν ανήκω σε αυτήν την μεγαλούπολη… Ίσως αυτό που νοιώθω να με εξυπηρετεί, να με συμφέρει…ίσως…γιατί αυτό με τρομάζει, με φοβίζει. Και που θέλω να ανήκω; Την απάντηση μου την έδωσαν κάποιες παλιές φωτογραφίες του πέτρινου σχολείου στο χωριό της μητέρας μου, στο Φανάρι Καρδίτσας. Ξέρεις οι φωτογραφίες κρύβουν αυτόν τον απαιτούμενο, απειροελάχιστο, ακυμάτιστο χρόνο που καταφέρνεις να σιγοντάρεις νου, καρδιά και φαντασία και να γίνεις έστω και για μια στιγμούλα ο δραπέτης χρόνος σου. Ο λυτρωτικός. Όχι ο καταδικασμένος. Απόψε θέλω να χαθώ στα αμετάδοτα μυστικά τούτου του σχολείου. Να «αφουγκραστώ» αυτό που μου δίνει. Αυτό που είναι…πέτρα και χρόνο…πέτρα και λαλιά…κάτι σαν αμετακίνητοι χρόνοι που φιλοξενούν τις ζωές μας. Της μητέρας μου της Λευκοθέας ως μαθήτριας, του θείου μου του αείμνηστου του Ναπολέων ως σημαιοφόρος με το πηλίκιο στο κεφάλι…, σαν από πάντα έτοιμος να παρελάσει στα όχι της ζωής, γεμάτος με σκανταλιές και πείσμα. Να φιλοξενήσουν τις παιδικές αναμνήσεις της Ελένης, του Θωμά, του Λάμπρου…τα παιχνίδια τους, τα γέλια τους, τα καμώματά τους…τα λαχανητά τους ως αποκαμωμένη ευτυχία στο προαύλιο αυτού του ιστορικού σχολείου. Κάθεται εκεί αγέρωχο, στο πείσμα της λησμονιάς, κάθεται ως εξομολογητής που φιλοξένησε, συντρόφευσε και ξεπρόβαλε τόσες και τόσες ζωές ανθρώπων που μαθήτευσαν εκεί.

       Κοιτάζοντας λοιπόν αυτές τις φωτογραφίες έγινα για λίγο ο χρόνος που δεν είμαι. Και χάθηκα εκεί…εκεί όπου πέτρα με την πέτρα, πέτρα με τον χρόνο, πέτρα με την πίστη…εκεί στα θεμέλια της Μητρόπολης που κάηκε στο 1911, χτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αυτό το διώροφο πέτρινο σχολείο, απόσταγμα μιας απαράμιλλης ομορφιάς. Πάνω σε αυτές τις πέτρες είναι χαραγμένες ως απολιθώματα, όλες οι τέχνες, όλη η αγάπη των περίφημων μαστόρων του χωριού. Και περιμένουν από εμάς ως αρχαιολόγοι των χρόνων- έναν σχεδόν αιώνα τώρα-, να ανακαλύψουμε την ελευθερία της αγάπης και την αγάπη για ελευθερία στα όνειρα εκείνων των ανθρώπων του μόχθου, της φτώχειας, της πείνας…μα και της αξιοπρέπειας και της περηφάνειας.

        Πολλές φορές δραπετεύω λοιπόν από την αποπνιχτική πραγματικότητα της μεγαλούπολης και νοερά στέκομαι στο προαύλιο τούτου του σχολείου ως άλλος μαθητής, σε χρόνους, σε καιρούς, σε εποχές που οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, μα οι ιστορίες των πνοών τους μένουν, γρατζουνούν τις πέτρες αυτού του σχολείου και γίνονται ανεξίτηλες σφραγίδες περάσματος και θύμησης. Κάθομαι νοερά και περιμένω το απρόσμενο. Να γνωρίσω ανθρώπους και να γνωρίσω τους τόπους τους. Να ακούσω τη μουσική των ξύλων που καίγονται στην ξυλόσομπα της αίθουσας σαν μουρμουρητό ενός δάσους. Εκεί που τότε στα χρόνια της φτώχειας και της ανέχειας, κάθε παιδί έφερνε και από ένα κούτσουρο από το σπίτι του για την τάξη για να ζεσταθούν όλοι και πότε με την φλούδα ενός πορτοκαλιού πάνω σε αυτήν τη μαντεμένια ξυλόσομπα μύριζαν, μοσχοβολούσαν τα γράμματα και οι λέξεις και που άλλοτε σε ένα μπλε τετράδιο με ένα κουτσουρεμένο μολυβάκι οι λέξεις έγερναν πριν έρθει η ώρα τους ξεθεωμένες από τα παιχνίδια του κρυφτού και του κυνηγητού στα διαλείμματα στο προαύλιο του σχολείου.

