Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Το νήμα που έγινε νάμα...

Μία φορά και κανέναν καιρό, ζούσε μια γιαγιά…που κατά κάποιον τρόπο ήταν, είναι και θα είναι η γιαγιά όλων μας. Το όνομά της , Μνήμη. Αυτή η γιαγιά που λέτε στο αέναο τώρα του χρόνου του καθενός μας, έπλεκε με δυο κουβάρια κλωστές. Με μια λευκή και με μια μαύρη. Πότε με τις μεγάλες τις βελόνες στις μασχάλες της, πότε με το βελονάκι στα ακροδάχτυλα του χρόνου της. Αναλόγως με τις αναμνήσεις που συγκρατούσε ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Στο διάβα του χρόνου του. Χρόνος όπως λέμε τόπος και τρόπος για τον καθέναν μέσα μας. Η μαύρη κουβαρίστρα έδινε την κλωστή της, το νήμα της ίσια, ευθύβολα, σαν μια ισοπεδωτική ευθεία όπου τίποτα το αναπάντεχο δε συνέβαινε. Ως μια ατέρμονα απαισιόδοξη κλωστή, κάτι σαν την γραμμή που δείχνει το καρδιογράφημα σαν η καρδιά μας παύει να χτυπά για εμάς.

 

Η άλλη κουβαρίστρα έδινε το νήμα της ολόλευκο. Από τα χαμηλά της στα ψηλά της. Εκεί που παρά τα όποια προβλήματα, παρά τις επίμονους πόνους και τις διχασμένες απώλειες, το νήμα τραβούσε ίσα με τον ουρανό, εκεί που τα όνειρα κατοικούν. Και  πλέκονταν και μπλέκονταν με τα σύννεφα, μέχρι και αυτά να πάρουν την μοίρα μιας βροχής λυτρωτικής πάνω μας, μπας και μας ξεπλύνουν από τις ένοχες δειλίες μας και τους ανυπόταχτους φόβους μας.

 

Βέβαια υπήρχαν και εκείνοι οι χρόνοι, οι προσωπικοί, που οι κλωστές έβαζαν τρικλοποδιά η μια στην άλλη. Και τα κουβάρια αντί να ξετυλίγονταν , μετατρέπονταν σε μια μπερδεμένη μπάλα, λαβύρινθος, όπου καμιά ανάμνηση μέσα μας δεν έβρισκε  την αξία της, την πραγμάτωση της, τη διδαχή της…την αγάπη.

 

Θα μου πείτε…γιατί σκοπός των αναμνήσεών μας είναι να βρούμε την αγάπη; Νομίζω πως ναι…Μόνο μέσα από την αυτογνωσία της αγάπης, ο καθένας μας θα βρει το κουράγιο να μπορεί να συγχωρεί και να πάει παρακάτω. Πρώτα τον εαυτό μας και ύστερα τον συνάνθρωπό μας. Μόνο έτσι η μνήμη δεν θα γίνει μνήμα, αλλά το νήμα θα γίνει νάμα. Νάμα που ράβουμε τις σοφές πληγές μας, γιατί είναι δικές μας. Να βάζουμε για να ράψουμε το κουμπί της υπομονής και της μπόρεσης σε κάθε όνειρό μας. Να μαντάρουμε τις δειλίες μας με θάρρος. Νήμα όπως νάμα σοφίας…καθαρό, ατόφιο…από την πηγή μας.

 

Τελικά οι μνήμες σε αθωώνουν ή σε καταδικάζουν;……με ρωτά ο εαυτός μου. Δεν ξέρω…μπορεί και τα δύο. Μα το θέμα δεν είναι η αθώωση ή η έκτιση των «ποινών» μας. Το θέμα είναι το αποτύπωμα που αφήνουν μέσα στο χρονοντούλαπο της ψυχής σου.

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μια αιώνια γιαγιά. Που τη λέγαν, Μνήμη. Συλλογική, ατομική, ιστορική, πνευματική, συναισθηματική, υλική, πονετική, δουλική, συμφεροντολογική, εγωιστική, αλληλέγγυα, επουλωτική, καρδιακή….παιδική. Κάποτε το νήμα των ζωών μας θα τελειώσει. Μα η  αιώνια γιαγιά Μνήμη θα συνεχίσει να πλέκει…μνήμες που θα μείνουν κληροδότημα στις επόμενες γενιές. Γιατί μνήμη , όπως χρόνος. Χρόνος όπως τόπος και τρόπος που έχουμε μέσα μας και αφήνει τα ίχνη του ο χρόνος αυτός προς τα έξω. Και εάν η μνήμη ήταν ρολόι, δεν θα είχε δείχτες. Παρά μονάχα δυο κλωστές που θα έδειχναν το που είμαστε και τι κάνουμε. Θα είχε το νήμα και το νάμα. Ας πλέξουμε με το νήμα και το νάμα που έχει ο καθένας μέσα του ρούχα ζέσης, αγκαλιάς, θαλπωρής κατανόησης, σεβασμού, ελευθερίας και συγχώρεσης. Ρούχα πίστης μιας μνήμης που ξέρει να κερδίζει χάνοντας ενίοτε. Που ξέρει να παίρνει…δίνοντας πρώτα. Να σωματοποιείται σε ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα…μια ανάσα. Ειδάλλως θα έχουμε διάρκειες στις ανεπάρκειές μας και θα απωθούμε τις μελαγχολίες μας χωρίς να τις πενθούμε. Ειδάλλως θα ζούμε στα πωλητήρια των αναμνήσεών μας και θα στοιβαζόμαστε ως απουσίες στις παρουσίες των ανθρώπων που νοιαζόμαστε.

 

Μια φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή τώρα, ζούσε μια αιώνια γιαγιά….Η Μνήμη μας. Και με το νήμα που έγινε νάμα κόπιαζε στοργικά και καρτερικά, αγκομαχούσε να μας «πλέξει» για να είμαστε έτοιμοι πάντα και ας μην γνωρίζουμε το πότε και το γιατί.

 

…..αλλά είπαμε πως όλο αυτό είναι ένα παραμύθι….έτσι δεν είναι; Ή μήπως όχι;

 

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Η σκιά είναι η μελαγχολία του φωτός...


 

       Δεν είμαι συχνά έντιμος με τις αναμνήσεις μου…Κάμποσες φορές, μου δημιουργώ σκιές…όπως τότε στα καλοκαίρια μας, στο χωριό μας στην Καρδίτσα. Πρωταγωνιστές , εγώ, η αδελφή μου η Ειρήνη και η λάμπα στο παλιό δωμάτιο. Δημοτικό πηγαίναμε ακόμη και οι δυο μας. Βρίσκαμε τότε δραπέτευση στις διακοπές μας, από την ζέστη του Αυγούστου, ξαπλώνοντας χάμω σε μια κουρελού και εκεί κατά το απόβραδο, με τη φαντασία μας σκηνοθέτη, πρωταγωνιστούσαμε με τη λάμπα στο ταβάνι. Γύρω γύρω από τη λάμπα, υπήρχε το φόρεμά της. Στο σχήμα συνήθως μας ομπρέλας ή ενός διάτρητου αλεξίπτωτου. Τότε στα χωριά, οι γιαγιάδες, καλή η ώρα όπως η αγαπημένη μας γιαγιά Βούλα, έπλεκε με το βελονάκι της το σχέδιο που ήθελε να δώσει στο πλεκτό της, το βούταγε καλά -καλά σε ζαχαρόνερο και μετά αφού είχε επιλέξει ένα σκεύος-μαγειρικό συνήθως-με στρογγυλό τελείωμα, το γύριζε ανάποδα και εκεί επάνω έβαζε το μουσκεμένο πλεκτό και το έβγαζε έξω στον ήλιο για 2-3 μέρες να στεγνώσει καλά…να κοκκαλώσει. Και ύστερα με αυτό ντύνονταν η λάμπας ως άλλη γυναίκα αναγεννησιακής εποχής. Με το που άναβε, μας χάριζε μέσα από το διάτρητο πλεκτό της, σκιές στο ταβάνι ανυπέρβλητης ομορφιάς και ονειράτων. Και εγώ με την αδελφή μου, άλλοτε ως πεταλούδες μικρές, άλλοτε ως έντομα νυχτόβια, πετάγαμε και πετάγαμε γύρω από το φως. Προσγειωνόμασταν σε αυτόν τον παράξενο και λαμπερό πλανήτη που έμοιαζε σαν δίχτυ ενίοτε, σαν απόχη, που έπιανε φαντασία και όνειρο, γέλια και απόκαμα, ιστορίες και μυστήρια.

       Δεν είμαι συχνά έντιμος με τις αναμνήσεις μου…γεννήθηκα ανυπόμονος για αυτές…μπας και μου επιτραπεί παρήγορα ότι ο θάνατος θα καθυστερήσει. Μα το βελόνι πλέον τώρα έχει απομείνει ορφανό από τα χέρια της γιαγιάς μου. Και εγώ κάθε καλοκαίρι βλέποντας το φως και τις σκιές αυτής της λάμπας στο παλιό δωμάτιο, φεύγω όλο και πιο δύσκολα από τη σκιά του εαυτού μου. Πιστεύω πως τελικά σκιά και φως, συζούν αρμονικά. Σαν ένα κέρμα με δυο όψεις. Σαν η σκιά να είναι η προέκταση του φωτός κατά κάποιο τρόπο και τούμπαλιν. Καλύτερα σκιά, παρά σκοτάδι. Γιατί με τη σκιά θα έχω το φως για σκηνοθέτη στη ζωή μου. Όλο το φως του κόσμου για εμένα χωρά σε εκείνη τη λάμπα, που με άφηνε να ταξιδεύω στον πλανήτη με τις σκιές….Γιατί τι άλλο είναι η σκιά παρά η μελαγχολία ενός φωτός;

Είμαστε οι ζωές που δεν ζήσαμε;

  “Δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω”, σιγοψιθυρίζουμε στον εαυτό μας, ζωσμένοι, αλλά όχι σωσμένοι. Ζωσμένοι στην ανάγκη ή αιχμάλωτοι από τον π...