Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Εδώ ψυχή...



            Ψιτ, ψιτ! Σε σένα μιλώ βιαστικέ. Ξέρω, ξέρω περαστικός είσαι από εδώ θα πεις. Για ξανασκέψου το. Πριν γίνω ανακύκλωση στα σκουπίδια σου, δες πρώτα τα σκουπίδια σου για να δεις τα περιττά σου μα και τα απαραίτητα. Πολλές φορές εσείς οι άνθρωποι τα μπερδεύετε. Ψιτ ψιτ! Άκου το χαμόγελό μου, που χρόνια τώρα σου χαρίζω από μικρό παιδί… έως τώρα πια που δεν με χρειάζεσαι. Ό,τι τώρα μέσα μου κρύβω θα λεχθεί αύριο. Όσα μέσα μου χάνω τώρα, θα τα αφήσω να τα βρεις αύριο. Για μια στιγμή άσε με να γίνω κάτι που εσύ στα όνειρά σου θα νοιώσεις και πριν χαριστώ σε έναν ουρανό γεμάτο μορφές, γίνω μια αλήθεια σαν απολίθωμα που θα βρεις. Χτίσε τον κόσμο σου και να μη ζητάς. Μονάχα άσε τα λόγια μου που θα σου πω να ωριμάσουν στη μετέπειτα σιωπή σου:

-Άσε τις μισογεμισμένες προσπάθειες σου να καούν πριν τα όνειρά σου γελοιοποιηθούν.

-Μην τρέχεις όπως ένα μπαλόνι που ξεφουσκώνει. Προτιμότερο να σκάσεις σαν ερωμένη εμπειρία και ας ενοχλήσεις ώτα άλλων με το θόρυβό σου.

-Σε δικές σου αποφάσεις μην ψάχνεις τις προφάσεις.

-Μη ζεις σε ρεφραίν αστεία, σε βλεμμάτων μαστροπεία και παντρέψεις τον φόβο με ελπίδα.

-Μάθε να γελάς, μάθε να κλαις. Μάθε να κερδίζεις, μάθε να χάνεις. Αντέχεις πολλά. Θα αντέξεις και άλλα.

-Στα ίχνη του χθες, στις αναμνήσεις του αύριο, ξανασυλλάβισε τις λιτές σου ανάγκες.

-Να ανάβεις σαν σπίρτο, με μια αφοπλιστική ικανότητα και ειλικρίνεια.

-Σε έναν κόσμο που θέλει να σε φοβίζει, μην τον αφήνεις να σε ορίζει.

-Ετοίμαζε τη ψυχή σου. Κανείς δεν ξέρει την ώρα… την ώρα που έρχεται.

-Να αφήνεις τα κουρέλια σου να γίνονται γέλια σου.

-Άσε τα βήματα της ψυχής σου να σου βροντάνε το μυαλό.

-Μην αισθάνεσαι σκλάβος στο γέρμα κάθε μέρας. Μην γίνεσαι σελίδα βιβλίου που κοιμάται. Μην γίνεσαι μια βολική απόγνωση σε αυτούς που σε θέλουν αδύναμο.

-Η ζωή δεν είναι παράγραφος, ούτε ο θάνατος παρένθεση. Κάνε τις μέρες σου απλές, καθαρές, ικανές.

-Κάνε «πατρίδα» σου την παιδική σου ηλικία.

-Ηλέκτρισε τη μοναξιά σου να πολιορκείται από φως.

-Σε προσμένουν πρόσωπα, επιθυμίες, ημερομηνίες, δρόμοι, για να τα βαφτίσεις.

-Μη μεθάς από βαρετές αλήθειες και φθηνές συνήθειες.

-Άσε τη σκέψη σου να σουλατσάρει, την αγρύπνια σου να ακουμπήσει στο παράθυρο της νύχτας και γύρεψε να κερδίσεις τη διάρκεια του εαυτού σου.

-Προτιμότερο να είσαι ξεχασμένος, παρά εξαφανισμένος.

-Μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να γίνει μια νικημένη σιγή. Κοίταξε να χαραχθείς κάπου σαν μια ενοχλητική φροντίδα.

-Να ξέρεις πως πάντα υπάρχει αυτός ο χρόνος της ζωής σου που κανένα ρολόι δεν θα τον δείξει.