        Ενός σχολείου που οι ιστορίες των ζωών που μαθήτευσαν εκεί ήταν σαν τα πεντόβολα. Ο μαθητής πέταγε το βόλο, τη ζωή του, ψηλά και πριν ο χρόνος της πτώσης έρθει, προσπαθούσε να προλάβει με το ίδιο χέρι να πάρει και έναν ακόμα βόλο από χάμου. Από το χώμα. Και συνέχιζε έτσι και με τους εναπομείναντες βόλους που ήταν στο χώμα. Λες και λαχταρούσε για περισσότερη ζωή. Ήθελε να κερδίσει περισσότερους βόλους. Περισσότερη ζωή, περισσότερο χρόνο. Ήθελε ζωή. Και τα κατάφερνε. Λίγο πιο εκεί ακούς τα χαχανητά από τα κοριτσόπουλα που τέντωναν τις ικανότητές τους, πήδαγαν με τις επιθυμίες τους όσο πιο ψηλά και καλά μπορούσαν το σχοινάκι που έπαιζαν. Ενώ τα αγορίστικα «θέλω» της δύναμης και της επίδειξης …αυτά ήταν φτιαγμένα από ξύλο. Όχι από το ξύλο της βέργας του δασκάλου της εποχής εκείνης που φάνταζε κάτι σαν Πυθία στο μαντείο της… «ποιανού σειρά θα είναι άραγε σήμερα;», αλλά το ξύλο για το τσιλίκι με τη τσιλικόβεργα. Με μια βέργα να χτυπήσεις μια άλλη μικρότερη που ήταν στο έδαφος και να σηκωθεί στον αέρα και να πετάξει όσο πιο μακριά γίνεται. Να γίνει η μοίρα στο πέταγμά της αυτό.

         Στο διάβα του χρόνου τούτο το σχολείο στέκεται σα ένα παιδικό πείσμα εκεί στο λόφο, που αρνείται να ενηλικιωθεί. Εκεί καταφεύγαμε με τους φίλους μου τα καλοκαίρια κάτι βράδια και πλάθαμε τρομακτικές ιστορίες με φαντάσματα που μας έβλεπαν από τα μεγάλα παράθυρα του σχολείου και που οι έπαιρναν τις κιμωλίες που έτριζαν στον πράσινο πίνακα καθώς έγραφαν τους φόβους μας. Μα που λίγο αργότερα με το σφουγγάρι ενός γέλιου, ενός πειράγματος και ενός κρυφού τσιγάρου στα μουλωχτά, αυτοί οι φόβοι έσβηναν, καιγόντουσαν και γινόντουσαν ανείπωτα μυστικά μιας εφηβικής αφέλειας και φαντασίας.

       Υπάρχουν φορές που έχω την ανάγκη αυτής της δραπέτευσης κατά καιρούς. Να ακουμπήσω τις πέτρες αυτού του σχολείου με τα ακροδάχτυλά μου και να γίνω χρόνος. Χρόνος μαθητών που πέρασαν και άφησαν ο καθένας τα ίχνη του, τα ξεχωριστά. Κάθε ίχνος και μια ιστορία. Να μετρήσω τα βαθουλώματα, τις τρύπες που είχε περιμετρικά το τείχος του σχολείου. Εκεί φώλιαζαν κουκουβάγιες, για να ξαποστάσουν τη σοφία τους και ως άγρυπνοι φρουροί δεκαετίες ολάκερες τώρα να περιφρουρήσουν την Ιστορία του σχολείου αυτού. Γιατί τι άλλο είναι η Ιστορία, παρά το κοινό σημείο επαφής, τριβής, ξοδέματος, πόνου μα και αγάπης των ζωών των ανθρώπων που πέρασαν από εκεί;

