Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Ένα τσαμπί ....σταυρός



 

        Από μικρός όσο θυμάμαι τον εαυτό μου , πολλές φορές βολόδερνα ανάμεσα στην πραγματικότητα που ήμουν και στην πραγματικότητα που μου επέβαλαν. Τουλάχιστον έτσι μου έλεγε η μάνα μου… «που βολόδερνες πάλι;». Και εγώ σιωπούσα. Άντε τώρα να της εξηγήσω μικρό παιδί. Κανείς δεν θα με πίστευε. Απλά σεργιάνιζα με την ονειροφαντασία μου, ως μελτέμι καλοκαιριού, σε αυλές σπιτιών, στη ραστώνη των βλεμμάτων , στην εξάντληση των κινήσεων. Και άλλοτε γινόμουνα αδημονία ενός καρπουζιού με φέτα, μια προσμονή παγωτού, μια λαχτάρα παιχνιδιού στα σοκάκια του χωριού. Και ύστερα αγκαζέ με την ονειροφαντασία μου και αποκαμωμένος γύριζα στο σπίτι και είχες την γιαγιά Βούλα με το δικό της κήρυγμα αγάπης. «Πάλι μούσκεμα είσαι, σταφύλι γίνηκες!». Και εγώ μαζί με τα χέρια μου που σήκωνα για να μου αλλάξει φανελάκι, σήκωνα μέσα μου με απορία το βλέμμα μου «…Πως έγινα σταφύλι; Αφού δε ήμουν σταφύλι. Σταφύλι σημαίνει ρώγα και τσαμπί». Και πάλι σιωπούσα και αναρωτιόμουνα. «Καλά αυτές οι ονειροφαντασίες γιατί δεν γίνονται φίλες η μία με την άλλη για να συνεννοούμαστε όλοι καλύτερα;».

     Αργότερα, μεγαλώνοντας κατάλαβα πως «γίνηκα σταφύλι» σημαίνει πως ήμουν ένα τσαμπί ιδρώτας ολάκερος. Τα χρόνια πέρναγαν και εγώ αποφάσιζα να γίνω ένας ντετέκτιβ παρακολούθησης.  Ήμουν δεν ήμουν γυμνάσιο… και τσουπ να σου και εγώ με την ονειροφαντασία μου, έβλεπα τη γιαγιά μου πως τόσο γρήγορα και πόσο επιδέξια με ένα τσιμπιδάκι έβγαζε τα κουκούτσια από τις ρώγες του σταφυλιού για να κάνει γλυκό. Το καλύτερο γλυκό του κόσμου για εμένα.  Τα χρόνια πέρναγαν και εγώ «ολόκληρος μαντράχαλος» έτσι μου έλεγαν, τώρα έπαιρνα την ονειροφαντασία μου και πλέον ιχνηλατούσα τα πρώτα ερωτικά μου σκιρτήματα. Ξέρες οι λέξεις μέσα τους πολλές φορές κυοφορούν δίδυμα, μη σου πω και τρίδυμα νοήματα. Όπως η λέξη ρώγα. Που ξεκίνησε σε ένα τσαμπί σταφύλι και έφτασε να γίνει τοποτηρητής πόθου στα ανταρτικά στήθη των δεσποινίδων. Και μη μου πεις κανείς από τα «αγόρια» ότι δεν του έχει συμβεί αυτό; Να θέλει να μεθύσει από τις τελειότητες που έχει πάνω της μια γυναίκα; Εγώ πάντως είχα βρει και την κοινή τους ετυμολογική τους ρίζα. Η λέξη «μούστο» κατά τη δικιά μου ονειροφαντασία έβγαινε από τη λέξη «μπούστο». Απλά ένα Π του πόθου ήρθε και χώθηκε… καθώς και τα δύο σε μεθούν και σε ταξιδεύουν.

   Τα χρόνια μου πέρναγαν και «σοβαρεύτηκα». Μπήκα σε νόρμες, κάποιες φορές σε καθωσπρεπισμούς, με πόναγαν τα «παπούτσια» τους, οπότε όταν μπορούσα τα έβγαζα και περπατούσα ξυπόλυτος… εγώ μαζί με την ονειροφαντασία μου. Χρόνια όπως ρώγες, γεμίζουν το τσαμπί της ζωής σου, ωριμάζουν και λίγο πριν σαπίσουν ή μείνουν άνυδρες από συναισθήματα σαν αποστραγγισμένες σταφίδες, σε τούτα λοιπόν τα χρόνια κόβεις ευλαβικά τα τσαμπιά των εμπειριών σου και των πόνων σου, των προσδοκιών σου και των φόβων σου, των αγγιγμάτων σου και των απουσιών σου και τα πας να γίνουν κρασί. Θέλει και αυτό την ιεροτελεστία του. Κάθε ρώγα χρόνου σου έχει και την αξία της. Έχει τους χυμούς των συναισθημάτων σου, των πόθων σου, των ονείρων σου…και έχει και φωτιά. Ναι φωτιά. Τη φωτιά των σωθικών σου, τη ψυχούλα σου…Την αλκοόλη των παραπλανήσεών σου, τη ζύμωση των προσπαθειών σου, τα ζάχκαρα των ερώτων σου, την ωρίμανση των πιστεύω σου, τον οίνο των σταυρών σου. Έμπειρο πλέον, ώριμο , στοργικό…αναστάσιμο… Ένα τσαμπί…σταυρός. Ένα τσαμπί που περιέχει τον χρόνο που μας ορίζει όλους μας, από το μπουσούλημά μας ως το γέρμα μας. Και εμείς το μόνο που οφείλουμε να φέρουμε, είναι η βαθύτατη αίσθηση του πέρατος. Συντριπτικό και ανακουφιστικό μαζί. Αυτό είμαστε…η περατότητά μας. Και όχι τα ψέματα που φτιάχνουμε την αλήθεια μας. Είμαστε μια ευλογημένη περατότητα. Ένα τσαμπί σταυρός. Και κάπου εκεί αναρωτιέσαι πως όλα ξεκινούν από την αρχή…αλλά τι ουσιαστικά  ξεκινάει από την αρχή για εσένα; Και κάπου εκεί φωνάζεις την ξεχασμένη και εγκαταλελειμμένη ονειροφαντασία σου, να σε βοηθήσει να γίνεις μια μερούλα μονάχα εκτός χρόνου, άμωμη και άπατη. Να γίνεις ένας χρόνος σαν ψίθυρος γεμάτος μυστικά. Όπως τότε που ήσουν παιδί. Μα  δεν «πρόλαβα» λες...δεν «πρόλαβα». Και η λέξη κόπηκε στα δυο και το «προ» άφησε τη «λάβα» να κάψει τους εγωισμούς σε προ-λάβας και μετά-λάβας. Και ύστερα το κάψιμο έφερε τη μετα-λαβιά μιας συγχώρεσης.

     Κάπως έτσι αισθάνθηκα τούτη τη μέρα του Αυγούστου. Ως προσκυνητής δρόμου, χρόνου και πόνου. Καθώς αντίκρισα την κληματαριά με τα τσαμπιά. Αναζητώντας μια συγχωρητική αγάπη. Και εκεί που άναβα το κερί μου σε αυτό το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας τούτο το ήσυχο και σιωπηλό πρωινό του καλοκαιριού, σήκωσα το βλέμμα της ψυχής μου να δω από που μπαίνει το Φως μέσα μου. Άγγελοι, Αρχάγγελοι και Άγιοι, μου προμήνυσαν μια έκπληξη. Το ύψος της κληματαριάς από τον εξωτερικό χώρο του μοναστηριού, ακούμπαγε, άφηνε ευλαβικά τα τσαμπιά του στο παραθύρι του Σταυρού. Για την ιερότερη μεταλαβιά της ζωής. Αυτή που φτάνει ως το ύψος της ψυχής σου. Όχι αυτής που έχεις περιορίσει τώρα. Μα αυτής με την οποία γεννήθηκες.

      Φίλε μου μη φοβηθείς να σωριαστείς σε τόπους μέσα σου που δεν γνωρίζεις, το χώμα τους είναι η ελπίδα σου. Φίλε μου οι αξέχαστες στιγμές που γίνονται ολάκερος ο χρόνος σου, δεν χαμογελούν για την διάρκειά τους, αλλά για την έντασή τους. Φίλε μου στο λίγο και στο τίποτα ζυγίζονται οι αντοχές σου. Φίλε μου να θυμάσαι τον διπλανό σου σαν προσευχή, ως το ύστατο καταφύγιο στο πέρας κάποιας δύσκολης μέρας.  Και να ξέρεις πως ο σταυρός του καθενός μας δεν έχει πισωγύρισμα… παρά μονάχα ελπίδα και ανάσταση. Και να προσπαθείς πάντα, να προσπαθείς για μια ρωγμή μέσα σου ως καβάντζα… από εκεί θα περάσει το φως όταν χάνεσαι στα σκοτάδια σου.

     Όσο για εμένα… δεν είμαι παρά μονάχα ένα τσαμπί… σταυρός. Που γίνομαι σταφύλι. Και σηκώνω που και που εκεί παρέα με την ονειροφαντασία μου τα χέρια μου ψηλά προς τον ουρανό, για να μου αλλάξει φανελάκι η γιαγιά μου η Σταυρούλα, ένα φανελάκι από τον Θεό δοσμένο…

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...