Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μέρα
γεμάτη ψιθύρους και σιωπές, σε μια μέρα μπολιασμένη με χαραμάδες ουρανού, ζούσε
μια μοναχική κοπέλα. Καθότανε που λέτε σε ένα τσιμεντένιο παγκάκι, όπου
απέναντί της βρίσκονταν ένα σκουριασμένο κάγκελο και ατένιζε μελαγχολικά τη
θάλασσα. Ήθελε να ξεπλύνει τη θλίψη της μέσα στη θάλασσα από τις πληγές που
κουβαλούσε καιρό τώρα. Μα δε μπορούσε. Υπήρχε ένα εμπόδιο. Οι σκουριές της, που
βρίσκονταν πάνω σε αυτό το κάγκελο. Όχι κάποιες τυχαίες, οποιεσδήποτε σκουριές.
Ήταν οι δικές της σκουριές που αντί το κάγκελό της να το έκαναν στήριγμα για το
«από εδώ και πέρα», το μετέτρεπαν σε ένα στενόχωρο όριο. Το όριο που έβαζαν οι
φόβοι, οι ανασφάλειες και η παραίτησή της μέσα της.
Είχε καιρό τώρα που ζούσε, επιθυμούσε,
σκέφτονταν και αισθανόταν σε ένα κόσμο μαρμαρυγής και ψιθύρων. Σε ένα κόσμο
σιωπηλού και ήρεμου πανικού. Σε αυτές τις κουρασμένες ώρες της ζωής της,
προσπαθούσε να καταλάβει γιατί μέσα της αισθάνονταν «ότι δεν είχε χρόνο», γιατί
«ένιωθε αποκομμένη από την ανάσα της ψυχής της». Λες και ο εντολοδόχος της πραγματικότητας
της ήταν αυτές οι σκουριές, όπου με πολύ δόλια μαεστρία ο εγωισμός των πληγών της,
τις άφηνε να πολλαπλασιάζονται με οξείδωση και αλμύρα. Όχι την αλμύρα της θάλασσας
που έστεκε πάντα εκεί, ακριβώς δίπλα της, σιμά της, έτοιμη να τη δεχτεί και να
την ταξιδέψει. Αλλά των δακρύων της, που με τη δικιά τους αλμύρα σκούριαζαν το
κάγκελο και από στήριγμά της το έκαναν σαθρό ακουμπιστήρι ανέλπιδων λύσεων.
Γύρω της το έδαφος γίνονταν η
προσομοίωση της ζωής της. Ένα γκρι, ψυχρό, άψυχο τσιμέντο. Και η κοπέλα ένιωθε
σαν ένας επίπεδος πίνακας ανακοινώσεων που το μόνο που μπορούσε να διαβάσει κανείς
ήταν ένα αναποτελείωτο «γιατί?». Ένα «γιατί σε μένα?». Που ερωτοτροπούσε όμως μόνο
με αδιέξοδες απαντήσεις. Και όπως σε όλα τα παραμύθια, έτσι και σε τούτο εδώ,
κατέφθασε ο «πρίγκηπας» μεταμφιεσμένος σε έναν πρόσχαρο, χαμογελαστό νεαρό
άνδρα που μόλις είχε καταφθάσει με το άτι της όμορφης διάθεσής του για ήλιο και
για θάλασσα. Δηλαδή για φως και ταξίδι. Τα δυο σημαντικά συστατικά για να
αρχίζει κάποιος με το γυαλόχαρτο της ψυχής του να λειαίνει για να διώξει τις πληγές
μιας σκουριάς και να τις κάνει πηγές μια καθάριας και λυτρωτικής δίψας για ζωή.
Σαν ένα ταξίδι μέσα στο άπειρο…μόνο σε μια ζωή. Πλησίασε που λέτε με ένα σφύριγμα
γεμάτο αγέρι τη θλιμμένη κοπέλα.
-«Γεια».
-«Ε…γεια»…ξαφνιάστηκε η κοπέλα.
-«Είδα που είσαι μόνη σου και
είπα να μοιραστώ την καλημέρα μου».
-«Ε…ξέρεις δεν είναι η κατάλληλη
στιγμή. Έχω τα δικά μου. Τις δικές μου σκοτούρες».
-«Και εγώ έχω τις δικές μου
χαρές. Οπότε τι λες…θες να τις μοιραστούμε?».