        Σιγά-σιγά νιώθω πως οι λέξεις μου, που κουβαλούν το ταπεινωμένο τους νόημα, ξεθαρρεύουν και διεκδικούν την δικιά τους πέτρα και τον δικό τους χρόνο. Ίσως η ζωή που μάθαμε στην εποχή μας …να μην είναι ζωή πλέον. Ίσως  να προσπαθήσουμε να γίνουμε οι ίδιοι οι ορίζοντές μας. Και ως αμετακίνητοι φύλακες κάποιου παιδικού νοήματος από τότε που ήμασταν μαθητές, να δώσουμε την πιο απρόσμενη μάχη με τη λαχτάρα νίκης ενός παιχνιδιού που παίζαμε στο προαύλιο του σχολείου. Ίσως να αναρωτηθούμε για το εάν καλύπτουμε τις πραγματικές μας ανάγκες με τους φόβους μας. Ίσως να έχουμε στερήσει στα μάτια μας το φως τους. Φως για μάθηση και κατάκτηση. Οι ζωές μας  σαν φύλλα ξεκολλάνε από ένα κλαδί στο φθινόπωρο του χρόνου, καθώς αυτός στέκει κοφτερός σαν ένα πειθαρχημένο τσεκούρι. Ίσως εάν δεν υποφέραμε από τις δυσκολίες των ανέσεών μας, θα μπορούσε να άνοιγε εκείνος ο δρόμος μέσα στον απέραντο εαυτό μας, όπου οι στιγμές χαράς θα ντύνονταν πλέον με τα αειθαλή φύλλα τους. Πιες τον χρόνο σου με μια σόδα πίστης μπας και χωνέψεις τα ανείπωτά σου, τους χρόνους που δεν ήθελες να ξεχάσεις αλλά ξέχασες, τους χρόνους που ήσουν αλλά δεν το ήξερες γιατί δεν είμαστε αρκετά ταπεινοί για να το καταλάβουμε, να το κατανοήσουμε, να το νιώσουμε, να το αγαπήσουμε.

        Απόψε στο στρίφωμα της ψυχής μου, της ψυχής σου όταν ο χρόνος μου, ο χρόνος σου δεν θα είναι στην ώρα μου, στην ώρα σου…γίνε ο χρόνος που δεν είσαι….γίνε ένα θέλημα που πραγματοποιεί τον εαυτό σου…γιατί σε αυτόν τον χρόνο, σε αυτό το θέλημα, εκεί ανασαίνει και αγκομαχά η ζωή μας. Εκεί είναι η Ελλάδα μας.  

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021

Περιμένοντας τους ενοίκους της ψυχής σου...


 

         Οδός Απολογισμού. Νούμερο 64. Όσα τα χρόνια μου. Σιγά-σιγά τα πόδια μου δεν με βαστάνε. Εδώ θα γείρω, εδώ θα κάτσω. Εδώ σε αυτήν την πολυκαιρισμένη καρέκλα. Την κατέβασα από το καθιστικό των αναμνήσεών μου και περιμένω…Τι περιμένω; Περιμένω τους ενοίκους της ψυχής μου, να κατέβουν και όταν περάσουν…τσουπ…να τους υπενθυμίσω να μου πληρώσουν τα κοινόχρηστα του προηγούμενου μήνα. Δεν θα μου την σκαπουλάρουν αυτή τη φορά. Κοινή χρήση, κοινή συμμετοχή, κοινή ευθύνη, κοινή πληρωμή. Εδώ καραούλι θα κάτσω. Θα γίνω η καρέκλα που περιμένει. Πρώτος και καλύτερος κατεβαίνει από τον πρώτο όροφο ο κύριος Φόβος.

-«Καλημέρα σας κύριε Φόβε».

-«Ω τι μου κάνετε κύριε διαχειριστή! Τι μου διαχειρίζεστε αυτόν τον καιρό;».

-«Τι να διαχειριστώ κύριε Φόβε. Ξέρετε καλύτερα από όλους βέβαια πως δεν είμαι παρά ένας ρακοσυλλέκτης στιγμών. Μπορείτε να μου πληρώσετε τα κοινόχρηστα ώστε να έχω να διαχειριστώ κάτι;».

-«Μα βεβαίως, ορίστε. Σας οφείλω 2,5 δειλίες. Οπότε σας δίνω 3 φόβους. Δε θέλω ρέστα. Είμαστε εντάξει.».

        Λίγα λεπτά αργότερα ως άλλη μαντάμ Σουσού, κατεβαίνει από τον δεύτερο όροφο η κυρία Φιλαυτία.

-«Καλή σας μέρα κυρία Φιλαυτία…τι κάνετε;».

Mα δεν βλέπετε; Είμαι στα καλύτερά μου. Γιατί όλον μου τον χρόνο, όλη μου την προσήλωση και προσοχή τη δίνω αποκλειστικά σε εμένα.».

-«Εεε, ξέρετε θα ήθελα λίγο από τον χρόνο σας, να ένα τόσο δα λεπτάκι…Θα μπορούσατε να μου ξοφλήσετε τα κοινόχρηστα του προηγούμενου μήνα; Ο καυστήρας της ψυχής μου θέλει συντήρηση, γιατί ειδάλλως θα ξεπαγιάσει στην βαρυχειμωνιά των συναισθημάτων που έρχεται. Το είπαν και οι μετεωρολόγοι της καρδιάς στις ειδήσεις. Δεν το ακούσατε;».

-«Μα βέβαια! Άλλα γρήγορα. Πάρτε σε χαρτονόμισμα έναν σνομπισμό και τα ψιλά σε αυταρέσκεια και πορευτείτε αναλόγως…».

        «Απορώ στα 64 χρόνια μου τι σόι ενοίκους έχω βάλει μέσα στην ψυχή μου και μου συμπεριφέρονται έτσι», σιγομουρμούρισε ο διαχειριστής. «Μήπως μένω και συμπορέυομαι σε μια στοίβα ανεκπλήρωτων και πεινασμένων συναισθημάτων τόσα χρόνια;», αναρωτήθηκε. Και εκεί πριν προλάβει να απαντήσει στον εαυτό του, να τος κοτσονάτος και ευθυτενής ο κύριος Εγωισμός. Πάντα ντυμένος  με τα πιο ακριβά ρούχα μιας ακατόρθωτης μπόρεσης.

-«Καλό μεσημέρι κύριε διαχειριστή. Πάνω στην ώρα σας βρήκα. Σας έψαχνα να σας πληρώσω τα κοινόχρηστα. Τα έχω ακριβώς. Να ορίστε…3 πληγές, 2 τραύματα και μια αγνωμοσύνη. Είμαστε εντάξει;».

-«Εεεε εντάξει είμαστε, εντάξει», ψέλλισε ο διαχειριστής.

        Ήδη είχε σχεδόν μαζέψει τα μισά κοινόχρηστα, μα όλα αυτά τα χρήματα συναισθημάτων τον έκαναν ακόμα πιο βαρύ, αισθάνονταν μια απύθμενη δυστυχία. Έφτασε σχεδόν αργά το μεσημέρι και να σου γύριζε από τη δουλεία της η κυρία Θλίψη.

-«Καλησπέρα σας κυρία Θλίψη. Πώς είστε; Πώς πήγε η δουλεία σας;».

-«Εκπληκτικά καλά! Νιώθω ολοκληρωμένη στη δουλειά που κάνω στις ζωές των ανθρώπων, όπως βέβαια και στη δικιά σας. Κρίμα που δουλεύω πενθήμερο και οκτάωρο. Μακάρι να έκανα υπερωρίες ακόμα και χωρίς πληρωμή. Αλλά τι να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή. Καθίστε να σας εξοφλήσω και τα κοινόχρηστα. Να ορίστε πάρτε 4 μελαγχολίες, 2 καταθλίψεις και 1 προσπάθεια αυτοχειρίας».

-«Περιμένετε και εμένα στο ασανσέρ για επάνω κυρία Θλίψη, ένα λεπτό θα κάνω μονάχα».

        Γυρίζει το κεφάλι του ο διαχειριστής και τι να δει…ο κύριος  Άγχος.

-«Να ορίστε κύριε διαχειριστή, γρήγορα-γρήγορα βιάζομαι…σας οφείλω 3 πονοκεφάλους, 2 ανορεξίες, 1 καρδιακό έμφραγμα και 3 εγκεφαλικά. Την απόδειξη μου την πετάτε κάτω από την πόρτα μου…εάν ζείτε μέχρι τότε βέβαια…».

        Αποσβολωμένος ο διαχειριστής ήθελε να συρθεί και να αποκοιμηθεί στο στερνό της νύχτας που πλησίαζε, να αποκοιμηθεί και να ονειρευτεί ότι η πραγματικότητα του είναι άλλη, όχι τούτη. Όχι αυτή που τον έκανε έναν κενό άνθρωπο. Μα που… σειρά τώρα είχε η κυρία Βία. Είχε πάρει τα κιλάκια της τώρα τελευταία. Υπέρβαρη σίγουρα. Γιγαντόσωμη.

