Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Η αλήθεια είναι όπως το τσίπουρο...


 

        Ποιο πρόσημο αξίζει η δική μας εποχή και που να την εντάξουμε, στις απογοητευτικές ή στις ελπιδοφόρες; Κάθε μέρα κατακλυζόμαστε από βία που γεννάει βία, από υποκρισία που γεννάει βία, από εγωιστικά στερεότυπα που γεννάν βία, από έλλειψη παιδείας που γεννά βία, από φυλακισμένες ελευθερίες που γεννάν βία, από ανισόρροπες ψυχές που ταΐζονται με βία. Ποια τέρατα και ποιες ελπίδες θα γεννηθούν μέσα στα χαλάσματα; Μου έρχεται η φράση στο μυαλό… «δείξε μου το φίλο σου για να σου πω ποιος είσαι» και αναρωτιέμαι για το πόσο τελικά γνωρίζουμε εμείς οι άνθρωποι τους ανθρώπους, φίλους, συγγενείς, συζύγους, εραστές και ερωμένες, Και πόσο λίγο ή πολύ γνωρίζουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτούς.

        Για απόψε όμως τούτη η φράση δεν χωράει στα πνευματικά μου βήματα. Η ανάγκη του νου μου δραπέτευσε σε μια παράφραση που σκάλισαν τα στερνά της καρδιάς μου… «πιες την αλήθεια σου για να σου πω ποιος είσαι». Όχι αυτό που σας λέω δεν είναι το απόπιωμα μιας πίκρας. Είναι κατά πόσο μπορείς να πιείς την αλήθεια στην οποία βρίσκεσαι τώρα , για να αισθανθείς από αλήθειες αποτελείσαι μέσα σου. Αλήθεια όπως ένα τσίπουρο. Διαυγής , που όμως μέσα της κουβαλά ιστορία, την ιστορία σου. Μια αλήθεια που για να γίνει απόσταγμα χρειάζεται να κάψεις τα ξύλα των αντοχών σου, να μαζέψεις τα κάρβουνα των λαθών σου, να πατήσεις τα στέμφυλα των εμπειριών σου…και να βράσεις, να βράσεις με θερμοστάτη καρδιάς σε καζάνι υπομονής. Να δεις τα υπολείμματά σου, το μούστο σου να γίνεται καθάρια αλήθεια. Όπως τότε πριν πολλούς αιώνες που το πρώτο απόσταγμα αλήθειας γεννήθηκε στο Άγιο –Όρος…το πρώτο τσίπουρο. Και εσύ στο δικό σου « άγιο-όρος» για να μπορέσεις να το ανέβεις, απλά ξαπόστασε την αλήθεια σου , με τα αρώματα των πληγών σου και τις ζυμώσεις της συνείδησής σου. Και αυτή θα σε κάνει κατά μία έννοια αθάνατο. Έτσι είναι η αλήθεια, αθάνατη. Δεν φθείρεται. Δεν πεθαίνει. Δεν γνωρίζει θάνατο και ανάσταση. Είναι η ίδια η ζωή, η ζωή μέσα από τις ζωές μας. Παρά μόνο μας συντροφεύει με το μεζέ που ο καθένας μας αξίζει και έχει κοπιάσει για να γευτεί.

        Με τις ήττες της ψυχής σου στον χρόνο πως τα πας; Προλαβαίνεις; Ή ελπίζεις; Γιατί και η ελπίδα να ξέρεις έχει την ευθύνη της. Ποιος είναι έτοιμος να δράσει και όχι να σιχτιρίσει για αυτά που του συμβαίνουν; Ποιος είναι έτοιμος να σηκωθεί μέσα στο κουρνιαχτό; Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο και άμεσο να αλλάξεις την ζοφερή πραγματικότητά σου στην οποία ζεις. Αλλά μην προσπαθήσεις  απλά να μην την επικυρώσεις. Αυτό δεν είναι λύση και εσύ τελικά θα γίνεις ένα τατουάζ της για πάντα ακόμα και εάν δεν ήθελες να ξοδευτεί το μελάνι σου με τέτοιο τρόπο. Το τσίπουρο της δικιάς σου αλήθειας, πιες το με αργόσυρτες γουλιές. Για να αισθανθείς την ιστορία του, τη διαδρομή του, το πώς έγινε. Για να κάψεις τους φόβους στα σωθικά σου που σε τρελαίνουν και σε κατατρώνε σαν σαράκι. Μην μαζεύεις έγνοιες και ενοχές μαζί. Άλλο θηλυκό  η μια, άλλο η άλλη. Άσε την αλήθεια σου να σε οδηγήσει προς την «έκλειψή» της. Όπως ο ήλιος ή η σελήνη. Γιατί έτσι θα δεις τα σκοτάδια σου και θα εκτιμήσεις το φως της.

        Μέσα σε αυτές τις αράδες που σου γράφω, σε κρυφοκοιτάζει η αλήθεια σου, άρα…δες. Δες, γιατί ειδάλλως ο φόβος που συθέμελα κρύβεις θα σε οδηγήσει σε έναν κλειστό ορίζοντα. Ξέρω θα μου πεις πως μερικές φορές το να είσαι ο εαυτός σου, είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος. Μα δεν είναι έτσι, γιατί έχεις και σε έχουν μάθει να ζεις βάσει αντιλήψεων τρίτων. Μα η αλήθεια, η αλήθεια σου, εάν έχεις κοπιάσει για αυτήν δεν κρύβεται, απλά δεν την βλέπεις από τους συμβιβασμούς που έχεις κάνει. Ψηλάφισε λοιπόν τις εκκρεμότητές σου και ψάξε για απαντήσεις, όχι ως αναγκαίες υπεκφυγές, ούτε ως ματαιωμένα όνειρα. Μα γίνε ο ίδιος ο ορίζοντάς σου.

        Φίλε να ξέρεις πως μερικές φορές ο τρόπος που έχει «πεθάνει» κάποιος , δείχνει και τον τρόπο που έχει «ζήσει»…

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Πού πάνε τα σύννεφά σου;



 

        Τούτο το βράδυ με βρήκε στο μπαλκόνι. Με έναν αναπτήρα μπόρεσης…γιατί σήμερα θέλω να καπνίσω τις μνήμες μου. Τούτο το κείμενο έχει ήδη γραφτεί πριν το χρόνο που ζω τώρα. Γεμάτο λέξεις, έτοιμες να λιποτακτήσουν από τα πρέπει και δήθεν, από φόβους και ψυχικές δικτατορίες. Γεμάτο τελείες, τόνους και αποσιωπητικά που έχασαν το νόημά τους στο διάβα των αναγκών που επιβάλλουμε επάνω τους. Οπότε το μόνο που μου απομένει είναι και εγώ τώρα με τη σειρά μου, να κοιτώ αυτές τις αράδες, αυτές τις λέξεις, αυτά τα σημεία στίξης και ένα-ένα, μία-μία να τα αποσύρω, να τα τραβώ πριν βρουν μια ματαιωμένη μοίρα νοήματος. Και τι θα απομείνει; Μη με ρωτάς. Απλά δες. Δες το τέλος σου εκεί πάνω. Θα απομείνει μια λευκότητα πάνω σε τούτο το χαρτί που θα εξιστορήσει τις ορφανές λέξεις μας, μα και θα αποκαλύψει και την έξοδο. Ναι, την έξοδο. Την έξοδο στον προορισμό σου. Αμαυρώνουμε  τις ψυχές μας κάθε μέρα, τρεφόμαστε με μουντά συναισθήματα, καρβουνιάζουμε τους χτύπους των καρδιών μας. Τι σου ζητώ; Να βρεις τον προορισμό σου σε αυτή τη λευκή κόλλα χαρτί. Να ξαναβρείς την πληρότητα της αγνότητάς σου, την ολόλευκη ελπίδα σου. Μέχρι αυτή η λευκή κόλλα χαρτί να γίνει το σύννεφό σου. Το σημείο επαφής σου με τα άνωθέν σου. Της ψυχικής σου πραγματικότητας. Αυτή λείπει, για να σωθούμε. Εκεί θα βρεις τα αρχέγονα μυστικά σου. Οπότε εσύ που πας τα σύννεφά σου; Τι σχήμα τους δίνεις; Σε ποια μοίρα θα τα οδηγήσεις; Σε αυτή του φευγιού μιας δειλίας ή στον προορισμό μιας βροχής που θα ξεπλύνει τα μέσα σου και θα ξεδιψάσει τα άνυδρα συναισθήματά σου;

        Ζούμε μέρες, εποχές, δυσερμήνευτες, όχι γιατί είναι , αλλά γιατί εμείς έχουμε ξεχάσει να τις «μεταφράσουμε» με τις ψυχικές τους διαστάσεις. Και κλεινόμαστε ως τρωκτικά σε ένα κλουβί, γυρίζοντας αενάως μάταια σε μια ρόδα κατάθλιψης και πανικού. Λες και είμαστε οι κρατούμενοι της Ιστορίας. Μα εμείς δεν την συνδημιουργούμε όλοι μαζί; Ή μήπως έχουμε παραιτηθεί αυτού του δικαιώματος; Τότε είναι που θα βαπτιστούν τα δικαιώματα…προστάγματα υποχρέωσης…άρα μην «κλαιγόμαστε» που αποφασίζουν ερήμην μας για εμάς. Λες και ξεχνάμε όλα όσα «πρέπει» να ξεχαστούν… Για να εμπιστευτείς τον άλλον, πρέπει πρώτα να εμπιστευτείς τον Εαυτό σου. Πότε ήταν η τελευταία φορά που τον εμπιστεύτηκες πραγματικά; Και εάν τον εμπιστεύτηκες, γιατί αφήνουμε στα παιδιά μας έναν κόσμο, έναν πλανήτη, μια κοινωνία, μια γειτονιά, γεμάτους από σαθρές άξιες, γεμάτους ελλείψεις από δικαιοσύνη, φτώχεια και ανισορροπίες; Και εδώ μιλώ για εποχές πριν της πανδημίας του ιού. Ή τελικά όχι δεν τον έχουμε εμπιστευτεί και απλά ζούμε με δανεικές προτροπές, συμβουλές, καθοδηγήσεις…για να μην φέρουμε ποτέ καμία ευθύνη, γιατί καταβάθος  δεν μας βολεύει να φέρουμε ευθύνη, άρα και πρωτοβουλία, επιθυμία, όνειρο, λαχτάρα επιλογής. Αλλά πάντα φίλε μου υπάρχει η επιλογή. Αρκεί να μην γίνεις εσύ αυτή για τους άλλους. Ζούμε σε συγχυσμένες μεταφράσεις υποκρισίας, με καρδιές χωρισμένες σε στρατόπεδα, με αντιδικίες, αφορισμούς, με ρατσιστικές σκέψεις, με φασιστικά συναισθήματα, με μονομερείς φόβους, ζούμε στον πλανήτη του ΕΓΩ… Πως φτάσαμε αδελφέ μου έως εδώ; Γιατί το δικό σου μέλλον να είναι το δικό μου παρελθόν; Ας δούμε τι μας ενώνει και όχι τι μας χωρίζει. Ή μήπως δεν μας ενώνει τίποτα; Γιατί τότε η ανθρώπινη αξία χάνει το νόημά της και είμαστε όλοι υπεύθυνοι σε αυτό…εκτός των παιδιών….Αυτό που μας ενώνει όμως τελικά δεν είναι αποκλειστικά η ζωή, αλλά είναι τελεσίδικα η αγάπη και η ελευθερία που φέρει μέσα της αυτή η ζωή. Ζωή χωρίς αγάπη, είναι ένα τζουκ-μποξ που δεν έχεις κέρμα να βάλεις σε αυτό, για να χορέψεις, να ακούσεις, να παρασυρθείς σε αρχέγονους συμπαντικούς ρυθμούς και τα δισκάκια δεν θα είναι τίποτα άλλο πάρα μαύρο δίσκοι σερβιρίσματος μιας αξόδευτης ψυχής. Ναι, φίλε μου, η ψυχή πρέπει να ξοδεύεται για να βρει την ύπαρξή της, την εκπλήρωσή της, για να γίνεις αυτό που ήσουν πριν μπουκώσεις αποκλειστικά και μονοδιάστατα με δυτικούς τρόπους σκέψης και ζωής.

        Εγώ θα επιμένω να μας ρωτώ…πως φτάσαμε έως εδώ; Μην μου πεις ότι δεν ξέρεις. Φτάσαμε με την απουσία μας, ενώ «ζούμε». Σήμερα η πραγματικότητα με έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις των ανθρώπων, αλλά παράλληλα σοφά και απλόχερα μου έδωσε τη λύση της. Εκεί σε μια γωνιά του δρόμου συνάντησα έναν παλαιωμένο σκουροπράσινο καναπέ. Βγαλμένο από άλλες εποχές, όπου κάθονταν οι χθεσινοί μας εαυτοί. Εγκαταλελειμμένο, μα τοποθετημένο με την όψη προς τον τοίχο. Και σκέφτηκα αυτό είναι! Αυτή είναι η θέση των καναπέδων στα σπίτια μας. Προς τον τοίχο. Ή θα έπρεπε να είναι. Γιατί στη μια περίπτωση καθόμαστε ηθελημένα «ανάπηροι» μπροστά σε ένα δολοφονικό κουτί συνειδήσεων- ως επί το πλείστο-  πληροφόρησης και ψυχαγωγίας , γεμάτο από φόβους, τρόμους, βιασμούς, δυστυχίες, άχρηστες ψυχαγωγικές εκπομπές ποτισμένες από κουτσομπολιά από τις ζωές των άλλων. Και η δική σου ζωή, η δικιά σου ζωή αδελφέ μου που είναι; Ή μήπως τη θεωρείς δεδομένη; Για αυτό πιο τίμιο είναι να γυρίσουμε τους καναπέδες μας στραμμένους προς στους τοίχους. Μπας και δούμε την αλήθεια του αδιεξόδου που έχουμε βάλει τους εαυτούς μας. Μπας και ξεβολευτούμε από τις άχρηστες και ανούσιες βολές μας, ειδάλλως θα έχουμε ζωές επί του κανα-πέος. Δεν ζητώ συγγνώμη για τη σκληρότητα των λέξεών μου και των σκέψεών μου. Σας ζητώ συγγνώμη που δεν έχω κάνει αυτά που θα μπορούσα, που δεν βοήθησα όσο ήθελα, που δείλιασα από εγωισμό. Ζητώ συγγνώμη σε εσένα, σε εκείνον…σε εμένα.

        Σήμερα τα ψυχολογικά μου οστά θέλω να βρουν το βήμα της στιγμής τους. Στην εποχή μας ζούμε τελικά το δώρο μιας «τιμωρίας» που δεν θα τελειώσει, εάν εμείς οι ίδιοι δεν κοιταχτούμε στον καθρέπτη της αυτοκριτικής και της ταπεινότητας. Αδελφέ δεν υπάρχουν οι μεν και οι δεν. Υπάρχει το εγώ που δεν έγινε εμείς τόσα χρόνια , που κάναμε τις ζωές μας βολικές στις αδυναμίες μας, που ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε «γιατί;» και που ποτέ αυτό το «γιατί» δεν βρήκε απάντηση μέσα από τις πράξεις μας. Μην βιαστείς να κατακρίνεις , γιατί αργά η γρήγορα θα βρεθείς όμηρος της δικιάς σου κατάκρισης. Μην βιαστείς να μισήσεις σε όποια όχθη και να είσαι. Εγώ δεν ανήκω σε καμιά από αυτές, όσα δίκαια και άδικα κουβαλάνε. Παρά μονάχα κοίταξε το ποτάμι που ενώνει αυτές τις όχθες. Εκεί θα βρεις τη λύση. Στη ροή του. Στη ροή των « μέσα» σου, ειδάλλως θα ζήσουμε σε μια αεροστεγή και αδυσώπητη μοναξιά….και αργά ή γρήγορα θα νιώσουμε και θα καταλάβουμε πόσο ανάγκη έχουμε ο ένας τον άλλον. Αδελφέ μου να ξέρεις ότι οι άνθρωποι που μιλάνε για ήθος συνήθως είναι αυτοί από τους οποίους το ήθος λείπει παντελώς. Το ήθος δεν λέγεται, δεν διαφημίζεται, δεν επιβάλλεται…απλά το ζεις έμπρακτα και σιωπηλά.

        Σήμερα νιώθω ότι οι λέξεις που αποτραβώ από αυτή την κόλλα χαρτί, μας γδέρνουν και οι αλήθειες που μένουν πίσω τους θα μείνουν ανείπωτες, αφού αφήνουμε τις σιωπές μας να τις μαστιγώνουν. Μα να θυμάσαι φίλε μου ότι τα αγκάθια των αληθειών αυτών δεν θα γεράσουν ποτέ. Μέχρι να ματώσεις. Για να δεις πως έτσι και μόνον έτσι θα είσαι ζωντανός. Άνθρωπε μην φοβάσαι με απελπισία τον θάνατο….είναι υποχρεωτικός αργά ή γρήγορα. Οπότε αφού δεν ξέρουμε πότε θα «αναχωρήσουμε», μπορούμε να ξέρουμε πως έχουμε ζήσει έως τότε. Τις κάπνισα και σήμερα τις μνήμες μου. Εις μνήμην λοιπόν… αφού οι λέξεις που έχουν γραφτεί βρήκαν τον σκοπό τους και λυτρώθηκαν, έφυγαν. Και εγώ έμεινα μονάχος μπροστά σε μια ολόλευκη κόλλα χαρτί που έχει πολλά να πει…έμεινα με την ψυχή μου. Και όταν όλα τελειώσουν, τότε και μόνον τότε, θα αναμετρηθεί ο καθένας με τη δικιά του…

Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Η ζωή σε μια κορνίζα...



 

        Το ξεκίνημα τούτης της μέρας, με βρήκε σε ένα συναπάντημα ανάμνησης και ταξιδιού. Σε ένα πετιμέζι χρόνου και νοσταλγίας. Με βρήκε στο χωριό μου. Το Φανάρι. Χωριό σε ρόλο λυχναριού των παιδικών μου αναμνήσεων. Ακουμπώντας το αυτή τη φορά, αναδύθηκαν εικόνες ρυτιδιασμένες, αισθήματα ηλιοκαμένα, λέξεις νωχελικές…αναδύθηκαν φιγούρες σε σώματα ηλικιωμένων γυναικών. Ή όπως εγώ τις  προσφωνούσα όταν πέρναγα τα καλοκαίρια μου στο χωριό. Η θειά-Μαίρη, η θειά-Αγορούλα, η θειά-Φωτεινή, η θειά-Κατίνα και βεβαία η γιαγιά μου, η Βούλα. Όλες μαζεμένες εκεί κάθε απόγευμα…στο πεζούλι της θειάς-Καραμήτραινας. Θειά, όχι θεία. Έχει σημασία ο τόνος σε εκείνον τον τόπο με την ντοπιολαλιά του. Όπως ο ρόλος που παίζει ο τόνος ανάμεσα στο ποτέ και στο πότε στις ζωές μας. Και όταν τις συναντούσα άκουγα την κλασσική ερώτηση… «τίνος είσαι συ;». « Ο εγγονός της γιαγιάς Βούλας, ο Άγγελος», απαντούσα με μια αυτοεπιβεβαιωτική διάθεση. Και ύστερα αυτές χαζογελούσαν. Τους άρεσε αυτό το πείραγμα.

        Καθώς κρατώ στα χέρια μου αυτή την κορνίζα που ενώνει το παρελθόν με το παρόν μου, η μνήμη μου μπουκώνει και ξεχειλίζει. Μια κορνίζα γεμάτη ζωή. Όχι για όλες αυτές τις γυναίκες. Αλλά για εμένα. Αυτές έχουν ήδη αναχωρήσει για μια άλλη αυλή, για ένα άλλο πεζούλι, όπου κάθε απόγευμα θα κοντοκάθονται η μια δίπλα στην άλλη και θα μιλούν έως ότου το βράδυ γίνει ένα με τις σκιές τους. Λόγια-κουβέντες βουτηγμένα στις ειδήσεις που άκουσαν στο ραδιόφωνο, λόγια –κουβέντες αρωματισμένα με κουτσομπολιά, λόγια –κουβέντες πασπαλισμένα με άχνη αναμνήσεων για το πώς ήταν κάποτε το χωριό και η γειτονιά τους, με τα γλέντια του, τις αγροτικές δουλειές, τα φωναχτά των παιδιών…λόγια-κουβέντες που τυλίγονταν με μια καληνύχτα του Θεού για προστασία.

        Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι μας επιφυλάσσει ακόμα το παρελθόν. Έαν είχαμε τη δυνατότητα να πάμε χρόνια πίσω τι θα ρωτάγαμε άραγε τον εαυτό μας; Μήπως τα αναπάντητα «γιατί;». Ίσως τους αναποτελείωτους φόβους που δεν πήραν την μοίρα μιας επιθυμίας, ενός πόθου; Άραγε θα ντύναμε τα «νομίζω» μας με τα «θέλω» μας; Θα ρωτούσαμε τους εαυτούς μας μόνο το «τι» ή και το «γιατί» συνέβη; Ο κόσμος μου, ο κόσμος σου, ο κόσμος αυτής της κορνίζας ήταν και είναι γεμάτος από όλα αυτά που συνέβησαν και που θα συμβούν. Το θέμα είναι να μπορείς να διακρίνεις τις νεκρές στιγμές σου από τις ζωντανές, όχι μόνο στο παρελθόν σου, αλλά και στο παρόν σου. Γιατί να ξέρεις ότι το παρελθόν μας, φέρει μέσα του αλήθειες που δεν θα παύσουμε ποτέ να κυνηγάμε. Φέρει μέσα του αλήθειες που μπορεί να μην οδηγούν πάντα στη λύτρωση, μα πάντα θα οδηγούν στην φώτιση. Φέρει ζωή. Όπως τούτη εδώ η κορνίζα που κρατώ στα χέρια μου τώρα δα. Σαν να ακούω τα χαχανητά των γυναικών αυτών, τις παρηγοριές τους, τον χτύπο από τις μαγκούρες τους στο κατευόδιο για τα σπίτια τους.

        Κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες. Κατεβαίνω στο τώρα. Και προστρέχω στο ίδιο σημείο που απεικόνιζε η κορνίζα. Θυμάστε το παιχνίδι που παίζαμε μικροί που με δυο ίδιες σχεδόν εικόνες έπρεπε να βρούμε τις διαφορές τους για να βγούμε νικητές; Ε, έτσι κάπως αισθάνθηκα και εγώ αυτή την στιγμή. Μόνο που οι διαφορές είναι πολλές και έκδηλες. Τα σώματα των γυναικών γίνηκαν φύλλα που τα χορεύει ο λίβας τόσο μαεστρικά σε χορό λεβέντικο, γεμάτο περηφάνεια. Η ολόλευκη κουρτίνα πλέον δεν υπάρχει. Έμεινε μόνον η αύρα της εκεί να στέκει άυλη, ολόλευκη, έτοιμη να προϋπαντήσει τους πάντες σαν ένας μπερντές όχι του καραγκιόζη, αλλά της ζωής. Οι μαγκούρες τους πελεκήθηκαν και μεταμορφώθηκαν σε σαμιαμίδια που γλιστρούν στη ζέστη της πέτρας, ψάχνοντας τον προορισμό της λύτρωσης ενός ίσκιου. Οι βαμμένοι ολοκόκκινοι τενεκέδες αλά γλάστρες με τους βασιλικούς και τα γεράνια τους, έμειναν ξεραμένοι στο πείσμα ενός αποτυπώματος που αρνείται να χαθεί στη φθορά του χρόνου. Το ασβέστωμα του πεζουλιού γκριζάρισε στον καμβά του χρόνου. Και τα τσεμπέρια έμεινα κενά, σαν άδεια κελύφη…και έγινα μαντήλια ενός ανεπιθύμητου αποχαιρετισμού.

        Μέσα μου όμως βρήκα μια ομοιότητα που ξεπερνά όλες αυτές τις διαφορές. Βρήκα μια κραυγαλέα αντίφαση στη λογική. Βρήκα την αγάπη για αυτά που ζήσανε και έζησα και εγώ μαζί τους. Βρήκα την αγάπη που εγκυμονεί το φως του παρελθόντος απέναντι σε όλες τις σκιές ενός άδειου παρόντος. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μπροστά σε αυτό το ερειπωμένο σκηνικό, τη δύναμη να ελευθερώσω τον εαυτό μου και να τον δώσω στον Εαυτό μου. Ένιωσα πάλι κάποια αόρατα χείλη να με ρωτούν «τίνος είσαι συ;» και έπιασα τον εαυτό μου απροσδόκητα αμήχανα να απαντά «ο εγγονός της Βούλας, ο Άγγελος». Και ύστερα πάλι τα χαχανητά να στήνουν ραντεβού μαζί μου. Υπάρχουν φορές που η επίσημη μνήμη μας, μοιάζει περισσότερο με πείσμα, παρά με πεπρωμένο. Υπάρχουν φορές που οι λέξεις στο χρονοντούλαπο της μνήμης αυτής υπερβαίνουν τα γράμματα που την αποτελούν. Και άλλοτε η αμνησία λεηλατεί πάνω στη δυνατότητα των λέξεων αυτών να φέρουν τις αλήθειες τους. Έχεις αναρωτηθεί ποτέ, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, ποια μνήμη κρατάς όταν «φεύγει» κάποιος δικός σου; Ποια μνήμη σου ζει το διαρκές μέσα στην εφήμερη ζωή σου;

        Πιάνω τον εαυτό μου να απολαμβάνει το χάδι ενός άυλου χρόνου. Πιάνω τον εαυτό μου σε μια ολόφωτη παραίσθηση ενός αιώνιου παρόντος που φέρει αυτή η κορνίζα. Πιάνω τον εαυτό μου να την κοιτά αυτήν την κορνίζα και αντί για την γιαγιά μου και τις θειές, να φωτίζομαι από έναν ασάλευτο ενεστώτα αγγέλων που με κοιτάν και αυτοί. Γιατί το φως τους μετατρέπεται σε αγάπη που παραμένει αναλλοίωτη στο πείσμα των καιρών έως ότου ειπωθούν τα «μη φωναχτά» που φέρουν όλες αυτές οι κορνίζες που κρατάμε στα χέρια μας. Τούτο το απόγευμα η ψυχή μου ίδρωσε και έσταξε την αλήθεια της…  

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...