-«Πώς να τις μοιραστούμε? Τι
εννοείς?».
-«Να τις μοιραστούμε όπως ένα ζεστό
καρβέλι ψωμί. Να το μοιραστούμε με όλες μας τις αισθήσεις. Να τις χορτάσουμε.
Άσε τις αναπνοές σου τις καταπιεσμένες να βγουν να ξαλαφρώσεις».
-«Μα δεν ξέρεις τίποτα για εμένα».
-«Ούτε εσύ για εμένα. Οπότε
ισοπαλία. Περίφημα».
Πλέον το πρόσωπο της κοπέλας ένιωθε
αναπάντεχα αιφνιδιασμένο και ένιωθε πως της άρεσε αυτός ο αιφνιδιασμός.
-«Ξέρεις είμαι γεμάτη με
αναπάντητα ¨γιατί¨ μέσα μου, ¨γιατί σε εμένᨻ.
-«Ξέρεις τι ξέρω? Ότι οι λύσεις
γεννιούνται , δεν σερβίρονται. Οπότε σε κάθε ¨γιατί¨, θα απαντάς ¨γιατί όχι¨.
Και σε κάθε εμπόδιο και προβληματισμό θα απαντάς με ένα ηλιόλουστο ¨ε και?¨….και
εάν δεις ότι δεν έχεις τίποτα σοβαρό, στιβαρό, αληθές να απαντήσεις θα σημαίνει
τότε ότι μπορείς να λύσεις, να
αντιμετωπίσεις κάθε σου πρόβλημα. Χρόνο έχεις γιατί αντέχεις. Θα νιώσεις τις αλήθειες
που συνιστούν το είναι σου να σε διεκδικούν».
Χωρίς να το καταλάβει η κοπέλα, τα
δάκρυά της σιγά-σιγά, δειλά-δειλά στέρεψαν και αυτά που ήταν ακόμα πάνω στο
πρόσωπό της με μια κίνησή της εν ονόματι του ήλιου, φάνηκαν σαν διαμάντια που
λαμπύριζαν με φως και επιθυμίες. Σηκώθηκε αργά μα αποφασιστικά και κατευθύνθηκε
προς το σκουριασμένο κάγκελο. Το ακούμπησε με τα ακροδάχτυλά της λες και
ακουμπούσε τους ρόζους του, που φανέρωναν τον χρόνο που άφησε να φύγει για να
γίνουν αυτές οι σκουριές. Σκέφτηκε πως στην προσπάθειά της να εξαντλήσει τις απαντήσεις
των ερωτημάτων της που μέσα της τη βασάνιζαν, εξαντλήθηκε τελικά η ίδια. Ένιωσε
πως τα μάτια της στερήθηκαν το φως. Λες και ήταν λέξεις παγωμένες από καιρό, πριν από το ξέντυμά τους. Πλέον ήθελε να λειάνει τις πληγές της σε πηγές
επιθυμίας, έντασης, συγχώρεσης και αγάπης.
-«Ξέρεις στις ζωές μας υπάρχουν
κάποιες βεβαιότητες που μας εγκαταλείπουν».
-«Έχεις δίκιο», απάντησε η
κοπέλα.
-«Άραγε ξέρεις πόσο ζωή έχουμε
εμείς οι άνθρωποι?», τη ρώτησε ο νεαρός.
-«Μέχρι να τελειώσουμε μήπως?».
-«Όχι. Πόση ζωή έχουμε?».
-«Μέχρι να ξεπληρώσουμε τα λάθη μας?».
-«Όχι, όχι. Να νιώθεις όταν ρωτάς
τον εαυτό σου για το πόσο ζωή έχεις μέσα σου. Η απάντηση είναι μόνο μια και
απλή. Μέχρι να πάψεις να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Τούτο σκέψου. Τη διαφορά του
πόνου και του δίκιου στην καρδιά του ανθρώπου. Ίσως αυτό δεν μας αφήνει να
ρουφάμε τη ζωή μέσα από τις όμορφες, ατίθασες και αληθινές μικρότητές της. Για
αυτό σου λέω…αγάπα τις σκουριές σου».
Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ μακριά
από την κάθε μέρα σου, ζούσε ένας νεαρός που στα χείλη του, στο σφύριγμά του
κουβαλούσε πάντα το αγέρι της πίστης και της μπόρεσης….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου