Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Γίνε αλήθεια που δεν φοβάται τις λέξεις...

Χάνεις το τέλος, ξεχνάς την αρχή
στης ηδονής την αρπαχτή,
στου λάθους την πολυτέλεια,
στου εαυτού σου την αφέλεια,
δεν έχεις φιλί για να μετρήσεις
την πορεία σου να αρχίσεις.


Έλα σε λαθραία παιδικά παιχνίδια
εκεί που όνειρο και ζωή είναι ίδια.


Γίνε αίνιγμα και άνοιγμα
στης ζωής το πλάνεμα,
όχι εικόνα σε χίλια ψέματα
σε ζητιάνου κέρματα,
μα άλμα χωρίς δίχτυ
ρολόι χωρίς δείκτη.


Ποτέ μην φοβηθείς να νιώσεις
και σαν παγωτό να λιώσεις
στης καρδιάς το ανεμολόγιο
στου θάρρους σου το απόγειο.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Εσύ μπορείς να πιάσεις τη μυρωδιά με τα χέρια σου;


21-05-2020.
Ζόρικη μέρα σήμερα. Από το πρωί με είχε συνεπάρει ένας εκνευριστικός πονοκέφαλος που από πρωινό φλερτ, εξελίχτηκε σε μοιραίο ραντεβού. Κάτι μέσα μου, μου προκαλούσε μια κουραστική αναταραχή, έναν εξαντλητικό πόνο στις σκέψεις μου, στο συνειδητό και ασυνείδητο μου. Ένιωθα αναρτημένος σαν σκόνη μέρας που πέρασε. Η πρώτη μου αυθόρμητη κίνηση ήταν να πάρω ένα παυσίπονο. Κίνηση που τελικά ήταν αναποτελεσματική.
Σκέφτηκα ότι πρέπει να αιφνιδιάσω τον εαυτό μου, να τον ανατρέψω, ειδικά σήμερα που βρισκόταν στον πάγκο και δεν έμπαινε ούτε καν σαν αλλαγή στο τερέν ετούτης της μέρας. Σκέφτηκα πως το σώμα μου είναι μονάχα μια πρόφαση και έτσι λίγο πριν στραγγίξουν τα ένστικτα μου, πήρα στο δισάκι μου μια παλιά θύμηση και βγήκα να σεργιανίσω για λίγο έξω.  Δεν ξέρω τι θύμηση ήταν αυτή, δεν καταλάβαινα τι θυμήθηκα, γιατί το θυμήθηκα… για πόσο θα διαρκέσει. Νιώθω τούτη την ώρα της βόλτας, σαν ένα ημερολόγιο χωρίς ημερομηνίες. Δεν με ενδιαφέρουν οι μέρες, οι μήνες… τίποτα. Δεν σχεδιάζω τη ζωή μου να τη δω. Θέλω να τη ζήσω απλά, ταπεινά. Ξέρεις, η ζωή πάντα υπερβαίνει το περιτύλιγμα της. Καθώς περπατώ, αυτή η παλιά μου θύμηση, γεμίζει σιγά σιγά με λέξεις, με νοήματα, με υπάρξεις, με στεναγμούς… που μέσα τους ξεγελιέμαι, κερδίζω, χάνω… ζω.
Χαμένος στο διάβα μου, σηκώνω το βλέμμα μου αντίκρυ από ένα  μικρομάγαζο, σε ένα στενό δρομάκι δίπλα από κάτι εγκαταλελειμμένες βιοτεχνίες στην Νέα Ιωνία. Η επιγραφή του σε ενημέρωνε πως πουλούσε λιβάνια από όλα τα πέρατα του κόσμου. Μπήκα, διάλεξα και ξάφνου στο χέρι μου είχα να μυρίσω το λιβάνι των αγγέλων και το άλλο, το λιβάνι της ερήμου. Μπορεί η αφή να γίνει άραγε όσφρηση και η όσφρηση ένα ταξίδι στιγμιαίο, σε ένα χωροχρόνο που ένιωθες την απόλυτη ελευθερία μιας ερήμου μόνο που δεν ήσουν έρημος, αλλά γύρω σου μοσχοβολούσαν τα φτερουγίσματα των αγγέλων; Ναι, μπορείς! Η θύμηση μου, αυτή η γριά θύμηση, γινόταν ξάφνου νεαρή κοπέλα και με προσκαλούσε να μην γίνω γνήσιο αντίγραφο ζωής, αλλά μια φλόγα μνήμης που δεν καίει, αλλά ζεσταίνει τις ψυχές.  Κρατούσα στα χέρια μου τα λιβάνια και αυτό το ρετσίνι από κέδρο ένωνε εμένα με ανθρώπους από το Ομάν, την Υεμένη, όπου δημιουργήθηκε η πρώτη ύλη. Ύλη που γίνηκε προσευχή για εμένα. Μια προσευχή που ξεκούμπωσε τα μάτια μου για να βλέπω καλύτερα, για να βλέπω με τα μάτια της ψυχής. Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι πως οι ζωές των άλλων είναι και η δική σου ζωή. Αρκεί οι καρδιές μας να είναι ετοιμοπόλεμοι κρατήρες που με τη λάβα τους να κάψουν όλα τα κακώς καμωμένα.
Έφτασα στο σπίτι μου μέσα σε μια κατανυκτική διάθεση.  Ήρεμη, απλή, σοφή. Χωρίς πονοκεφάλους πια. Έβαλα το λιβάνι στο θυμιατό και η αγιαστική χάρη του Θεού γίνηκε θυμίαμα ανάστασης ψυχής, όλων των ανθρώπων, όλων των φυλών, όλης της οικουμένης. Μην γινόμαστε λοιπόν εμείς οι άνθρωποι, θυμιατήρια ψυχών που κλάφτηκαν βουβά. Μπορούμε να αλλάξουμε και όχι να δραπετεύσουμε μέσα από τις δυσκολίες που υπάρχουν και που θα έρθουν. Θέλω το τραύμα μας να γίνει θαύμα μας και να ειπωθεί σε όλη την οικουμένη. Ως σχοινοβάτης του ανύποπτου χρόνου μου, θέλω να γίνω ο καπνός από λιβάνι θυμιατού και να ανέβω ψηλά, πολύ ψηλά… να αγγίξω τον τρούλο του ουρανού και ο Θεός να με μυρίσει ως μια ταπεινή προσευχή.  Εσύ μπορείς να πιάσεις τη μυρωδιά με τα χέρια σου;

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Καλοκαίρι σημαίνει… να έχεις «καλό καιρό» μέσα σου.





  Παράξενοι  καιροί. Πεινασμένοι καιροί. Η ματαιοδοξία βαπτίζεται αισιοδοξία. Το χάδι μήνες τώρα μετουσιώνεται σε «χεράκι» από το facebook. Οι μυρωδιές , μας έμειναν σαν αποδημητικά πουλιά. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν μέσα από τις οθόνες κινητών τηλεφώνων. Το ηχόχρωμα των φωνών μας φιλοξενήθηκε σε τηλεφωνικούς θαλάμους σε έρημα τοπία. Η ακοή μας άλλα ήθελε να ακούσει, άλλα άκουγε. Όλες οι αισθήσεις μας τον προηγούμενο καιρό έμοιαζαν σαν ζώα αιχμάλωτα σε ζωολογικό κήπο. Και ποιοί τον επισκεπτόντουσαν  αυτόν τον ζωολογικό κήπο? Οι φόβοι μας. Οι τρόμοι μας, για το από εδώ και πέρα. Παράξενοι καιροί. Καιροί που λιμοκτονούν για επιβίωση. Για ακόμη μια φορά ο άνθρωπος έβαλε το χεράκι του ενάντια στη φύση του. Και τα πράγματα από απλά έγιναν πολύπλοκα. Δυσνόητα. Λες και είμαστε χαμένοι στη μετάφραση. Μα οι ζωές μας ξέρεις τι θέλουν? Να γίνουν έστω και λίγο πόδι σε παπούτσι με λυμένα τα κορδόνια. Να νιώθουν άνετες και ας πέσουν. Και ας ματώσουν. Μα εάν δεν χύσουν το αίμα τους πως αλλιώς θέλεις να τις λέμε ζωές? Μα εμείς χειμαζόμαστε  σε φόβους που φτιάχνουν όνειρα, φόβους που τα εγκαταλείπουν σαν μπουγάδας απόνερα. Και τότε μουσκεύονται με βρώμικα νερά οι λύπες μας. Μην λυπάσαι τον εαυτό σου. Απλά ρώτα τον γιατί θέλησε να γίνει κουκούτσι που τον φτύνουν οι άλλοι. Άσε τις ξάπλες στις καρπερές αδιαφορίες σου. Βάλε τρικλοποδιά στη ρουτίνα σου και πρόσταξε τις αδάμαστες θύμησές σου να σε διδάξουν. Ανάσανε την καρδιά σου στον διπλανό σου και βρες την καθυστερημένη σου ζωή.
  Με ρωτάς τι έχω να σου δώσω? Να σε φιλέψω? Έχω τα ανείπωτα. Έλα πλησίασε, σκύψε. Μύρισε ένα βάζο από κοχύλια. Για εμάς τα μάζεψα. Και τα έβαλα σε ένα βάζο για να ξεχειλίσει η μυρωδιά των μυστικών μας. Χρόνια τώρα, καλοκαίρια τώρα για εσένα τα μάζευα. Και ήρθε ο καιρός . Σου τα προσφέρω. Πάρε ένα. Έχει μέσα του όλες τις εποχές. Το κάψιμο μιας αλήθειας στην ζέστη του καλοκαιριού. Τα δάκρυα από τα μάτια σου στις βροχές του φθινοπώρου. Το παγωμένο κενό των αδυναμιών σου στο ψύχος του χειμώνα. Το αλάτι που ακουμπάς στα χείλη σου από το κοχύλι και νοστιμίζει τη ζωή σου στην ανθοφορία της άνοιξης… Έλα πάρε ένα. Πες του το μυστικό σου και βάλτο ξανά στο βάζο για να το μυρίσει ο επόμενος. Μπας και τα μυστικά μας γίνουν από στενά κελιά, ένα χέρι νεογέννητου που σε περιμένει να το πιάσεις για να κάνει τα πρώτα του βήματα. Και ίσως έτσι κάνεις και εσύ τα δικά σου πρώτα βήματα.
   Μην φοβάσαι το σκοτάδι. Σου μάζεψα τα αστέρια και τα έβαλα στα κοχύλια. Δες . Για δες το φανάρι πόσο ήρεμο και ήσυχο φως βγάζει. Σου φωτίζει το μονοπάτι σου , για να μην νιώθεις τυφλός , χωρίς προορισμό. Χωρίς προσδοκίες . Χωρίς όνειρα. Κοίτα πως έχουν κολλήσει επάνω τα κοχύλια και στήνουν το οχυρό σου. Προστασία από ανέμων δειλίες, από ρεύματα αμφιβολιών, από νοτιάδες μοναξιάς, από βοριάδες πανικών. Για να μη σβήσει πότε μέσα σου το Φως. Άκου τη θάλασσα μέσα σου. Άκου τα κύματα που πασχίζουν να κατορθώσουν να βγουν στη στεριά σου. Και να σου δώσουν τα δικά σου κοχύλια. Αυτά που μάζευες μικρός , αλλά όταν μεγάλωσες τα έχασες. Και μαζί με αυτά έχασες τα μυστικά σου, που έκρυβαν τα γνήσια αισθήματά σου, τις πρώτες σου αγάπες, τις αιώνιες φιλίες, τα όνειρά σου για το τι θέλεις να γίνεις . Υπάρχουν στιγμές που λες τι είσαι , που είσαι, αν είσαι μονάχα μια φορά. Ξέρω, είναι παράξενοι καιροί. Μα γύρεψε να κερδίσεις μέσα από αυτούς, τη διάρκεια του αληθινού σου εαυτού. Κράτα ένα καλοκαίρι των παιδικών σου χρόνων μέσα σου. Ως αναγκαία , τελευταία αναπνοή. Και γέμισε τα μέσα σου με όλα αυτά τα ζωηφόρα ακούσματα από τα κοχύλια που μάζευες μικρός. Καλοκαίρι σημαίνει… να έχεις «καλό καιρό» μέσα σου.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Η αγάπη από ένστικτο ζει...

Τόσες λέξεις , τόσα όνειρα
σαν ξέφτια μια ζωής
να ακουμπήσω δεν μπόρεσα
τα αγκωνάρια της στιγμής.


Κοίτα τις πνιγμένες σάρκες
με τις άμοιρες στιγμές
στων προσώπων τις μάσκες
στων ερώτων τις πληγές.


Κι η αγάπη από ένστικτο ζει
με το αίμα σου επιζεί
στο άλλο και στο έτσι
αιρετικών ονείρων σκέψη.


Η ζωή δεν είναι αλφαβήτα
με σειρά και μεγέθη
άσε το χρόνο σου και ζήτα
τους φόβους σου να αλέθει.


Με λίγες στιγμές, χωρίς σκέψη
γεννήσου λοιπόν
στου εαυτού σου το παρόν.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Το πάρκο των ψυχών...


5.5.2020… οι ημερομηνίες άραγε μένουν ακίνητες; Ανίκητες; Μπορούμε να τις ακινητοποιήσουμε και εκεί δα να βάλουμε όλον τον χώρο των συναισθημάτων μας, των φόβων μας,  των ερωτήσεων μας, των διλημμάτων μας, των ανασφαλειών μας; Και να μπορούμε να την έχουμε μετά ως μουσείο εντός μας; Και να την ξαναζούμε με τα πάντα μέσα της, σαν ένα διαρκές παρόν; Μια αναπάντεχη ενδιαφέρουσα μέρα τούτη εδώ για εμένα λοιπόν. Ανηφόρισα προς το καταφύγιο του Μπάφι και ο Θεός  μου δώρισε όλα τα καλούδια του, όλες τις εποχές του, όλες τις εικόνες του, τις μυρωδιές του, τις γεύσεις του… μου δώρισε την πυξίδα του: παντού και πάντα.
                Σε μια στροφή του δρόμου συναπαντήθηκα  με το σανατόριο της Πάρνηθας.  Η φυματίωση ο εργολάβος του.  Η «παιδική του χαρά» ακριβώς απέναντι … το πάρκο των ψυχών. Τοτέμ έτοιμα να σου μιλήσουν από καιρό. Ξύλινες φιγούρες έτοιμες να σε αγγίξουν στο τώρα. Εκφράσεις  προσώπων έτοιμες να κοιτάξουν τα μέσα σου. Για πολλές δεκαετίες εδώ, οι πάσχοντες από φυματίωση- τότε που ακόμα δεν υπήρχε το γιατρικό- ερχόντουσαν εδώ, πάλευαν με τους δαίμονες τους, ελπίζοντας το χέρι του Θεού να τους αγγίξει, να τους ιάνει ή έστω να τους ηρεμήσει στα στερνά τους που έμεναν. Εδώ αιμορραγεί ο χρόνος. Χρονορραγεί ο πόνος. Εδώ οι ψυχές  δεν θέλουν κανένα χάδι που να είναι ψεγάδι. Όλα στο φως. Όλα στο πως. Σαν βεγγαλικό στιγμής, σαν άρωμα σιωπής. Εδώ ήρθαν χαρές, λύπες ως ευτυχίας τρύπες. Όλες λουσμένες σε ένα πρωτοβρόχι, στης καρδιάς τα πρώτα όχι. Βλέπω τα ίχνη του Ρίτσου που δήλωσε το παρόν και αυτός εδώ να σιγομουρμουρίζει «…αυτό που κρύβουμε είναι αυτό που πιότερο μας φανερώνει».
                Και κάπου εκεί σαν να πάτησα το τραμπολίνο της πραγματικότητας μου. Πότε στο εδώ, πότε στο από δω και πέρα. Και κάπου εκεί με συνάντησαν, σαν την ώρα από ένα ξυπνητήρι, τα πλάσματα της οικουμένης… μερικά ελάφια.  Άφοβα, οικεία… πεινασμένα για την παρουσία. Για την παρουσία όλων μας που ήμασταν εκεί.  Μας «ορμήνευαν» να τα ταΐσουμε και ύστερα να ανηφορίσουμε πιο πέρα, πιο ψηλά, πιο ζωντανά.  Άλλωστε η ζωή δεν περιμένει, δεν σε περιμένει. Απλά σε καλεί. Σε καλεί η Φύση. Να σε ανταμώσει ξανά. Να σε προκαλέσει να αγαπήσεις χωρίς ανταπόκριση μπας και κερδίσεις της ζωής σου την πρόκριση. Και έβλεπες τα ελάφια να σε συμπαρασύρουν σε ένα στροβιλισμό ανάμεσα στα έλατα τόσο πρωτόγνωρο, τόσο δυνατό που είχες την ευκαιρία να γεννηθείς ξανά. Αντίκριζες τις κορυφές των δέντρων και ένιωθες αρχέγονες ζωές να σε βλέπουν. Με στοργή. Ακουμπούσες τα πεσμένα κουκουνάρια και τα ακροδάχτυλα σου πάλευαν να ανακαλύψουν τα μυστικά της αρμονίας που έκρυβαν κάτω από το «δέρμα» τους. Μύριζες αρώματα νοσταλγικά όπως αυτά όταν γεννήθηκες στην αγκαλιά της μάνας σου. Άκουγες τα κελαηδίσματα των πουλιών λες και ήταν το παραμύθι που σου έλεγαν πριν κοιμηθείς και παραδοθείς στα παιδικά σου όνειρα. Πάταγες το ζεστό χώμα της γης και ήταν σαν να ισορροπείς ως το πιο σίγουρο βήμα που έκανες ποτέ σου, μέσα σε ένα κόσμο ανισόρροπο όπως αυτός που ζούμε.


Κουβαλώ κρυφά σημάδια
της ενοχής τα χάδια.
Φοβάμαι μην κριθώ
από αυτά και χαθώ.


Κρατώ τα μάτια ανοιχτά
στο φως που οδηγεί στο θάνατο
τρύπα της ζωής που κοιτά
να βγάλει ξανά μεροκάματο.


Αλλάζω, αλλάζω
ψάχνω μάτια σε μια νύχτα
για να σταλάζω
σαν δάκρυ σε "εν τούτω νίκα".


Μάτια γράψτε όσα δεν ειπωθούν
μήπως και λυτρωθούν
το θηρίο...ο θεός μου
που έχω εντός μου.

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...