-Πόσο σκασμό κατάπιες; Σήκωσε τις πεσμένες σου αλήθειες από το τώρα.

-Να μυρίζεις σαν την περηφάνια ενός βασιλικού.

-Μην εξαντλείς τα όρια του μυαλού σου για να ελέγξεις. Θα γίνεις τάφος με πόρτα ανοιχτή στο μέλλον σου.

-Κράτα όνειρά σου. Κάποτε κάποιοι θα τα ζηλέψουν.

-Στο αντάμωμα του εαυτού σου μη γεμίζεις τη καρδιά σου με καραβόπανα.

-Η απώλεια δεν είσαι εσύ. Είναι η ψυχή σου.

-Μην μουρμουράς τις αλήθειες ως άλλες ελπίδες που καταντούν μνήματα και περιμένουν μια χρονολογία.

-Και αν κάποιοι σε λένε κούτσουρο, μπες στο τζάκι και άναψε χορό και φώτισε τα σκοτάδια τους.

-Μην αγνοείς ποτέ, ακόμα και τα τρίμματα του δίκιου σου.

-Κάνε τις δυσκολίες σου, το μέτρο σου και ως άλλος δρομοδείκτης άναψε με τη θύμηση τους ένα άστρο.

-Μη γίνεις τελικά ό,τι κατάντησες να υπολογίζεις. Γίνε γέννηση, γίνε απώλεια. Γίνε αυτό που δεν υπολόγιζες, ειδάλλως τον χρόνο της ζωής σου θα τον μετράς κοιτώντας πίσω.

 

Εδώ Ψυχή….

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

...μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο σου με ένα σημείο στίξης;...

             Χτες το βράδυ μια νταρντάνα νοσταλγία με αγκάλιασε σαν τη πιο κρίσιμη επιθυμία που βρισκόταν στην εντατική, της ενηλικίωσής μου και έπρεπε οπωσδήποτε να με κρατήσει στη ζωή. Όχι σε αυτή τη δρομολογημένη που οι περισσότεροι από εμάς παρκάρουμε τις δημιουργικές μας ανησυχίες και τα αντάρτικα «αίματά» μας. Μα σε εκείνη τη ζωή που μπορείς με μια αλλαγή στίξης, να αλλάξεις τον κόσμο σου. Έστω για μια μέρα. Δεν με πιστεύεις; Δεν με νοιάζει γιατί δεν με πιστεύεις. Με νοιάζει όμως που δεν πιστεύεις ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Τί, δεν αλλάζεις έστω για λίγο συθέμελα τον κόσμο σου, τα «μέσα» σου, με ένα σημείο στίξης; Δες τότε…

-          -  «Είμαι μεγάλος για να πάω στη πλατεία και να καθίσω πλάι στα νεαρά παιδιά και να χαζολογήσω τις πιο όμορφες βεβαιότητες τους».

Αλλαγή

-          -«Είμαι μεγάλος για να πάω στη πλατεία και να καθίσω πλάι στα νεαρά παιδιά και να χαζολογήσω τις πιο όμορφες βεβαιότητες τους ; ».

          Την απάντηση τη δίνει η καρδιά μου, ψιθυρίζοντας μου, πως στη ζωή μας το θέμα είναι να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις. Πιστέψτε με τις περισσότερες φορές, οι απαντήσεις είναι ο δρόμος μας, το σεργιάνι μας πάνω στη κάθε μας μέρα. Μια και δύο λοιπόν η καρδιά μου, παίρνει στο δισάκι της τις αντιστάσεις της λογικής και του κορμιού και κατηφορίζει προς την πλατεία. Κάθομαι στο αμφιθέατρό της με μια μπύρα στο χέρι, ταξιδεύοντας στα εφηβικά μου χρόνια εκεί όπου η φαντασία μας ήταν να βλέπεις το απροσδόκητο. Εκεί όπου τα θέλω μας ήταν λαμπερά, όχι όμως και απαραίτητα λαμπρά. Εκεί όπου τα άχρονα μάτια μας φλέρταραν με το πιο ωραίο και το πιο ζόρικο παραμύθι του κόσμου… τη συνύπαρξη. Ξέρεις υπάρχουν φορές που οι λέξεις δεν επαρκούν για την αλήθεια. Έτσι αισθάνθηκα όταν το βλέμμα μου σαν τοποτηρητής απάγκιασε σε μια στιγμή που με έκανε να αναρωτηθώ «τί είναι αυτό που δίνει φτερά σε ένα παιδί;», « πως ανακαλύπτει ένας άνθρωπος τί θέλει να κάνει στη ζωή του;».

