Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Προορισμός της γυναίκας δεν είναι να εννοηθεί, αλλά να αγαπηθεί….


 

         Όταν θέλω μερικές φορές να «αποδράσω» από το εδώ και τώρα, ανάβω ένα τσιγάρο, ρουφώ δυο-τρεις φορές βιαστικά και ύστερα αφήνω τον καπνό να κυριαρχήσει ως το μόνο τοπίο μπροστά στα μάτια μου, ως ένα ξαφνικό σινεμά, ως μια τεράστια οθόνη, που μέσα από τη θολούρα ξεπροβάλλει μια ταινία που πρωταγωνιστής και θεατής της είμαι μονάχα εγώ. Βέβαια οφείλω να ομολογήσω πως αυτό το αιθερικό τρικ με το καπνό σίγουρα από κάποια ταινία θα το έχει ξεπατικώσει η μνήμη μου.

        Ανασκαλεύοντας χαρτιά, εικόνες, ανακάλυψα πως από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να διαβάζει τότε στην μεταεφηβική μου ηλικία τις κυριακάτικες εφημερίδες-με αυθόρμητη σπουδή- πάντα πήγαινα και διάβαζα συνήθως τα άρθρα γνώμης κάποιων για εμένα πολύ σημαντικών αρθρογράφων…που με άφηναν να μπω στον κόσμο των λέξεών τους και σαν πιτσιρικάς που μοιράζει τις εφημερίδες, έβαζα στη ζούλα στην τσέπη μου όποια λέξη έπεφτε από το γραφείο τους καθώς έγραφαν, για να μπορέσω και εγώ κάποτε να γράφω τα δικά μου κείμενα.

        Και ευθύς αμέσως με τη σιγουριά ενός χαρτοκόπτη έκοβα και μάζευα εικόνες από τις επιφυλλίδες και τα περιοδικά, που μέσα μου γεννούσαν όχι μόνο ερωτήματα, αλλά δημιουργούσαν ολάκερα κείμενα χωρίς απολύτως καμία λέξη. Εικόνες από τοπία, βλέμματα, πρόσωπα, σώματα. Κάπως έτσι σήμερα η γρήγορη ματιά μου έκανε μια τερματική στάση σε μια φωτογραφία από το «βημαgazino της Κυριακής» χρονολογημένη σχεδόν πριν 20 περίπου χρόνια. Στο δωμάτιο ένας καθήμενος άντρας, κοιτώντας πότε ως πιστός σε ένα θαύμα, πότε ως ένα μικρό αγόρι μπροστά σε μια «Μαλένα», πότε ως δυνάστης που δεν έχει τον έλεγχο, πότε ως ένας πόθος που λιμοκτονεί…απέναντί του μια ανείπωτη θηλυκή ομορφιά, ένα γυμνό γυναικείο σώμα ως άλλη αρχαία θεά Αφροδίτη, όπου το μόνο που ζητάς είναι να χαρτογραφήσεις σαν εξερευνητής τα τοπία εκείνα όπου ο έρωτας σου θα γίνει ταξιδευτής σε αυτό το κορμί, ψάχνοντας να ανακαλύψει την ξεχασμένη σου πατρίδα.

        Σαφώς και απερίφραστα σε αυτό τον ήχο των λέξεων που γράφω δε θέλω με τίποτα να παρερμηνευτεί πως το γυμνό γυναικείο σώμα είναι ένα έπαθλο για τον άντρα, ένα σκεύος ηδονής του. Τουναντίον μάλιστα. Σε έναν κόσμο όπου η σεξουαλική παρενόχληση, οι βιασμοί και οι εξαναγκασμοί σε οποιαδήποτε γυναίκα-κόρη,αδελφή,σύζυγο,μάνα- είναι τελεσίδικα ανεπίτρεπτες καταδικαστέες, αφορισμένες και όλοι εμείς οι άνδρες- γιος, αδελφός, σύζυγος, πατέρας- πρέπει να δράσουμε καταλυτικά και άμεσα και όχι να μένουμε σε ευχολόγια.

       Μερικές φορές συλλογιέμαι πως ο προορισμός της γυναίκας δεν είναι να εννοηθεί, αλλά να αγαπηθεί. Σαν  αλαφιασμένος έφηβος που δεν χωρά την τωρινή του ηλικία, ψάχνω εκείνη τη ματιά στη ΓΥΝΑΙΚΑ που δαμάζει της ζωής σου τα κύματα με των μαλλιών της τα νήματα. Σαν αλαφιασμένος έφηβος αναζητώ εκείνα τα φιλιά στη ΓΥΝΑΙΚΑ που γίνονται του έρωτα μεταλαβιά. Την ΓΥΝΑΙΚΑ εκείνη που και στις τέσσερις εποχές της σε λυτρώνει ΑΝΤΡΑ από τις ενοχές. Ω εσύ άντρα, κάθε άντρα, γίνε μια μνήμη στο κορμί της, ένα γεια στη φωνή της. Άστην  να γίνει η Ανατολή και η Δύση , πριν ο εγωισμός σου αποφασίσει. Γίνε μονομάχος, μικρός και μεγάλος και ας ξέρεις πως θα «εξοντωθείς». Μονάχα έτσι θα λυτρωθείς. Άσε τη ματιά σου να ξαποστάσει στο βλέμμα της, μπας και γίνεις μνήμη που ανακαλύπτει τα μονοπάτια της.  Νοστάλγησέ την ως μια καληνύχτα και πες το πιο ολογέμιστο όχι στο κάθε «αν» και στο κάθε «όταν» του φόβου σου.

        Γίνε κλειδοκράτορας, της κάθε πόρτας του κορμιού της. Ειδάλλως ω εσύ άντρα, θα νιώσεις τους έρωτες που θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει και δεν υπήρξαν. Και τότε θα δεις το σώμα σου να περιφέρεται μάταια, άσκοπα σαν κουφάρι που δεν έχει ζωή. Θα νίωσεις την καρδιά σου να χτυπά χωρίς ρυθμό, σαν ξεκούρδιστο ρολόι που έχασε τον χρόνο του. Θα κουβαλάς τα χέρια σου σαν γερμένα, σχεδόν ξεριζωμένα κλαδιά που δεν κράτησαν ποτέ τους κανένα άνθος και καρπό. Θα καταλάβεις στα μάτια σου πως η «κόρη» είναι που τα κάνει να βλέπουν την ομορφιά τριγύρω. Θα ξεραθούν τα χείλη σου σαν ηφαίστεια ανενεργά, χωρίς λάβα έρωτα, κορμιού και ηδονής. Θα λογιαριαστείς με τις σκέψεις σου που μάντεψαν, αλλά δεν άντεξαν. Γίνε προσκυνητής στο δρόμο της. Στο δρόμο μιας ιερής ομορφιάς. Γίνε για λίγο ο άντρας της φωτογραφίας που ζητά τη λύτρωση στις λέξεις του:

                               Για εμένα είσαι το ωραιότερο ελάττωμα της φύσης

                               μια ατέλεια γεμάτη τελειότητες

                               ο δαίμονας που με στέλνει στην κόλαση

                               από την πόρτα του παραδείσου

                               το πιο χαριτωμένο ερωτηματικό.

        Άκου την καρδιά σου, εκεί ζούνε οι αναμνήσεις για το μέλλον σου. Γίνε ένα βλέμμα, όπως του άντρα στη φωτογραφία, απείρως διεισδυτικό που η μια του άκρη έχει πιαστεί στο άγκιστρο και τρέμει. Τρέμει στη λίμνη της λαχτάρα της. Γίνε εκείνος ο αντάρτης που θα ανέβει στο στήθος της, στις κορυφές που θα στήσει σημαία όχι νίκης, αλλά της πιο ποθητής γενναίας παράδοσης. Και άκου από εκεί τα καρδιοχτύπια της, τους πόθους της, αλλά και τους φόβους της, τις πληγωμένες της μνήμες που αιχμαλωτίζουν το σώμα και τη ψυχή της. Ψηλάφισε το σώμα της που είναι πλασμένο και από απουσίες. Απουσίες στοργής, χαδιού, ηρεμίας, φροντίδας. Και γίνε αυτή η παρουσία τότε που γεννιέται από την αρχή εκείνη όπου η ζωή σου θα λογιστεί ως μέτρημα για την αξία της.

       Γίνε βουτηχτής στα βάθη των εσωτερικών αναγκών της. Γίνε ο βαθύς χρόνος…που είναι ο χρόνος πριν από το χρόνο. Ξέρω, ξέρω ω εσύ άντρα. Θα μου πεις όλα τούτα δεν γίνονται. Η προσπάθεια φίλε μου είναι το γινόμενο και όχι το αποτέλεσμα. Το τι νιώθεις είναι η πυξίδα και όχι πότε θα φτάσεις. Γιατί ο άνδρας για τη γυναίκα και η γυναίκα για τον άνδρα είναι η σωτηρία χωρίς όρια στα όρια. Είναι το μυστήριο που οι πράξεις ζωής μονάχα φανερώνουν. Γίνε για λίγο ο άντρας της φωτογραφίας που κρατά σφιχτά, κατηχητικά τα χέρια του γιατί:

                                               Θέλει να αναγνώσει το σώμα της

                                               να ρίξει το πεινασμένο κοπάδι των πόθων του

                                               για να βρει το πέρασμα της λύτρωσης

                                               το κουράγιο για να υπάρχει.

       Μάγκα, προορισμός της γυναίκας δεν είναι να εννοηθεί, αλλά μονάχα να αγαπηθεί….

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

'Ενας άστεγος που άκουγε τη γη του...


 

              Παραμονή Καθαράς Δευτέρας. Και εμένα με βρίσκει τούτο το απόβραδο αντιμέτωπο ή σύμμαχο- ακόμα δεν ξέρω- με μια λευκή κόλλα χαρτί, που λαχταρά να προϋπαντήσει τις σκέψεις μου, σαν μουσαφίρηδες λέξεων, που δεν ξέρω ούτε τη σειρά τους, ούτε πόσο θα καθίσουν, ούτε καν με τι θα τους φιλέψει αυτή η λευκή κόλλα χαρτί.  Υπάρχουν φορές όπως τούτη που θέλω να φέρω τα μέσα μου έξω. Να ντυθώ με τη φόδρα των σκέψεων μου. Ξέρεις αυτή τη φόδρα που πάντα και τακτικά μεριμνούμε να μην ανακαλύπτουμε.

                Σήμερα μια ερώτηση ενός πιτσιρικά προς τη μητέρα του με έκανε να σκεφτώ πως παρότι το τριήμερο αυτό είναι το τριήμερο της Απόκρεω, εμείς οι μεγαλύτεροι θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάτι. Πιότερο ηθικό και έντιμο είναι να φοράμε μάσκες τώρα τις μέρες των γιορτών αυτών, παρά στο υπόλοιπο του ημερολογιακού έτους. Γιατί; Μα γιατί δεν ήξερα τι να σκεφτώ και τι να απαντήσω και εγώ στην ερώτηση που έκανε αυτός ο χαριτωμένος πιτσιρικάς στη μαμά του: «αφού αύριο είναι Καθαρά Δευτέρα, γιατί να μην υπάρχει καθαρά Τρίτη ή Τετάρτη; Σημαίνει ότι οι υπόλοιπες μέρες είναι βρώμικες;». Η αγνή, άδολη και απρόσμενη ερώτηση αυτή του μικρού φίλου δεν χωρούσε καμία μονολεκτική απάντηση. Ή καλύτερα δεν χωρούσε καμία βολική αλήθεια. Λες και οι υπόλοιπες μέρες μας έχουν μείνει βρώμικες, παραμελημένες, χωρίς φροντίδα από εμάς. Ή μήπως έτσι είναι; Σάμπως δεν ζούμε σε μια ένδεια γυμνού παρόντος, αφού με περισσή ευκολία και ανακούφιση γεμίζουμε μια βρώμικη Πέμπτη, ή μια Παρασκευή λερωμένη,  με ταπεινωμένα τοπία συναισθημάτων, με τροχιές άδειων βλεμμάτων, με πτώσεις γεμάτες φόβους σωπασμένες από καιρό;

                Μήπως ένα λιγδιασμένο Σάββατο δεν είναι στιγματισμένο και αυτό από συγχύσεις που τρέφουν την απελπισία μας, από υπερβολές καταναλωτικές που όχι μόνο επιτρέπονται αλλά τις θεωρούμε και επιβεβλημένες; Μήπως μια Τρίτη που αγκομαχά να γίνει Κυριακή, δεν μυρίζει μπόχα από ένα οθονικό σύμπαν όπου οι ζωές μας κυλούν σαν μια ροή αναμονών που ποτέ δεν εκβάλλει; Και τελικά τι μένει; Μια Καθαρά Δευτέρα. Μια Καθαρά Δευτέρα όπου η καρδιά  σου ως άλλος χαρταετός ποθεί, στέργει να πετάξει όσο πιο ψηλά γίνεται. Δώσε στο χαρταετό τη μορφή που η ψυχή σου θα σου πλάσει γενναιόδωρα και δες έως που μπορείς να φτάσεις.

                Οι ζωές μας αναπνέουν  στο «ανάμεσα». Ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Στην ελευθερία ή στη τυραννία ενός φόβου. Στην καθαρότητα ή στη δυσωδία μιας βρωμιάς. Ζούμε σε εποχές βίαιων αληθειών , όπου οι καιροί μας, μας καλούν να σκεφτούμε. Καλούμαστε να ξυπνήσουμε από το λήθαργο της ψυχικής μας ακινησίας, ειδάλλως θα γίνουμε πασατέμπος που θα μας φτύνει η πραγματικότητα μας. Ξέρεις δεν είναι κακό, ακόμα και αν δυσκολευτείς να πετάξεις τον χαρταετό της ψυχής σου. Δεν είναι κακό αν σου πέσει στη γη. Μα γιατί; Μα γιατί πάντα μέσα από  κάθε δυσκολία, στραβοτιμονιά, στραβοπάτημα βλασταίνει η προσπάθεια για αυτογνωσία και αυτοκριτική. Μα γιατί πρέπει να ακούσεις τη γη μέσα σου. Εκεί που πατάς. Τη βάση σου. Τη βάση του είναι σου. Και πως θα γίνει αυτό; Γίνε ζητιάνος, γίνε άστεγος για λίγο και θα δεις ότι όλες σου οι αισθήσεις θα εκτιμήσουν το καθετί που θα σου δοθεί και θα ιεραρχήσεις τις αξίες σου ξανά ως τα ζύγια στο χαρταετό σου.

                 Δεν με πιστεύεις; Πίστευε και μη, ερεύνα. Όπως ακριβώς διάβασα, έκανε ένας άστεγος στη χώρα μας, που εκεί που απάγκιαζε για ακόμη μια μέρα όλα τα υπάρχοντα του καταγής, άκουγε- μέρες πριν τους πρόσφατους σεισμούς- όταν το βράδυ έμεινε μόνος του, τη γη  να του μιλά με βρυχηθμούς, με βοές, με τριξίματα. Η γη καλούσε να την ακούσουμε. Να την αφουγκραστούμε. Να της δώσουμε χρόνο και έγνοια. Εάν δεν ακούς τη γη σου, τα χώματα σου, εάν δεν ακουμπάς τις μορφές που παίρνουν οι πέτρες,  κανέναν χαρταετό δεν θα μπορέσεις να πετάξεις ψηλά. Μόνο με την ταπεινότητα της εσώτερης γης σου θα μπορέσεις να καθαρίσεις τις μέρες σου και δεν θα περιμένεις μόνο και αποκλειστικά μια Καθαρά Δευτέρα για να πετάξεις ως μια πεινασμένη αύρα που λαχταρά φως και το απέραντο του ουρανού.

                Αναζήτα εκείνον τον χρόνο της κάθε σου μέρας, τον χρόνο της ψυχής σου όπου κανένα ρολόι, κανένα ημερολόγιο δεν θα μπορέσει να το μετρήσει και θα δεις πως από τα πιο βέβαια βγαίνουν τα απίθανα, πως μετά από άχρονες στιγμές της ταιριαστής ζωής χώμα και ουρανός θα γίνουν συγκινήσεις… μια λιχουδιά ήλιου που θα ζεστάνει τη γη σου άστεγε για να μπορείς να ξαπλώνεις πάνω της και να την ακούς… καθαρά σε καθαρές μέρες.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Αγάπα τις σκουριές σου και κάνε τις πληγές σου πηγές σου...