-«Καλησπέρα σας κυρία Βία. Τι κάνετε; Μήπως θα μπο…»

-«Μη μιλάς, μη μου μιλάς! Σου έδωσα το λόγο; Οπότε σκασμός. Ξέρω, ξέρω για τα κοινόχρηστα. Χρωστώ 5 δυνατά μαλώματα με βρισιές, 4 δυνατά χαστούκια, 1 βιασμό και 6 μελανιές σε σημεία της ψυχής που δεν φαίνονται μετά».

        Κόντευε να σκοτεινιάσει. Όπως και στην ψυχή του. Απογοητευμένος και ανήμπορος ο διαχειριστής ένιωθε πολύ άσχημα και ετοιμάζονταν να φύγει. Δεν έλπιζε σε τίποτα πλέον. Και εκεί που πήγε να μαζέψει την πολυκαιρισμένη καρέκλα της μνήμης του, από το υπόγειο της πολυκατοικίας βγήκε ένα απρόσμενο φως. Πάντα όταν άκουγε γέλια και χαρές, από εκεί έβγαινε φως. Δειλά-δειλά κατέβηκε να δει τι γίνονταν. Ήξερε ότι εκεί ήταν το διαμέρισμα της κυρίας Αγάπης. Μόλις είχε γεννήσει δίδυμα. Δυο όμορφα παιδιά, τη Συγχώρεση και την Ταπεινότητα. Είχε την πόρτα της ανοιχτή. Πάντα η πόρτα της ήταν ανοιχτή. Ανοιχτή για όλους.

-«Ω καλώς τον! Καλώς τον κύριο διαχειριστή! Πώς είστε; Πώς μπορώ να βοηθήσω;».

-« Εεε ξέρετε συγγνώμη για την ώρα , μήπως θα ήταν εύκολο να με πληρώσετε για τα κοινόχρηστα;».

-«Πάντα για εμένα είναι η κατάλληλη ώρα να πληρώσω, οπότε μην ανησυχείτε. Το πορτοφόλι μου είναι μέσα στο συρτάρι της καρδιάς. Μισό λεπτό θα κάνω. Μήπως θα μπορούσατε να μου κρατήσετε λίγο τα μωρά μου στην αγκαλιά σας και να τα προσέχετε;».

-«Ναι γιατί όχι».

        Ήταν η πρώτη φορά του που του έδειχνε κάποιος εμπιστοσύνη για αυτό που ήταν. Η Ταπεινότητα και η Συγχώρεση τρύπωσαν στην αγκαλιά του, στηρίχτηκαν στα χέρια του και άρχισαν να του φιλούν τα μάγουλα με τα πιο τρυφερά τους χαμόγελα.

-«Να ορίστε κύριε διαχειριστή. Να αμέτρητες αγκαλιές, απεριόριστη ενσυναίσθηση και πάμπολλες τρυφερότητες και βοήθειες.».

-«Μα, μα μου δίνετε πολλά παραπάνω κυρία Αγάπη. Λιγότερα είναι αυτά που μου χρωστάτε. Άλλωστε εσείς μένετε στο υπόγειο.».

-«Όχι, όχι κρατήστε τα . Δεν είναι πολλά. Είναι λίγα κοντά στην απεραντοσύνη μιας φωτεινής ψυχής όπως η δικιάς σας. Μου κρατήσατε στην αγκαλιά σας τα μωρά μου! Και να θυμάστε πάντα πως ο βυθός σου, σου χαρίζει την ηρεμία σου…Καληνύχτα κύριε διαχειριστη!».

        Ο διαχειριστής στην οδό Απολογισμού και αριθμό 64, όσα και τα χρόνια του, ένιωθε μέσα του πλέον πιο ελαφρύς. Χωρίς βαριά πόδια. Χωρίς πόνους στα γόνατα. Χωρίς αναταραχές στην καρδιά του γιατί πλέον ήξερε…ήξερε πως ο θάνατος είναι ο χωροχρόνος που δίνουμε στην χειρότερη εκδοχή του εαυτού μας να δράσει στα συναισθήματα και στις πράξεις. Εσύ ποιους ενοίκους έχεις στην ψυχή σου; Πες απλά με την τελεσίδικη, τερματική αναπνοή σου…«σε αγαπώ».

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...