           Εκεί σε ένα ύψωμα, σε ένα παρτέρι φυτών ξεπρόβαλε ήρεμα, κυρίαρχα, ποιητικά η φιγούρα μιας μικρόσωμης νεαρής. Στη σάκα της μάζευε τα θέλω της, τις ερωτήσεις της, τα μονοπάτια των σκέψεών της. Εκεί όπου η επιθυμία είναι σαν ένα μεγάλο μαλλί της γριάς όπου χώνεις άναρχα τη μούρη σου, χώνεις τη λαχτάρα σου και κολλάς με μια γλύκα ανείπωτης ευτυχίας. Το στόμα σου, τα δάχτυλά σου βουτηγμένα σε αυτό το συννεφένιο γλυκό. Λες και πατάς πάνω του για ταξίδια όπου αρχή και τέλος δεν διακρίνονται. Εκεί όπου η διάρκεια του ταξιδιού ταλαντώνεται σαν ακορντεόν. Πότε απλώνεται, πότε μαζεύει… και εσύ λυτρώνεσαι με τη μελωδία του ταξιδιού αυτού. Απέναντί της, στο βάθος του βλέμματος της ένας ευγενικός καλλιτέχνης του «δρόμου». Οι νότες του σαξόφωνού του έπαιζαν  σε μιαν ατελείωτη σκυταλοδρομία που κανείς δεν ήθελε να τελειώσει. Σαγήνευαν, ξελόγιαζαν τα μέσα σου. Οι αυτόματοι τόρνοι του, αγκάλιαζαν μεθυστικά τις οκτάβες και εκεί που ήσουν καθήμενος σε ένα αμφιθέατρο, βρισκόσουν σε στέκια της τζαζ ταυτόχρονα. Η μουσική του σαξοφώνου μέσα μου, ηχούσε σαν ένα βουβό κλάμα μέσα σε άδειους δρόμους, όπου η μοναξιά δεν άντεχε τη μοναξιά της. Και όμως ήσουν εκεί και άντεχες ως επέλασης μιας υπόσχεσης, ως δέηση που δεν αρθρώθηκε για όλα αυτά τα παιδιά που υπήρχαν τριγύρω και περίμεναν από εμάς τους μεγαλύτερους να μη τα οδηγήσουμε σε εύθραυστα τοπία που η δύση τους είναι αργή και επώδυνη. Να μη τα «φυτέψουμε» σε φθινόπωρα όπου τα σκουπίδια και τα ερείπιά μας θα πάρουν τη μορφή της βροχής.

          Το σαξόφωνο εκεί, στη θέση του. Στο τελείωμά του, στο στόμιό του, που έμοιαζε σαν άνοιγμα καμπάνας, τα ακούραστα πνευμόνια του φίλου μας καλλιτέχνη θεράπευαν τις αναπνοές μας. "Να πως σε εποχές κορονοϊού, ένα σαξόφωνο γίνεται θεραπεία πνευμόνων. Τα γυμνάζεις να αντέχουν". Σκέφτηκα και μισοχαμογέλασα. Η μικρή φιγούρα της νεαρής συνέχιζε να αφουγκράζεται  και να πελεκά τον ήχο του σαξοφώνου με μια αιφνίδια λυτρωτική θέα. Τη θέα της ψυχής της που θέλει ως άλλη «τζαζ μουσική» να αυτοσχεδιάζει-πέρα από νόρμες και κανόνες- και να χορεύει, να τραγουδά, να ξελογιάζει και να ξελογιάζεται  σε ρυθμούς που δε χωρά καμία πραγματικότητά μας.

