“Δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω”,
σιγοψιθυρίζουμε στον εαυτό μας, ζωσμένοι, αλλά όχι σωσμένοι. Ζωσμένοι στην
ανάγκη ή αιχμάλωτοι από τον πόθο της «επιτυχίας» και της «κοινωνικής
καταξίωσης». Οι αλήθειες πλέον γίνονται δύσκολα αναγνωρίσιμες. Και εγώ μας
ρωτώ, σε ποια γλώσσα αντικρίζεις και αντιγυρίζεις τα χρωστούμενα στο χρόνο σου?
Σε ποια γλώσσα επικοινωνίας, χρόνου και συναισθήματος ξαποσταίνει η μνήμη σου?
Ζούμε σε εποχές αμετουσίωτες. Αμετουσίωτη οργή, αμετουσίωτος πόνος, χωρίς
διέξοδο για ανακούφιση, για συγχώρεση και αυτοσυγχώρεση. Χωρίς οι ιστορίες ζωής
του καθενός μας να θέτουν τα αναγκαία, λυτρωτικά, πρωτότυπα ερωτήματά τους.
Αλήθεια σε ρώτησα, σε ποια γλώσσα επικοινωνίας, χρόνου και συναισθήματος
ξαποσταίνει η μνήμη σου?
Ζούμε εποχές φίλες και φίλοι μου
που βομβαρδιζόμαστε με δελεαστικές διαφημίσεις που απλουστεύουν την
πραγματικότητά μας , έως ότου την ακυρώσουν. Καλυπτόμαστε κάτω από τη ευμάρεια
των δανεικών. Δανεικών συναισθημάτων, δανεικών ονείρων, δανεικών επιθυμιών,
δανεικών φόβων, δανεικών χαμόγελων , δανεικών πόνων, δανεικών ευτυχιών. Τα δικά
μας, τα ολότελα δικά μας που έχουν χαθεί ή ξεχαστεί? Ζούμε πλέον ως
υπερκαταναλωτές των πάντων. Πρέπει όμως να θυμηθούμε και την ιδιότητα του
πολίτη. Πρέπει να θυμηθούμε εμάς. Γιατί ειδάλλως μήπως είμαστε ό,τι έχουμε
ξεχάσει? Ας αναλογιστούμε τι προέχει στη ζωή μας…σχέση ή χρήση? Να κατέχουμε ή
να μοιραζόμαστε?
Και κάπως έτσι συνοδοιπόροι ζωής,
πλάθουμε πλέον τον εαυτό μας καθ’ ομοίωσίν
της εικόνας και μόνο, καθώς η έγνοια μας είναι να σοκάρουμε και όχι να
φανερώσουμε. Και κάπως έτσι η ζωή μας κυλάει σαν μια ροή αναμονών στο οθονικό
μας σύμπαν και μόνο. Συνηθίσαμε να πιστεύουμε πως ο χρόνος είναι χρήμα και έτσι
γίναμε τσιγκούνηδες με τους άλλους…σταματήσαμε να μοιραζόμαστε τον χρόνο μας
μαζί τους. Έχουμε πλέον την ικανότητα όχι απλώς να ξεχνάμε, αλλά να θυμόμαστε
επιλεκτικά. Γινήκαμε οι περισσότεροι από εμάς άνθρωποι σε καθεστώς πνευματικής
οκνηρίας ή και πλήρους παραίτησης.
Γινήκαμε η πλειοψηφία των
οθονανθρώπων. Μια επιβεβλημένη, καμουφλαρισμένη, δικτατορική «δημοκρατία» των
οθονανθρώπων. Βλέπει, μιλάει η ζωή μας, που μια οθόνη τη γεμίζει, την αδειάζει,
την τρομάζει. Βλέπουμε πολλά, στεκόμαστε σε λίγα. Μα ο «εχθρός» είναι μέσα μας
και αυτό γιατί δεν έχουμε τη δύναμη και το συναίσθημα να πλησιάσουμε, να
κατανοήσουμε, να συμπονέσουμε, να συνυπάρξουμε,να συγχωρήσουμε. Οι μέρες μας
περνάνε σε έναν καταναγκασμό της επανάληψης…και οι λέξεις μας? Αχ αυτές οι
λέξεις μας! Οι λέξεις μας τελικά κατάντησαν να είναι ό,τι κάνουμε και ό,τι τις
ορίζουμε να κάνουν. Δεν είναι πλέον λέξεις σαν ξυπνητήρια μνήμης!
Μα καμιά φορά συνάνθρωπε στοχάσου
πως ο χρόνος στις ζωές μας επιμηκύνεται όχι για να μας παρηγορήσει, αλλά και
για να μας προετοιμάσει, γιατί οι κραυγές μας πλέον δε μετουσιώνονται σε
διαμαρτυρίες, αλλά σε ανέξοδα και αδιέξοδα αναφιλητά. Γιατί δυστυχώς το είναι
μας επικυρώνεται από το φαίνεσθαί μας. Γιατί κρατάμε πλέον αυτά που είναι
κατεξοχήν για πέταμα. Γιατί ζούμε ως αμνήμονες και αγνώμονες. Γιατί η
πληροφορία που καταιγιστικά δεχόμαστε άκριτα κάθε μέρα είναι μια «γνώση» δίχως
σκέψη. Γιατί…είμαστε οι ζωές που δεν ζήσαμε?
Φίλες, φίλοι μου ας θυμηθούμε πως
ό,τι ωραίο βλέπει κανείς γύρω του, το έχει και μέσα του. Ας μην ξεχνάμε πως
μπορεί να έχουμε γίνει καλύτεροι στο να μιλάμε για το τι συμβαίνει, για όλα
αυτά τα δεινά της ανθρωπότητας, δεν γίναμε όμως καλύτεροι στο να εμποδίσουμε να
συμβεί. Ας μην λησμονήσουμε πως καταστρατηγούμε τα παιδιά μας να αποστηθίζουν
πληροφορίες σε μια γλώσσα όπου οι έννοιες και οι αξίες έχουν χαθεί, έχουν
εκμαυλιστεί. Ακόμα και οι πόνοι μας δε μπορούν να πουν τις αλήθειες τους. Και
κάπως έτσι οι μέρες μας , οι μήνες μας , τα χρόνια μας κυλούν χωρίς
σκοπό….γιατί δεν πηγαίνουμε κάπου, απλά προσπαθούμε να αποδράσουμε από εκεί που τις περισσότερες φορές είμαστε.
Μα η ζωή δεν είναι να έχεις και
να αποκτάς, αλλά να είσαι και να γίνεσαι. Πόσος χρόνος σου λείπει? Πόσο μνήμη?
Άρα και η ευθύνη και η ελευθερία που αυτή η μνήμη φέρει μέσα της? Πόσο
στριμώχνεσαι καθημερινά? Πόσο πύκνωση, πόσο συμπίεση, πόσο ταχύτητα να αντέξει
η ζωή μας? Αυτές τις μέρες αποφάσισα να κάνω παρέλαση. Για έμενα. Για τα μέσα
μου. Έκανα παρέλαση στις πορείες μου, στους φόβους μου, στις ελπίδες μου και
πουθενά δεν με είδα να κρατώ τη σημαία μου. Καθώς υπήρξα εγκλωβισμένος μεταξύ
φόβου και δικαιολογίας.
Μα αυτό που δεν χωράει σε
στατιστικές είναι η ίδια η πραγματικότητα των ζωών μας. Γιατί όλα ανατρέπονται
με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, αλλά πρέπει να αντέξουμε. Φίλες
μου, φίλοι μου το όριο στις ζωές μας πρέπει να είναι οι μέγιστες δυνατότητες
που ο καθένας μας φέρει μέσα του. Εάν θέλουμε να καταλάβουμε πραγματικά αυτά
που ζούμε, οφείλουμε να αναλάβουμε και τις ευθύνες μας. Ειδάλλως δε θα ζούμε με
επικοινωνία αλλά «επί της κοινωνίας». Ας συνειδητοποιήσουμε πως αυτό που χάθηκε
δεν είναι το παρελθόν, αλλά η τωρινή αυθεντικότητα των στιγμών που ζούμε. Ας μη
βιαζόμαστε να απογοητευτούμε, έρχονται χειρότερα, που ίσως δημιουργήσουν τα
καλύτερα. Από εμάς εξαρτάται. Ας απολαύσουμε την ελευθερία μας μα και την
ευθύνη των επιλογών της. Όποιες και να είναι αυτές . Καθώς ζούμε σε εποχές
βίαιων αληθειών, μην ξεχνάμε πως η μνήμη μας, η μνήμη του καθενός μας, είναι η
μοναδική μας πατρίδα…και με τα καλά της και με τα κακά της. Και να θυμόμαστε
ότι το ποιοι είμαστε δεν αλλάζει, αλλάζει όμως αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε.
Άνθρωπε υπάρχει ένα εσωτερικό
τοπίο μέσα μας, μέσα στον καθένα μας, μια γεωγραφία ψυχής, που περνάμε ολόκληρη
τη ζωή μας αναζητώντας τα σύνορά του. Και αυτό γίνεται μονάχα εάν ζήσουμε τα
ερωτήματά μας και εφόσον αγαπάμε…ώστε να καταλάβουμε τον εαυτό μας μέσα από τον
συνάνθρωπό μας. Άνθρωπε, κατέχουμε πράγματα, ακόμα και ανθρώπους δυστυχώς, για
να ξεχάσουμε ότι δεν κατέχουμε τον εαυτό μας και δεν ορίζουμε επουδενί την
Ιστορία μας πλέον. Δεν αντέχουμε ούτε τη μνήμη, ούτε την κρίση. Σχεδόν
παραιτηθήκαμε από την υποχρέωση της διαμαρτυρίας…απλώς προσπερνάμε. Απορροφημένοι
από στόχους, στενόμυαλοι και άμεσα εξαργυρώσιμοι μονάχα σε ύλη. Έχουμε
αναρωτηθεί όμως πως μας απέμεινε μονάχα η ηθική? Αυτός ο έλεγχος που μας δίνει
η συνείδησή μας μπας και επιβιώσουμε. Έχουμε αναρωτηθεί πως τελικά μόνο το ψέμα
ξεχνιέται? Λέμε ψέματα και μετά ξεχνάμε τι είπαμε. Και αυτό είναι μια μεγάλη
αλήθεια.
Ζούμε σε εποχές που η σπουδή της
ανθρώπινης βλακείας, μας οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουμε τον κόσμο ως
έχει. Καμία αλλαγή, καμία προσδοκία. Ζούμε σε εποχές που οι λέξεις μας είναι
σαν τα νομίσματα. Μέσα από μια υπέρμετρη πληθωριστική χρήση τους, χάνεται και η
πραγματική αξία του νοήματός τους και κάπως έτσι διαστρεβλώνουμε αυτό που μας
συμβαίνει επειδή το φοβόμαστε. Ζούμε σε εποχές που απλά γινόμαστε επίπεδοι
πίνακες ανακοινώσεων, γιατί λογοκρίνουμε τα συναισθήματά μας και τις αλήθειες
μας και οδηγούμαστε στην ψευδαίσθηση ότι είμαστε ελεύθεροι. Μα η ελευθερία του
να υπακούς, δεν είναι ελευθερία. Περνάει ο χρόνος μας με μια γερασμένη
νοσταλγία να έχει απομείνει για να μας ανακαλέσει. Περνάει ο χρόνος μας,
παγιδευμένοι ανάμεσα στο γενικό και στο ειδικό φόβο. Κάτι σαν φοβισμένοι
πολιορκημένοι. Περνάει ο χρόνος και
εμείς μεγαλώνουμε και θεωρούμε τον Ενεστώτα ως σημείο τήξης ή πήξης των
συμβάντων μας. Θα γυρίσουμε πότε να κοιτάξουμε τη γλώσσα και τα συναισθήματά
μας? Αυτή και αυτά που εγκαταλείψαμε από τα παιδικά μας χρόνια? Αξίζουμε τις
επιλογές μας? Και αυτές δικαιώνουν τις επιρροές μας?
Φίλες μου, φίλοι μου στη φυλακή
της αυτολύπησης και της κατάθλιψής μας, οι μόνοι δεσμοφύλακες είμαστε εμείς. Στη ζωή παίρνεις
αυτό που διεκδικείς και όχι πάντα αυτό που αξίζεις. Οπότε ας κοιτάξουμε να
δούμε τι δε μπορούμε, τι δεν προλάβαμε να κάνουμε και τι χρωστάμε στις επόμενες
γενιές. Ας λαχταρήσουμε ένα ταξίδι στους μέσα τόπους μας. Τη ζωή πρέπει να την
τιμήσουμε για να μας αποκαλυφθεί. Ας συνειδητοποιήσουμε πως εάν δε μπορούμε ή
δε θέλουμε να είμαστε μέρος της λύσης όλων αυτών που ζούμε , ας μην είμαστε
τουλάχιστον μέρος του προβλήματος. Ας στοχαστούμε πως οι λύσεις γεννιούνται, δε
σερβίρονται. Ας κατανοήσουμε πως η μνήμη μας είναι η μαρτυρία και η προίκα μας.
Η προσωπική μας αποσκευή, σε αυτό το ταξίδι που ορίζεται ως ζωή. Και πως μια
καθαρή καρδιά είναι ότι πιο αντιεξουσιαστικό σε αυτά που ζούμε και δεχόμαστε
αμαχητί στις μέρες μας. Ειδάλλως θα είμαστε ό,τι έχουμε ξεχάσει. Ένα
ερωτηματικό στο τέλος αυτής της πρότασης μπορεί και να φέρει και τη λύτρωσή
μας. Γιατί δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, μα δύσκολες ερωτήσεις που ο καθένας
οφείλει να κάνει μέσα του. Το σημαντικό είναι να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε. Να
στρεφόμαστε και να κοιτάζουμε και τον διπλανό μας όχι ως εμπόδιο, αλλά ως
συνοδοιπόρο… Τότε θα έχει κερδηθεί κάτι μεγάλο. Ειδάλλως δεν θα είμαστε θεατές
στη ζωή, αλλά το «άρτος και το θέαμα».