 

       Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μέρα γεμάτη ψιθύρους και σιωπές, σε μια μέρα μπολιασμένη με χαραμάδες ουρανού, ζούσε μια μοναχική κοπέλα. Καθότανε που λέτε σε ένα τσιμεντένιο παγκάκι, όπου απέναντί της βρίσκονταν ένα σκουριασμένο κάγκελο και ατένιζε μελαγχολικά τη θάλασσα. Ήθελε να ξεπλύνει τη θλίψη της μέσα στη θάλασσα από τις πληγές που κουβαλούσε καιρό τώρα. Μα δε μπορούσε. Υπήρχε ένα εμπόδιο. Οι σκουριές της, που βρίσκονταν πάνω σε αυτό το κάγκελο. Όχι κάποιες τυχαίες, οποιεσδήποτε σκουριές. Ήταν οι δικές της σκουριές που αντί το κάγκελό της να το έκαναν στήριγμα για το «από εδώ και πέρα», το μετέτρεπαν σε ένα στενόχωρο όριο. Το όριο που έβαζαν οι φόβοι, οι ανασφάλειες και η παραίτησή της μέσα της.

        Είχε καιρό τώρα που ζούσε, επιθυμούσε, σκέφτονταν και αισθανόταν σε ένα κόσμο μαρμαρυγής και ψιθύρων. Σε ένα κόσμο σιωπηλού και ήρεμου πανικού. Σε αυτές τις κουρασμένες ώρες της ζωής της, προσπαθούσε να καταλάβει γιατί μέσα της αισθάνονταν «ότι δεν είχε χρόνο», γιατί «ένιωθε αποκομμένη από την ανάσα της ψυχής της». Λες και ο εντολοδόχος της πραγματικότητας της ήταν αυτές οι σκουριές, όπου με πολύ δόλια μαεστρία ο εγωισμός των πληγών της, τις άφηνε να πολλαπλασιάζονται με οξείδωση και αλμύρα. Όχι την αλμύρα της θάλασσας που έστεκε πάντα εκεί, ακριβώς δίπλα της, σιμά της, έτοιμη να τη δεχτεί και να την ταξιδέψει. Αλλά των δακρύων της, που με τη δικιά τους αλμύρα σκούριαζαν το κάγκελο και από στήριγμά της το έκαναν σαθρό ακουμπιστήρι ανέλπιδων λύσεων.

        Γύρω της το έδαφος γίνονταν η προσομοίωση της ζωής της. Ένα γκρι, ψυχρό, άψυχο τσιμέντο. Και η κοπέλα ένιωθε σαν ένας επίπεδος πίνακας ανακοινώσεων που το μόνο που μπορούσε να διαβάσει κανείς ήταν ένα αναποτελείωτο «γιατί?». Ένα «γιατί σε μένα?». Που ερωτοτροπούσε όμως μόνο με αδιέξοδες απαντήσεις. Και όπως σε όλα τα παραμύθια, έτσι και σε τούτο εδώ, κατέφθασε ο «πρίγκηπας» μεταμφιεσμένος σε έναν πρόσχαρο, χαμογελαστό νεαρό άνδρα που μόλις είχε καταφθάσει με το άτι της όμορφης διάθεσής του για ήλιο και για θάλασσα. Δηλαδή για φως και ταξίδι. Τα δυο σημαντικά συστατικά για να αρχίζει κάποιος με το γυαλόχαρτο της ψυχής του να λειαίνει για να διώξει τις πληγές μιας σκουριάς και να τις κάνει πηγές μια καθάριας και λυτρωτικής δίψας για ζωή. Σαν ένα ταξίδι μέσα στο άπειρο…μόνο σε μια ζωή. Πλησίασε που λέτε με ένα σφύριγμα γεμάτο αγέρι τη θλιμμένη κοπέλα.

-«Γεια».

-«Ε…γεια»…ξαφνιάστηκε η κοπέλα.

-«Είδα που είσαι μόνη σου και είπα να μοιραστώ την καλημέρα μου».

-«Ε…ξέρεις δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Έχω τα δικά μου. Τις δικές μου σκοτούρες».

-«Και εγώ έχω τις δικές μου χαρές. Οπότε τι λες…θες να τις μοιραστούμε?».

-«Πώς να τις μοιραστούμε? Τι εννοείς?».

-«Να τις μοιραστούμε όπως ένα ζεστό καρβέλι ψωμί. Να το μοιραστούμε με όλες μας τις αισθήσεις. Να τις χορτάσουμε. Άσε τις αναπνοές σου τις καταπιεσμένες να βγουν να ξαλαφρώσεις».

-«Μα δεν ξέρεις τίποτα για εμένα».

-«Ούτε εσύ για εμένα. Οπότε ισοπαλία. Περίφημα».

        Πλέον το πρόσωπο της κοπέλας ένιωθε αναπάντεχα αιφνιδιασμένο και ένιωθε πως της άρεσε αυτός ο αιφνιδιασμός.

-«Ξέρεις είμαι γεμάτη με αναπάντητα ¨γιατί¨ μέσα μου, ¨γιατί σε εμένᨻ.

-«Ξέρεις τι ξέρω? Ότι οι λύσεις γεννιούνται , δεν σερβίρονται. Οπότε σε κάθε ¨γιατί¨, θα απαντάς ¨γιατί όχι¨. Και σε κάθε εμπόδιο και προβληματισμό θα απαντάς με ένα ηλιόλουστο ¨ε και?¨….και εάν δεις ότι δεν έχεις τίποτα σοβαρό, στιβαρό, αληθές να απαντήσεις θα σημαίνει τότε ότι μπορείς  να λύσεις, να αντιμετωπίσεις κάθε σου πρόβλημα. Χρόνο έχεις γιατί αντέχεις. Θα νιώσεις τις αλήθειες που συνιστούν το είναι σου να σε διεκδικούν».

        Χωρίς να το καταλάβει η κοπέλα, τα δάκρυά της σιγά-σιγά, δειλά-δειλά στέρεψαν και αυτά που ήταν ακόμα πάνω στο πρόσωπό της με μια κίνησή της εν ονόματι του ήλιου, φάνηκαν σαν διαμάντια που λαμπύριζαν με φως και επιθυμίες. Σηκώθηκε αργά μα αποφασιστικά και κατευθύνθηκε προς το σκουριασμένο κάγκελο. Το ακούμπησε με τα ακροδάχτυλά της λες και ακουμπούσε τους ρόζους του, που φανέρωναν τον χρόνο που άφησε να φύγει για να γίνουν αυτές οι σκουριές. Σκέφτηκε πως στην προσπάθειά της να εξαντλήσει τις απαντήσεις των ερωτημάτων της που μέσα της τη βασάνιζαν, εξαντλήθηκε τελικά η ίδια. Ένιωσε πως τα μάτια της στερήθηκαν το φως. Λες και ήταν λέξεις παγωμένες από καιρό, πριν από το ξέντυμά τους. Πλέον ήθελε να λειάνει τις πληγές της σε πηγές επιθυμίας, έντασης, συγχώρεσης και αγάπης.

-«Ξέρεις στις ζωές μας υπάρχουν κάποιες βεβαιότητες που μας εγκαταλείπουν».

-«Έχεις δίκιο», απάντησε η κοπέλα.

-«Άραγε ξέρεις πόσο ζωή έχουμε εμείς οι άνθρωποι?», τη ρώτησε ο νεαρός.

-«Μέχρι να τελειώσουμε μήπως?».

-«Όχι. Πόση ζωή έχουμε?».

-«Μέχρι να ξεπληρώσουμε τα λάθη μας?».

-«Όχι, όχι. Να νιώθεις όταν ρωτάς τον εαυτό σου για το πόσο ζωή έχεις μέσα σου. Η απάντηση είναι μόνο μια και απλή. Μέχρι να πάψεις να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Τούτο σκέψου. Τη διαφορά του πόνου και του δίκιου στην καρδιά του ανθρώπου. Ίσως αυτό δεν μας αφήνει να ρουφάμε τη ζωή μέσα από τις όμορφες, ατίθασες και αληθινές μικρότητές της. Για αυτό σου λέω…αγάπα τις σκουριές σου».

       Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ μακριά από την κάθε μέρα σου, ζούσε ένας νεαρός που στα χείλη του, στο σφύριγμά του κουβαλούσε πάντα το αγέρι της πίστης και της μπόρεσης….

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...