          Σηκώνω το βλέμμα μου από τον εαυτό μου. Αφήνω τις βουβές ερωτήσεις μου να σταματήσουν. Σκέφτομαι πως η ιστορία του καθενός μας πρέπει να λεχθεί. Έτσι συνεχίζεται η ζωή. Αναρωτιέμαι αν η λησμονιά όλων εμάς των μεγαλύτερων είναι τελικά μια αμνησία. Και αν ναι, γιατί; Ούτως η άλλως αυτό που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας δεν είναι πάντα και αυτό που χρειαζόμαστε. Γιατί αφήσαμε τα εφηβικά μας πάθη να υποβαθμιστούν σε τωρινά λάθη; Γιατί αποφασίζονται τα όνειρά μας από την προσφορά και τη ζήτηση; Δεν μπορεί να είναι κοστολογημένες μετοχές που αγοράζονται και πουλιούνται.  Ούτως η άλλως την ουσία της ζωής δεν στη κερνάει κανείς τζάμπα. Πρέπει να τσαλακωθείς για να λάμψεις και όχι να αφήνεις τις δήθεν μετρήσιμες και γυάλινες χαρές και επιτυχίες σου να σε πνίγουν. Ο καιρός περνά, οι εποχές το ίδιο. Το θέμα είναι να μην αφήνεσαι στη ρουτίνα, στη συνήθεια, στην επανάληψη. Πρέπει οι άνθρωποι να αλλάζουν για να παραμένουν ίδιοι στα μεγάλα τους αισθήματα. Τούτο το κορίτσι απέναντί μου, τούτο το πλάσμα συλλογιζόμουν, πως όσο αφουγκράζεται τον αυτοσχεδιασμό του σαξοφώνου, τόσο σώζει την ελπίδα σε ένα χαμένο παράδεισο και φωτίζει αυτό που δεν μας συμφέρει, που μας ενοχλεί.

          Ανασηκώνομαι, πλησιάζω προς το μέρος της. Φαίνεται τόση ώρα να είναι παντελώς μόνη της. Μα να συνυπάρχει μαζί μας. Ανησυχώ και τη ρωτώ:

-«Που μένεις μικρή μου;»

-«Πάνω από τη γη και κάτω από τον ουρανό…», μου απαντά και εξαφανίζεται από το ορατό πεδίο μου, αφού χάθηκε μέσα στο πλήθος των παιδιών.

         Παίρνω το δρόμο του γυρισμού. Δεν ξέρω αν η φιγούρα που είχα τόση ώρα απέναντί μου ήταν μια ψυχή με μορφή επίγειου αγγέλου ή όχι. Ξέρω όμως πως μέσα από τα μάτια της, από το βλέμμα της,  συνειδητοποίησα πως ο ήχος ενός σαξοφώνου τούτο το απόβραδο, μού έμαθε πως να ακούω την ανάσα μου, να αναπνέω τα μέσα μου και να τα εκπνέω σε ήχο τζαζ, σε ήχο αυτοσχεδιασμού… σε έναν κόσμο που θωρεί τα πάντα δεδομένα. Μα το μόνο δεδομένο είναι πως δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο. Για αυτό σου λέω μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο σου με ένα σημείο στίξης;

 

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

...όταν...


 

           …Και κάπου εκεί στην απαρχή τούτης της νύχτας, κάπου εκεί ανάμεσα στον καπνό του τσιγάρου-  ο οποίος λες και προετοίμαζε ένα συννεφένιο τοπίο ομίχλης πάνω από το κεφάλι μου- και στο ταξιδιάρικο ποτήρι ρετσίνας που προσπαθούσε να πολιορκήσει τα «μη» και «πρέπει» της λογικής μου, ήρθες εσύ… Ήρθες εσύ αγέρα να μου ανακατώσεις στην υπεροχή σου τις αντιστάσεις μου, να μου συνεπάρεις τις σκέψεις μου ψηλά, πολύ ψηλά, σε απάτητες κορυφές που προσδοκούν να τις φτάσω. Να επαναστατήσεις τα φύλλα του σημειωματάριού μου και να τα προσκαλέσεις σαν σε χορό γυναίκας ξελογιάστρας που ακουμπώ το βλέμμα μου πάνω της, καθώς δεν μπορώ να αγγίξω ούτε αυτή, ούτε το ρυθμό των φύλλων που μαεστρικά σιγοντάρεις πέρα δώθε. Ήρθες να μου ψιθυρίσεις απελπιστικά, μυστικά, αναγκαία εκείνον τον χρόνο που μπαίνοντας σε αυτόν θα χάσουμε τον εαυτό μας για να βρούμε το είναι μας…

