Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Ολομόναχοι μαζί...

                Σήμερα ένιωσα ότι ζούσα μια απάτητη μέρα. Σε μια μέρα εκτός χρόνου, σχεδόν ακίνητη. Απάτητη από φόβους, από θλιβερές περισυλλογές, από μοναξιές που κλείνονται σε πληθυντικό αριθμό. Σήμερα προσπάθησα να γίνω λαθρακουστής των ανείπωτων μυστικών. Ποιών; Των δικών μου, των δικών σου…η σειρά άλλωστε δεν έχει σημασία. Σήμερα, η μέρα μου ξεκίνησε με μια σκυτάλη. Η αφετηρία της , μια πρωινή κουβέντα με τον αδελφικό μου φίλο Γιώργο, που εξαιτίας μιας επιτηδευμένης, σκόπιμης, «τυχαίας» μνήμης, ανασύραμε από το 2004 μια ταινία που είχαμε δει μαζί με τίτλο «Ολομόναχοι Μαζί», σχολιάζοντας το διαχρονικό νόημα του τίτλου στις μέρες μας και δη σε αυτές τις παράξενες εποχές που ζούμε. Μας επέτρεψε τουλάχιστον αυτή μας η συγχυσμένη ομιλία να πούμε τα λιγοστά μας διψασμένα λόγια…έστω λειψά και μισοτελειωμένα. Να δραπετεύσουμε από αυτό το κουρασμένο μεταμοντέρνο παρόν…έστω και λίγο. Η κουβέντα μας αυτή μετέπειτα μου άφησε μια αίσθηση, πως όταν όλα ξεκινούν από την αρχή, που θα με βρει αυτή η αρχή, αναρωτώμενος τι ξεκινάει από την αρχή αυτή για εμένα. Ένα «ολομόναχος» ή ένα «μαζί»;

                Ζούμε σε εποχές που πλέον οι άνθρωποι ως τηλεθεατές, καλούμαστε να ψηφίσουμε τον αγαπημένο μας φόβο με televoting … το φόβο της ημέρας, του μήνα, του χρόνου μας. Να ψηφίσουμε σε ποιόν φόβο μας να ανήκουμε και να επενδύουμε τις ζωές κατόπιν πάνω σε αυτόν… ολομόναχοι μαζί. Ζούμε σε καιρούς που ούτε η ελευθερία, ούτε η ζωή δεν είναι κάτι δεδομένο και πρέπει ο καθένας κάθε μέρα ξανά από την αρχή να κοπιάζει να τις κερδίσει. Και όλα αυτά μέχρι τα κύματα των ζωών μας να ανταμώσουν, να ψηλαφήσουν, να αγγίξουν τα όριά τους. Πλέον δεν υπάρχει χωροχρονικά και άλλος τρόπος.

                Ζούμε σε εποχές όπου δουλεύουμε στη βιομηχανία του περιττού. Του περιττού καταναλωτικού αγαθού, του περιττού  συναισθήματος, του περιττού αγγίγματος, της περιττής αγκαλιάς, του περιττού φιλιού, του περιττού λόγου, του περιττού βλέμματος… και όλα αυτά ολομόναχοι μαζί. Και έτσι γινόμαστε πουτάνες ερωμένες της μοναξιάς. Πότε θα κατανοήσουμε πως καθώς μεγαλώνουμε δεν σημαίνει απαραίτητα ότι και ωριμάζουμε, αφού βάλαμε τάπα στην ψυχή μας και η καρδιά μας δεν αγναντεύει ουρανό. Και έτσι αργά, σταθερά μα σίγουρα καλουπώνουμε τις παροντικές και μελλοντικές μας μνήμες σε ανάγκες, ανάγκες προσαρμοσμένες πάντα σε νόμους και μόνο επιβίωσης, νόμους ελεύθερης αγοράς. Άραγε η άσκοπη ταχύτητα που ζούμε τις ζωές μας είναι υπάκουη στους κανόνες της αγοράς; Και όλα αυτά ολομόναχοι μαζί.

                Οι μέρες μας περνούν, με μια αρχή χωρίς τέλος και τελειώνουν χωρίς καμία αρχή για το αύριό μας. Λες και ζητάμε να ζούμε σε μια αμετάπειστη ελευθερία που δεν θέλουμε για κανέναν λόγο να την αξιωθούμε. Μα να ξέρεις πως μόνο όταν βηματίζεις έξω από τον προκαθορισμένο εαυτό σου, θα αρχίσεις να ζεις. Αναρωτήσου για το «τι» και το «προς τι» πρέπει να ζεις. Άφησε αυτό το γαμημένο τηλεχειριστήριο της ζωής σου με τα εντεταλμένα προγράμματα ζωής και επιλογής που σου επιβάλλουν ως δήθεν δικιά σου επιλογή, πάτα αυτό το μπουρδέλο off και γύρισε να δεις τι απέμεινε από εσένα. Γύρισε το βλέμμα σου στα ερείπια της πραγματικότητάς σου. Εκεί όπου θα δεις πόσο καιρό έως τώρα ζούσες στον αφρό του παρόντος σου και όχι στην ουσία του. Εκεί που η περιέργειά σου δεν υπάρχει, την έχεις προ καιρού διώξει. Σου έχουν μείνει απλά κάτι υπολείμματα της παιδικής σου ηλικίας. Μα αυτή η ίδια η περιέργεια για ζωή σε έκανε τότε που ήσουν παιδί ευτυχισμένο. Εκεί όπου κοιτάς τον κατάλογο των διλημμάτων σου με το βλέμμα στραμμένο στο επόμενο τίποτα και αντί να διαλέξεις έστω ένα δίλημμά σου να καταπιαστείς με αυτό, να το χορτάσεις με ερωτήσεις, τόλμη και εμπειρία, μένεις τελικά νηστικός σαν μια επιθυμία που πάσχει για ένα τίποτα. Είμαστε σε έναν πόλεμο, μα εμείς ζούμε με έναν ήρεμο πανικό. Και όλα αυτά ολομόναχοι μαζί.

                Ζούμε σε εποχές που τα νοήματά μας κοιμούνται στον βυθό, εκεί που υπάρχει πάντα ηρεμία, μα εμείς κοπιάζουμε να τα ψαρέψουμε σε μια αφρισμένη επιφάνεια κυμάτων που πλατσουρίζουν οι εγωισμοί  μας…γιατί ζούμε σε μια «δημοκρατία» εγωισμών. Ο κάθε εγωισμός κάνει ότι θέλει, αρκεί να είναι ολομόναχος μαζί .

                Και τότε εκεί που δεν το περιμένεις έρχεται η ίδια η ζωή να πάρει τη σκυτάλη σου, γιατί όσο και να θέλεις να αποφύγεις την ουσία της πραγμάτωσής της … τσουπ θα έρθει εκείνη η στιγμή που θα επιλέξει αυτή για εσένα, καθώς εσύ δειλιάζεις από συμφέρον και αφήνεις την απουσία σου να επιλέξει.  Για ποια σκυτάλη μιλώ; Αυτή που η ζωή απλόχερα μας παρακίνησε να παραδώσουμε στην επόμενη γενιά. Εκεί ανάμεσα σε ένα βραδινό περίπατο, ανάμεσα στο σεργιάνι δρόμων και αντοχής καταλήξαμε η Λεία και εγώ να ξαποστάσουμε σε μια παιδική χαρά μιας πλατείας. Μετά από λίγη ώρα περάσε από μπροστά μας ένας έφηβος και κάθισε παρακεί με μια εντύπωση για εμάς ενός μοναχικού και προβληματισμένου αγοριού. Με παρακίνηση καρδιάς η Λεία τον πλησίασε για να δει μήπως έχει κάτι, πιάνοντας του την κουβέντα. Μέσα από αυτήν την όντως ασυνήθιστη και απρόσμενη κουβέντα τους η Λεία και εγώ γίναμε σοφότεροι. Αυτό το γυμνασιόπαιδο είχε βγει απλά να ξεσκάσει για λίγο από τα μαθήματά του, χωρίς να συντρέχει κάτι σοβαρό. Απλά αναρωτιόταν σκεφτόμενος ύστερα από ένα βιβλίο που είχε διαβάσει το ερώτημα που μοιράστηκε και με τη Λεία: «Άραγε, εμείς όλοι μας, όλοι οι άνθρωποι έχουμε ελευθέρα βούληση ή όλα είναι προκαθορισμένα και προεπιλεγμένα; Υπάρχει τρόπος να επιλέξουμε την ελευθέρα βούληση;».

                 Εκτός από αυτόν τον όμορφο αιφνιδιασμό, εκτός από αυτήν την αναπάντεχη ομορφιά των ερωτήσεων, η Λεία και εγώ  νοιώσαμε λυτρωτικά ανακουφισμένοι. Ανακουφισμένοι γιατί ο προορισμός της σκυτάλης της ζωής δεν είναι να τερματίσει, αλλά να παραδίδεται σε νέες ολόφρεσκες πνοές… αενάως αέναα, χωρίς αυτή τη φορά να είμαστε ολομόναχοι μαζί.

                Μην ξεχνάμε ούτε στιγμή πως είμαστε οι επιλογές μας, μα μπορούμε να γίνουμε και οι επιλογές που θα συνδημιουργήσουμε με αλληλεγγύη και αγάπη. Αυτές οι επιλογές περιμένουν εμάς να τις «ανακαλύψουμε». Θέλει χρόνο μα θέλει τους κόπους μας. Οι ζωές μας ολοκληρώνονται μόνο μακριά από τα «πρέπει» που επιβάλλονται από τους άλλους για εμάς, καθώς ζούμε σε εποχές που το κέρδος και η εξουσία καθορίζουν τους κανόνες και τους νόμους του βίου μας.  Όχι η αγάπη, η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση. Δεν σας λέω τίποτε άλλο από αυτό που εσείς ήδη ξέρετε. Γιατί η ζωή χωρίς αλλαγές δεν είναι ζωή. Μην νοιάζεστε για το «τέλος», αλλά για το « μέχρι τέλους»… για να μην σακατέψουμε και ξεπαστρέψουμε τις ζωές μας ολομόναχοι μαζί. 


 

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Κάθε "βάλε" έχει μέσα του και ένα "λάβε"...


 

        Τι είναι αυτό που χάνεται όταν η ψυχή αφήσει το σώμα; Είναι αυτό που κερδίζεται όταν ένα σώμα, μια ζωή, ένας άνθρωπος σωματοποιεί τις αλήθειες της ψυχής του με αγάπη, ενσυναίσθηση και ταπεινότητα. Όσοι διαβάσετε τούτες τις αράδες ίσως σκεφτείτε πως τα παραπάνω ανήκουν στο χωροχρόνο μιας ουτοπίας ή μιας ματαιόδοξης μεγαλοστομίας. Αυτές τις μέρες είχα την αφοπλιστική ευκαιρία να διδαχθώ από τις ζωές κάποιων συνανθρώπων μου , που βιώνουν τα τραύματά τους ως θαύματά τους. Μέσα λοιπόν στις μέριμνες του καθημερινού βίου τρεις ζωές , τρεις άνθρωποι, μου δίδαξαν τις αζύγιστες, αλλά βαρύνουσες αξίες ζωής τους μέσα από μια καινούργια γνώριμη λέξη, με εμένα το καταληκτικό γράμμα της. Τη λέξη ΒΑΛΕ. Το Β τούτης της λέξης κουβαλά τη ζωή του κυρίου Βαγγέλη. Ενός αξιοπρεπέστατου μουσικού του δρόμου. Ενός ανθρώπου που παρά τις αναποδιές και τις δυσκολίες της ζωής, εκεί κάθε απόγευμα, σαν ένα παιδικό πείσμα, εισπνέει και εκπνέει την ψυχή του μέσα από ένα παλιό σαξόφωνο και μέσα από τις ταξιδιάρικες μελωδίες του, κάνει τις κινήσεις του ουρανού να γίνουν κινήσεις της ψυχής του. Τόσο ατέρμονες, τόσο απέραντες, τόσο γαλανές…τόσο όπου οι αναμνήσεις μας να σιγοντάρουν τις νότες του αυτές με ένα πιο ροκ ρυθμό, με μια πιο τζαζ νοσταλγία, με μια πιο μπαλάντα διάθεση. Εκεί κάθε απόγευμα με ένα χαμόγελο αφοπλιστικό, με έναν λόγο πληγωμένης ευγένειας που το μόνο που θέλει από εμάς είναι το γράμμα Ε.

