Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Αγάπησες ποτέ τα σκουπίδια σου?


Τέλος Ιούλη.
          Η ζεστή ραστώνη σε οδηγεί να αναζητήσεις τρόπους διαφυγής. Δροσερούς. Ανοιχτόμυαλους. Εγκάρδιους. Αναπάντεχους. Παιδικούς. Αγναντεύω μπροστά μου την αιώνια θάλασσα και παρατηρώ την ακούραστη, αγόγγυστη προσπάθεια των κυμάτων να αγκαλιάσουν βότσαλα και κοχύλια. Να παίξουν μαζί τους ξανά και ξανά. Όπως ακριβώς και η ακόρεστη δίψα για παιχνίδι και φαντασία δύο μικρών φίλων, που έπαιζαν ξέγνοιαστα λίγο παρακεί, υπό την επίβλεψη των γονιών τους, στο διπλανό τραπέζι από εκεί που ήμουν εγώ.... Έφερα το τσιγάρο μου στο στόμα και ρούφηξα βαθιά λες και ήθελα η καύτρα του να μείνει για πάντα αναμμένη, σαν ένα φωτεινό εκκρεμές που ήθελα να με υπνωτίσει. Μέσα από τη θολούρα του καπνού, προσπαθώ να απαγκιάσω κάπου το βλέμμα μου. Σε ένα γνώριμο σημείο, σε μια βεβαιότητα επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Εκεί όπου εμείς οι μεγάλοι καταστρώνουμε τα θέλω σε πρέπει και τον χρόνο μας σε excel πίνακες προγραμματισμού. Δεν με βρίσκω όμως κάπου. Οι παλάμες μου τρίβουν τα μάτια μου για να κατανοήσω αυτό που βλέπω. «Θεέ μου μεγαλοδύναμε!». Το βλέμμα μου γυρίζει όσο και οι μοίρες ενός μοιρογνωμονίου. Μόνο που αυτές οι μοίρες έκαναν την πραγματικότητά μου αναπάντεχα ελκυστική. Ξάφνου ότι και αν έβλεπα δίπλα μου, φορούσε το πέπλο της παιδικής νοσταλγίας.
                Έβλεπα όλους εμάς τους μεγάλους να φοράμε τα παιδικά μας πολύχρωμα ρούχα. Κοντά σορτσάκια και πέδιλα με αυτοκόλλητο για εμάς τα αγοράκια. Με λουλουδάτα φορεματάκια τα κοριτσάκια και με νάζι μοιραίων θηλυκών. Με αυτό καταστρατηγούσαν τις επιθυμίες μας, τις κινήσεις μας. Και να σου πω κάτι; Δεν μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Νόμος αιώνιος. Παραδίπλα είδα δύο μεσήλικες άντρες που ξεκινούσαν διαγωνισμό για το ποιος θα φάει πιο γρήγορα μια φέτα καρπουζιού. Ανελέητα γέλια με φάτσες πασαλειμμένες με το ροζ του καρπουζιού και με τα κουκούτσια σε ρόλο γραμματόσημου πάνω στα μεγάλα μάγουλα τους. Παρακεί ένας άλλος μεσήλικας πιτσιρικάς είχε πάρει το νεροπίστολο του και μαζί με τον συνομήλικο φίλο του- που πριν λίγο έπαιζαν το τάβλι τους-στόχευαν ο ένας τον άλλον στα ανοιχτά στόματά τους με νερό μέχρι ο πρώτος να πει τη μαγική φράση «παραδίνομαι, κέρδισες!». Παραδώθε ένας επίμονος ηλικιωμένος κύριος έπαιζε τον επίμονο ανασκαφέα. Με τα γέρικα πόδια έχωνε τα παπούτσια του μέσα στην άμμο λες και ήταν μικρές μπουλντόζες που μόλις χθες του είχε αγοράσει ο μπαμπάς του από το πανηγύρι. Σκόνιζε τα παπούτσια του και μετά με το ακροδάχτυλό του έγραφε επάνω τους λέξεις, ονόματα, θαυμαστικά. Ίσως τούτη τη φορά να έγραφε από το σεντούκι των αναμνήσεων του μικρούς πολύτιμους θησαυρούς για να τους βλέπει πιο συχνά και πιο εύκολα. Να μην γίνουν αναποτελείωτοι καημοί. Πιο εκεί είδα να φλερτάρουν δύο έφηβοι. Είχαν βάλει στο κεφάλι τους κάτι άδειες κούτες που είχαν πάρει από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ο νεαρός είχε μια κούτα από τυρογαριδάκια και η δεσποινίς μια κούτα από μπισκότα. Είχαν δημιουργήσει και τρύπες στο ύψος των ματιών τους και του στόματός τους και υποδυόντουσαν περίτρανους ρόλους. Λέγαν και λέγαν λόγια ανήκουστης ομορφιάς και γλύκας. Ρωτούσαν και ρωτούσαν με λέξεις φανερής αμηχανίας. Γέλαγαν και γέλαγαν με κομπλιμέντα καρδιακού εφηβικού ηφαιστείου που ετοιμάζεται να εκραγεί. Λες και αυτή η κούτα ήταν το καταφύγιο τους, μέσα στο οποίο αισθανόντουσαν ελεύθερα, ερωτοτροπούσαν χωρίς ενοχές, σκεφτόντουσαν χωρίς τύψεις. Λες και αυτές οι κούτες με το που τις έβαζαν στο κεφαλάκι τους, τους προφύλασσε από εντεταλμένους φόβους, από ντοπαρισμένες ντροπές, από ηλικιωμένους καθωσπρεπισμούς. Αυτές οι άδειες, άχρηστες κούτες που πλέον θα πήγαιναν στα σκουπίδια γίνηκαν το καταφύγιό τους.
                Για πες μου, αγάπησες πότε εσύ τα σκουπίδια σου; Όλα αυτά που ήθελες και δεν έκανες; Όλες τις εφηβικές σου ανταρσίες που τις κατέπνιξες με δήθεν απορρίμματα βαθμολόγησης; Και ξοδεύτηκες σε άψυχους εναγκαλισμούς. Σκέφτομαι πως για να υπάρχουν απορρίμματα στις ζωές μας πάει να πει πως ο καθένας μας  έχει την ικανότητα να απορρίψει. Μήπως τελικά απορρίψαμε τις ζωές μας; Αυτές που όταν ήμασταν μικροί ακόμα, ένα απλό άψυχο αντικείμενο, μια άδεια κούτα, ένα μελλοντικό σκουπίδι, το κάναμε πύργο των θέλω μας; Έλα βάλε και εσύ την κούτα σου πάνω από την δικιά μου και ανέβα πάνω. Γέμισέ την όμως πριν με ονείρατα και πειράγματα. Με γέλια και παιχνίδια. Με σκουντήγματα και τρεξίματα. Με κρυφτό και κυνηγητό… Ειδάλλως, δεν θα μπορούμε να σταθούμε πάνω τους. Πρέπει να είναι γεμάτες. Μας και μπορέσουμε να δούμε πίσω από τον τοίχο που εμείς οι ίδιοι έχουμε χτίσει ως μεγάλοι.
                Πότε σταματήσαμε να έχουμε ανάγκη να διανυκτερεύσουμε σε ένα βλέμμα; Πότε σταματήσαμε να απολαμβάνουμε; Πότε σταματήσαμε να ρωτάμε ο ένας για τη ζωή του άλλου; Ξέρεις κάτι; Πρέπει να γυρίσουμε εκεί που δεν μπορούμε να γυρίσουμε. Εκεί που με μια κρούστα ζάχαρης στα χείλη μας φιλούσαμε τα πρόσωπα ο ένας του άλλου και κάθε φόβος, κάθε δειλία γίνονταν το «μαλλί της  γριάς» και πέφταμε με λαχτάρα πάνω του. Ο παρανομαστής των ζωών μας, έμεινε κενός. Ο αριθμητής μας, γέμισε με υλικές ανάγκες, με αρώματα καταναλωτικής ευμάρειας, με τρόπους που προγραμματίζουν απλά τις ζωές μας. Και αυτό γιατί δεν υπήρξε χρόνος να αγαπήσουμε είτε τη γνώση, είτε τα τοπία, είτε τα πρόσωπα, είτε τα λόγια μας. Εκείνα που λέγαμε ως παιδιά, ως έφηβοι. Άκου με λίγο. Έστω για λίγο. Πάρε στα χέρια σου μια αχυρένια σκούπα και μάζεψε ή μάλλον ξαναμάζεψε τα ψίχουλά σου, τα σκουπίδια σου. Μπας και βρεις τις αλήθειες που είχες πετάξει.
               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η αισιοδοξία μιας αλήθειας...

  Οι λάτρεις των βιβλίων μιας δυστοπικής πραγματικότητας, μπορούν πλέον δυστυχώς αντί να αναγνώσουν αυτά τα βιβλία, μπορούν να «διαβάζουν» μ...