                Μου μετατρέπεις το σώμα μου σε ηχείο για να ακούσω πως η ζωή του καθενός μας δεν είναι κάτι που επιτυγχάνεις ή αποτυγχάνεις, για αυτό πρέπει να αφήσουμε τις αναπνοές μας να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Στέργω προς εσένα αγέρα με μια βαθιά ανακούφιση και γροικώ ερωτήσεις που είχαν μείνει μέσα μου σιωπηλές απορίες. Ο ουρανός ως συμπαντικός πάπυρος με πρόσταξε να τον αντικρίσω. Να τον διαβάσω. Ξέρεις όλα είναι γραμμένα στον ουρανό. Ακόμα και τα μελλούμενα που γίνονται παρελθόν εάν δεν τα διαβάσουμε. Τα αστέρια του σε ρόλο φωτεινών κουκίδων περιμένουν από εμένα να τα ενώσω με τη σωστή σειρά και διάταξη  για  να μου φανερώσουν γράμματα, λέξεις, φράσεις. Με μια νοερή γραμμή νου και ψυχής για να μου αποκαλύψουν το σχήμα των γραμμάτων τους, που θα με φέρει πιο κοντά στις αλήθειες μου.  Δέχομαι την πρόκληση σε αυτό το παιχνίδι που δεν έχει νικητή ή ηττημένο γιατί απλά είναι ένα παιχνίδι. Σιγοκλείνω τα μάτια μου και μέσα από τα βλέφαρα μου αφήνω το νήμα της καρδιάς μου σαν αόρατο μελάνι να ενώσει τις πρώτες κουκίδες για τη πρώτη λέξη… «όταν»… ναι, η πρώτη λέξη ήταν «όταν». Χάρηκα σα μικρό παιδί που κατόρθωσε στα μάτια του Ουρανού πατέρα και στα χέρια της μάνας Γης να βρει ένα χαμένο θησαυρό. Και ξάφνου η πίστη μου για θαύματα με έκανε «Μωυσή»  να ανοίξω τα σπλάχνα του ουρανού ως άλλη θάλασσα και στο δικό μου πέρασμα, στο δικό μου "Πάσχα" αμέτρητα «όταν» πέφταν απάνω μου, μέσα μου, τριγύρω μου. Με έλουζαν σαν κρυμμένες, ατελείωτες αναστάσεις.  Αυτά τα  «όταν» έπεφταν σαν αχώνευτα όνειρα που περίμεναν μια παλινδρόμηση μνήμης να τα λαχταρήσει και να τα γευτεί.

                -Όταν … το φθινόπωρο ένα φύλλο πέσει και ακουμπήσει το χέρι σου μην το αγνοήσεις. Είναι ένας αγγελιοφόρος. Μείνε εκεί για να συλλάβεις το μήνυμα. Το μήνυμα πως ο θάνατος του είναι προς τα κάτω, προς τη γη, ώσπου να γίνει λίπασμα, τροφή και να ξαναγεννηθεί μετά σε άλλο δέντρο. Η δικιά μας πορεία είναι προς τα πάνω. Να γίνουμε λίπασμα του ουρανού και να ξαναγεννηθούμε μέσα από πράξεις αγάπης και συγχώρεσης. Για αυτό τίμα τη ζωή σου.

                - Όταν … ο αγγελιοφόρος έρχεται με τη μορφή ενός κοχυλιού, μη βιάζεσαι να το πετάξεις στη θάλασσα. Γίνε κεραία και μέσα σε μια σιωπηλή νότα άκου το ρυθμό των μυστικών που έχει να σου πει για να μη φοβάσαι τα εμπόδια σου. Βάλτο στο αυτί σου και άσε να σου γαληνέψει τις ματαιοδοξίες σου. Και ψιθύρισε του όλα όσα σε τρομάζουν. Τα ανείπωτα αυτά που ποτέ σου δεν τόλμησες να ντύσεις με λέξεις. Και μετά άστο να το πάρει το κύμα μέσα ξανά σαν ένα ναυάγιο που βρήκε τη λύτρωση στο βυθό του νερού. Εκεί όπου τα συναισθήματα βαπτίζονται και καθαγιάζονται.