        Στο συναπάντημα του καιρού μου με την αλήθεια, εκεί λίγο πριν τις σκάλες του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου ξεπρόβαλε η φιγούρα ενός Α. Του κυρίου Ανδρέα. Ενός μεσήλικα ανθρώπου που για να βιοποριστεί, με ευγένεια, υπομονή και πίστη είχε για πραμάτεια του το περιοδικό «ΣΧΕΔΙΑ». Δεν ζητούσε ελεημοσύνη, ούτε επαιτεία. Διψούσε όπως για πίστη του ανθρώπου στον άνθρωπο, για μια ζεστή κουβέντα, για ένα βλέμμα αγκίστρι για να τον τραβήξει από τα στενόχωρα σχέδια της ζωής του και να γίνει μια σχεδία της καθημερινής επιβίωσής του. Εκεί και αυτός κάθε απόγευμα , παρά τα θέματα υγείας του, να προσπαθεί καρδιακά με έναν λόγο του να σου μεταφέρει πως μόνο η πίστη σώζει. Όπως εκείνο το απόγευμα που δεν είχε πουλήσει ούτε ένα περιοδικό και με μια συνετή απλότητα, όταν είδε έναν νεαρό με κινητικά προβλήματα που με το αναπηρικό του καροτσάκι δεν μπορούσε να μπει στο ασανσέρ, πήγε και τον βοήθησε. Αποτέλεσμα; Μετά από αυτό, μέσα σε 20 λεπτά είχε ξεπουλήσει όλα τα περιοδικά του από τους περαστικούς και γύριζε γεμάτος ευγνωμοσύνη στον ξενώνα που τον φιλοξενούσαν με μια πίστη στον άνθρωπο που έσωζε και τη δικιά του πίστη. Το μόνο που ήθελε από εμάς είναι το γράμμα Ε.

       Λίγο παρακεί, λίγα στενά πιο πέρα, μια ήρεμη, πονετική φιγούρα. Το γράμμα Λ. Κύριος Λάμπρος. Μια μισοτελειωμένη οικοδομή φιλοξενούσε το κουρασμένο και γέρικο κουφάρι του. Οικογενειακοί λόγοι τον οδήγησαν να βρεθεί σε ένα μονοπάτι εγκατάλειψης. Η δικιά του φάτνη ήταν ένα μισοφαγωμένο στρώμα, κάτι πολυκαιρισμένα σκεπάσματα και κάποια διάσπαρτα ρούχα. Εκεί σε εκείνη την εσοχή έκρυβε τους αναποτελείωτους φόβους του, τις προδομένες προσδοκίες του. Τον συνάντησα ένα απόβραδο να κοντοστέκεται  στο σκαλί της οικοδομής με ένα τσιγάρο στο στόμα και χάζευε τους περαστικούς. Φαγητό δεν ήθελε , του παρείχε κάθε μέρα γεύματα ένα μαγαζί εστίασης της γειτονιάς. Περίμενε με ιώβειο υπομονή, ακόμα έναν χρόνο να συμπληρώσει το όριο συνταξιοδότησης, να πάρει τη σύνταξή του έστω την προσωρινή και να πάει στο χωριό του στην Ορεστιάδα. Του αρκούσε και αυτή μου είπε. Ένα ατύχημα που είχε, δεν του επέτρεπε να συνεχίσει να δουλεύει. Και εκεί σε εκείνη την ασάλευτη εικόνα του που θυμάμαι, ξεπρόβαλλε από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα και μια εικόνα μικρή της Παναγίας μας. Σε Αυτήν φούμαρε τα βάσανά του, ρουφούσε τα σεκλέτια του, άναβε τις ελπίδες του…μέχρι το επόμενο τσιγάρο…στην Παναγιά. Το μόνο που ήθελε από εμάς είναι το γράμμα Ε.

        Συνάνθρωπέ μου, εσύ που ακουμπά το βλέμμα σου σε τούτες τις λέξεις, να ξέρεις πως η ψυχή , η ψυχή του καθενός μας αναλαμβάνει να κερδίσει το παιχνίδι που ο άνθρωπος χάνει στη γέννησή του…το παιχνίδι της ζωής. Της ζωής του καθενός μας. Τη δικιά μου. Τη δικιά σου. Τη δικιά του. Τι απομένει από εμάς; Να γίνουμε αυτό το γαμημένο Ε για να φωτιστεί το όνομα της λέξης Β(Βαγγέλης), Α(Ανδρέας),Λ(Λάμπρος) και το Ε(εγώ). Ναι σε εμένα μιλώ, σε εσένα, στο κάθε Εγώ. Ένα Εγώ σωτήριο, όχι εγωιστικό. Φίλε μόνο αν βάλεις σε αυτή τη ζωή θα λάβεις. Τον τρόπο, τον χρόνο και τον τόπο άσε την ψυχή σου να τους αποκαλύψει. Δούναι και λαβείν λέγανε οι αρχαίοι. Μόνο που εμείς έχουμε αφήσει αυτές τις λέξεις σε κλειστά βιβλία και σε σκονισμένα χρονοντούλαπα αναμνήσεων. Γίνε η δίψα σου, μπας και καταλάβεις και τη δίψα του διπλανού σου. Βρες τη θέση σου και στη σιωπή και στο θόρυβο μπας και κατανοήσεις τους ανθρώπους που προσπερνάς. Κοίτα τι έμεινε από εσένα τουλάχιστον, μπας και αντικρίσεις τι απέμεινε από τους γύρω σου. Αγάπα τα όρια σου, γιατί μόνον έτσι θα τα γνωρίσεις, θα τα αγγίξεις, θα τα κατανοήσεις…και μπορεί ίσως να τα ξεπεράσεις και θα δεις πως ο θάνατος είναι νεκρός και η ζωή ζωντανή μόνο «στο εδώ και τώρα» και αποφάσισε που θα βάλεις τα καινούργια σου όρια.

        Η πραγματική αγάπη δε σημαίνει ότι πεθαίνεις για τον άλλον, αλλά ότι ζεις για αυτόν. Πες στο διπλανό σου αγόγγυστα «σήμερα σε αγαπώ για πάντα», κάθε μέρα μπας και το πάντα γίνει ένα αιώνιο, άχρονο σήμερα. Το σημαντικό είναι να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε τι κόσμο θέλουμε για εμάς και τα παιδιά μας. Δραπέτευσε από τις στατιστικές που σε μπουκώνουν…γιατί στο κάτω κάτω της γραφής η ζωή θα δείξει εάν είμαστε έτοιμοι για αυτό που πραγματικά θέλουμε να κάνουμε για έναν καλύτερο κόσμο. Φίλε η αγάπη σημαίνει την αποδοχή ενός μοιράσματος ανάμεσα στη σκιά και το φως. Φώτισε λοιπόν τις σκιές των γύρω σου και θα δεις πως αυτόματα έτσι θα φωτιστούν και οι δικές σου σκιές. Ζήσε χωρίς εσκεμμένη προσδοκία ανταμοιβής και θα γίνεις πλούσιος. Ο τρόπος διαφυγής σου να μην γίνει ένα «αν», αλλά ένα «τώρα» και εκεί ανάμεσα σε κάτι μισοχωμένα νοήματα, σε κάτι όνειρα που ξεφτίζουν, σε κάτι ξεχασμένες εμπειρίες, εκεί που παλεύεις καθημερινά με τις λυσσαλέες αντιφάσεις σου, κάνε την καρδιά σου ένα αντίδωρο που πρέπει να δοθεί στο διπλανό σου, γιατί πάντα μέσα σε ένα ΒΑΛΕ υπάρχει ένα ΛΑΒΕ…αρκεί να μην ξεχνάς πως εσύ είσαι το τελευταίο γράμμα και στις δυο λέξεις με ότι αυτό σημαίνει…εσύ έχεις τον τελευταίο λόγο για τον κόσμο σου. Το κάθε Ε, το κάθε Εγώ.

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...