                - Όταν …ο αγγελιοφόρος σου είναι ένα σκοτάδι στη μέρα σου, μη τρομάξεις. Μην ανάψεις τα φώτα από πανικό. Άσε την υγρασία του να ποτίσει τα κόκκαλα σου για να σου υπενθυμίσει ότι είσαι περαστικός από εδώ και γίνε εσύ ολόγιομο φεγγάρι, γίνε πανσέληνος για να φωτίσεις τα μέσα σου, όχι με θλίψη αλλά με ανυπομονησία. Καθώς θα ξέρεις ότι με την ολοκλήρωση της πανσελήνου θα αρχίζεις να κοπιάζεις από την αρχή ξανά. Μα αυτό είναι η ζωή. Να προσπαθείς να γίνεις ένα αναπόφευκτο ξέφωτο.

                - Όταν … ο αγγελιοφόρος είναι ένα χαμομήλι μην κλείσεις τα ρουθούνια σου. Μύρισε την ταπεινότητα του και την ίαση που σου προσφέρει.  Και εκεί δες την καταγωγή σου, μα και τον προορισμό σου. Να κοιτάς χαμηλά, χωρίς κομπασμούς και εγωισμούς, μα να προσφέρεις αφέψημα ανακούφισης  σε οποιονδήποτε λαιμό που πονά και ξεραίνεται από κομπορρημοσύνη.

                - Όταν …ο αγγελιοφόρος σου είναι ένα μυρμήγκι,  άσε να κουβαλήσει τον σπόρο σου σε καταφύγιο ζεστό. Είναι προάγγελος εργατικότητας, υπομονής και επιμονής. Ακολούθα τα χνάρια του για να ξεχειμωνιάσεις τα αναπάντεχα δύσκολα της ζωής.

            - Όταν …ο αγγελιοφόρος σου είναι ένα πάρκινγκ που δεν βρίσκεις για να αφήσεις το αυτοκίνητο σου, άκου τη μηχανή που μουγκρίζει για να φύγεις μακριά.  Μακριά από την οχλαγωγία παραπόνων και βρισιών. Χαμογέλα και στρίψε στη γωνία του αδιεξόδου που νομίζεις ότι έχεις και θα βρεις τη διέξοδο που πάντα είχες μα που ποτέ σου δεν τόλμησες να στρίψεις.  Θα βρεις άπλετο χώρο για να παρκάρεις την προσωπικότητά σου. Μη τα θες όλα, εδώ και τώρα.

                  - Όταν …ο αγγελιοφόρος σου είναι ένα χαμένο κενό βλέμμα περαστικού που δεν ξέρει που να το ακουμπήσει θα διαπιστώσεις πως εάν αυτό το βλέμμα είχε φωνή  θα είχε να σου πει κάτι που δεν λέγεται με ευκολία. Θα σου έλεγε «σε αγαπώ». Συμφιλιώσου με τις απώλειές σου και αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν σου και τον  εαυτόν σου ως πλησίον σου. Άσε στα χέρια της αγάπης σου την ευθύνη να κρατήσεις στοργικά και με θαλπωρή λες και έχεις ένα νεογέννητο, μια νεογέννητη ύπαρξη που χρειάζεται εσένα και μόνον εσένα. Χρειάζεται τη δύναμη σου για να επιβιώσει. Βρες την μέσα σου και καθησύχασε το κλάμα του.

            - Όταν …ο αγγελιοφόρος σου είναι μια πεταλούδα που μένει ακίνητη πάνω σου, μην την τρομάξεις, μη την πληγώσεις, μην προσπαθήσεις να την εξοντώσεις και  να την κάνεις να φύγει μακριά. Είναι η ψυχή σου. Και ίσως αυτή η ακινησία, η ηρεμία να είναι ένας στοχασμός, μια απάντηση στο ερώτημα του τι ζητάνε από εμάς όλα αυτά τα αγαπημένα μας πρόσωπα που δεν υπάρχουν πλέον στη γήινη ζωή μας. Μπορεί να είναι προάγγελος του χρόνου που ζούμε, του εδώ και τώρα σε μορφή αποχαιρετισμού. Οπότε γίνε ένα παιδί για τα θελήματα, όπως όταν ήσουν μικρός. Όμως αυτή τη φορά θα είναι για το δικό σου θέλημα και κανενός άλλου. Ό,τι και αν  λένε, ό,τι και αν κάνουν. Άσε τη ψυχή σου να ταξιδέψει. Άστη να αναπνεύσει. Το αξίζει. Ή μάλλον είναι το λιγότερο που αξίζει.  Πριν γίνει μνημείο επίσκεψης από ζωές άλλων.

                «Να ξέρεις πως η αγάπη, μάς φέρνει αντιμέτωπους με τη μόνη αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Το ότι μας ζορίζει.» αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του αγέρα και μου παρέδωσε τις αντάρτικες σελίδες του σημειωματάριού μου ήρεμες πλέον, για να γράψω όσα δεν μπορούν να ειπωθούν.

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Μπορείς να εμπιστευτείς τη μνήμη σου?


 

      Σήμερα ξύπνησα κάπως περίεργα. Με μια αίσθηση στο στόμα μου ελληνικού καφέ με το καλύτερο χαρμάνι της Ανατολής. Με μια αίσθηση ενός βλέμματος που αντικρίζει αρχέγονους πολιτισμούς. Με μια αίσθηση αφής, όπως ένα φύλλο που αφήνεται στα διάφανα νερά ενός ποταμού να το ταξιδέψει , βρίσκοντας  τον προόρισμό του. Σήμερα ξύπνησα με μια αίσθηση να πλυθώ από τα μέσα προς τα έξω. Λαχτάρησα ο ήλιος να ακουμπήσει το πρόσωπό μου,  να συνομιλήσει με τις σκιές της ζωής μου και να τις κάνει ανύπαρκτες. Πιστεύω πως ο καθένας μας πάντα κάποια στιγμή στη ζωή του έχει μέσα του μια μοναξιά που είναι έτοιμη να τα πει όλα. Όπως τούτη εδώ τη στιγμή, που με βρίσκει να γράφω και να γράφω μη μπορώντας να φύγω από τη μυρωδιά του χαρτιού και της μελάνης. Νοιώθω πως σε αυτή τη ζωή δεν είμαι παρά ένα τάμα που ξαναπλάθει με λέξεις  όσα έχουν ειπωθεί αιώνες τώρα από  όλους αυτούς τους προγόνους μας, που μας άφησαν ως χαριστική βολή το φως, τη φωνή, την ευλογία και την κατάρα των ζωών τους. Ένα τάμα που οφείλω να εκπληρωθώ στο Φως ανάμεσα στα αναπάντητα ερωτήματα του ανθρώπινου γένους και στις απαντήσεις που κανείς δεν έχει το σθένος να αναζητήσει.

                Σαν ένα εσώτερο κλάμα που εμείς οι άνθρωποι κλείσαμε στο χρονοντούλαπο της μνήμης μας και αρνούμαστε να το νοιώσουμε. Αρνούμαστε να πενθήσουμε, να θρηνήσουμε… αρνούμαστε δηλαδή αυτόν τον χρόνο της μνήμης μας που η Φύση μάς έχει προικίσει, ώστε αφού τον βιώσουμε , αφού νοιώσουμε την ταφή των τέλων, των μικρών «θανάτων» της καθημερινότητάς μας, να οριστούμε σε μια νέα γενεσιουργό αρχή ζωής. Αλλά πού; Αφού δεν αφήνουμε και κάτι αληθινό να γεννηθεί. Αφού κάνουμε εκτρώσεις στα συναισθήματά μας. Και οι ξιπασιές μας γίνονται μουσαφίρηδες καθημερινά στις ζωές μας. Εφησυχαζόμαστε σε μια αποθέωση επιλογών και χανόμαστε στο λαβύρινθο τους. Μα η α-λήθεια (χωρίς λήθη) είναι πως δεν έχουμε τόσες επιλογές. Παρά μόνον μια. Την ίδια την αξίωση της ζωής μας. Μόνο εάν καταφέρουμε και αξιωθούμε τις ζωές μας, να τις κάνουμε ανάξιες λησμόνησης, θα φανερωθεί στο σύντομο διάβα μας μια παλέτα επιλογών που η καρδιά μας θα ζωγραφίσει εκεί τον επίγειο παράδεισό μας. Συνήθως κοιτάμε προς τον ουρανό αναζητώντας τον παράδεισο. Μα ο παράδεισος είναι και εδώ, είναι και εκεί. Είναι στην αγάπη σε όποιο χωροχρόνο υπάρχει. Όταν αφήνεις κάποιον να μπει στην καρδιά σου, όταν ξεντύνεσαι και απογυμνώνεσαι μπροστά του από δόλια συμφέροντα και κρυφούς φόβους, τότε να ξέρεις ότι θα τον έχεις πάντα μαζί σου.

                Καθημερινά ακούμε, βλέπουμε, διαβάζουμε τις επιτροπές ζωής και θανάτου να ορίζουν την ποιότητα των πράξεών μας. Και εμείς συνεχίζουμε μέσα στη σκόνη της ζωής μας να χανόμαστε στη βουή κενών κινήσεων, να κουβαλάμε τα ξέφτια μας ως το χαλάκι της πόρτας μας και όλα αυτά γιατί συναντιόμαστε με παύσεις, με ασυνέχειες, με διακεκομμένα συναισθήματα.

                Αλήθεια μπορείς να εμπιστευτείς τις μνήμες σου; Από αυτές που είχες μικρός; Από αυτές που ο Θεός σού χαμογελούσε στα πρώτα σου βήματα, στα πρώτα σου «γιατί», στις πρώτες σου γρατσουνιές; Μπορείς να τις εμπιστευτείς στη ζωή σου τώρα; Εάν όχι γιατί; Μήπως δανείστηκες άλλες; Μήπως φοβάσαι να τις ανακαλέσεις  γιατί θα σε ξεβολέψουν; Μήπως γιατί δεν θες να πάρεις τις ευθύνες που σου αντιστοιχούν; Ένα φωνήεν χωρίζει τη μνήμη από το μνήμα. Μάθε και αποφάσισε που θέλεις να ζήσεις. Εγώ την έχω στείλει τη μνήμη μου στο διάστημα μακριά, πολύ μακριά για να ζήσει περισσότερο από εμένα, αφού εκεί ο χρόνος δεν θα είναι ο ίδιος με εδώ και περιμένω ως ζητιάνος της, κάποια εξωγήινα σήματά της για να ερμηνεύσω το παρόν μου, το μέλλον μου… πριν γίνει ανούσιο παρελθόν. Είμαστε αυτό που θυμόμαστε ή όχι;

                Πριν απαντήσεις νοιώσε μέσα σου πως το πιο μεγάλο ταξίδι ξεκινά με ένα βήμα. Πριν αφήσεις την ήττα να κάνει ματ στην καρδιά σου, προχώρα με βάση τις αντιξοότητες και όχι τις ανέσεις. Πριν φυλλομετρήσεις σαν ημερολόγιο τα αισθήματά σου, άσε την απαγορευμένη νοσταλγία σου για αυτά που έζησες ως παιδί να επιστρέψει με οργή. Έχεις αισθανθεί ποτέ τον χρόνο της ζωής σου, την κάθε σου μέρα, το κάθε σου μήνα να είναι όπως  όταν τραβάς προς τα πίσω μια σφεντόνα και τη τεντώνεις με σκοπό να την κρατήσεις παραπάνω; Για πάντα; Αλλά τελικά υπάρχει πάντα ένα όριο μέχρι που μπορείς να τραβήξεις τη σφεντόνα σου; Ζήσε σε αυτό το όριο και ανακάλυψε κάθε φορά ακριβώς εκείνο το σημείο όπου στο όριο αυτό θα ανακαλύπτεις το νέο όριό του. Σου μιλώ για τη σφεντόνα της καρδιάς σου, όπου σφεντόνα σου είναι η μνήμη και το λάστιχο η προσμονή για το από εδώ και πέρα. Να έχεις να θυμάσαι και να έχεις να περιμένεις.

Σε κάθε τρόπο σου, χωρά ο τόπος σου;

    Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι αμφισβητούν τις μνήμες τους, για να μην παίρνουν αληθινές απαντήσεις. Μα μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρ...