Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Ο Νοστράδαμος που έγινε Νοστό-δρομος...

 

 

-«Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;»

-«Καλός».

….στο δισάκι της ζωής μου, πάντα κουβαλώ τούτη τη συμβουλή του παππού μου, του παππού μου του Γιώργου. Ως ψωμοτύρι επιβίωσης, σε μια σκληρή πραγματικότητα όπως η σημερινή. Κάθε καλοκαίρι, εκεί στο μικρό μπαλκονάκι στο σπίτι, στο χωριό, κοντά στο απόβραδο, χανόμουνα στις ιστορίες και στα παραμύθια του παππού μου. Λες και ήθελε ταπεινά, αθόρυβα και με αγάπη πάνω από όλα , να ακουμπήσει στα τότε άγουρα χρόνια μου…τις διδαχές του. Μια από αυτές ήταν και η παραπάνω στιχομυθία. Θυμάμαι σαν και τώρα που μου έλεγε «πως όταν σε ρωτάνε τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις, θα λες καλός. Καλός όπως ένα παιδί. Και ύστερα θα παρακολουθείς τις αντιδράσεις τους, τα βλέμματά τους, τα πρόσωπά τους. Εάν τους δημιουργεί έκπληξη, περιέργεια αυτή σου η απάντηση…να ξέρεις πως σε καλό δρόμο είσαι παιδί μου Άγγελε».

Από τότε και ειδικά τις μέρες του καλοκαιριού, στο δισάκι της ψυχής μου κουβαλώ για να φάω, την εμπειρία και την ελπίδα μέσα από αυτές τις νοσταλγικές κουβέντες με τον παππού μου. Κάτι σαν παραμύθια που σε λυτρώνουν. Κάτι σαν κυτταρική σοφία και μνήμη. Κάτι σαν άγγιγμα που προκαλούν όλες αυτές οι αναμνήσεις. Κάτι σαν όνειρα που κατοικούν μέσα μου για πάντα. Ούτως ή άλλως  τι είναι η μικρή ζωή μας , αν όχι αυτό το κυνήγι εκείνων τω στιγμών που εκβάλλουν στην αιωνιότητα; Γιατί κάπου εκεί ανάμεσα στις ψυχές μας και στις ψυχές των αγαπημένων μας προσώπων που έφυγαν και στις αμείλικτες φοβίες μας που τώρα μας διαφεντεύουν, ίσως οφείλουμε να δώσουμε τον αγώνα για τον επίγειο παράδεισό μας.

Από τότε, μέσα μου γιόρταζα  την αρχή του χρόνου δύο φορές. Η μια η ημερολογιακή και η άλλη άρχιζε στη μέση του κατακαλόκαιρου που πήγαινα στο χωριό μου. Στην Καρδίτσα. Στο Φανάρι. Τότε άρχιζε για εμένα ξανά η χρονιά. Και ως επιστέγασμα, έφερνα στον παππού, τον καινούργιο Καζαμία της χρονιάς….Πότε; Μα στη δεύτερη αρχή της χρονιάς, το καλοκαίρι. Κάθε καλοκαίρι…και ο Καζαμίας γίνονταν Καζαδύο, Καζατρείς, Καζατέσσερις…μέχρι τώρα που τον αγοράζω για εμένα πλέον χωρίς να τον διαβάζω. Απλά προς τιμήν αυτής της νοσταλγικής θύμησης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ανήμπορος στο κρεβάτι, του άρεσε να διαβάζει τον Καζαμία ως μια συνήθεια. Του άρεσαν τα μεγάλα γράμματα, τα ασπρόμαυρα φύλλα μέσα του και τα ανέκδοτα  και βέβαια οι προβλέψεις της χρονιάς. Όχι ότι τα πίστευε, απλά περίμενε να διαψευστούν. Σαν μια μοίρα που δεν ξέρει της μοίρας της. Έτσι τα αντιμετώπιζε. Εγώ πάλι πιστεύω πως απλά έπαιρνε ιδέες, λίγο από τις ιστορίες που είχε μέσα ο Καζαμίας, λίγο από τους ονειροκρίτες, λίγο από τα ανέκδοτα για να μου διηγείται καινούργιες ιστορίες…εκεί κάθε απόβραδο του καλοκαιριού. Έβαζε τα κοκάλινα γυαλιά του, άνοιγε τον Καζαμία, του έριχνε μια ματιά. Μετά έσκυβε λίγο από το καρεκλάκι του για να χαϊδέψει το βασιλικό, έκοβε ένα φυλλαράκι και μου το έφερνε να το μυρίσω και τότε άρχιζε η μυσταγωγία σε ιστορίες και παραμύθια…

Με ενορχηστρωτές τα τζιτζίκια που ανάσαιναν για παραπάνω παραμύθι, τις κουκουβάγιες που σοφά προσμένουν …και που και που υπό το φως της απέναντι κολώνας της ΔΕΗ, ξέρετε εκείνες τις ξύλινες , τις παλιές, βλέπαμε από εκεί ψηλά από το μπαλκόνι να σουλατσάρουν τίποτα σαμιαμίδια, χελώνες…ακόμα και σκαντζόχοιροι…έτοιμα όλα τα ζώα να πρωταγωνιστήσουν στα παραμύθια του παππού…και όντως με έναν μαγικό τρόπο τους έκανε πρωταγωνιστές. Και κάπως έτσι ο Καζαμίας στα χέρια του παππού, ως άλλος Νοστράδαμος γινόταν Νοστό-δρομος. Ακόμα και τώρα γίνεται, κάθε φορά   που τον αγοράζω στην αρχή της χρονιάς. Για να πιστέψω σε ένα παραμύθι που θα με σώσει από την πραγματικότητα.

«Άγγελε παιδί μου, πρόσεξε σαν μεγαλώσεις να μην γίνεις ταξίδι που δεν πήρε μήτε το σχήμα του καραβιού, μήτε του τραίνου, μήτε του αερόστατου», ήταν από τις στερνές κουβέντες που είχαμε τότε στα γυμνασιακά μου χρόνια.

Παππού πόσο, μα πόσο μου λείπουν εκείνα τα απόβραδα, που ντυνόσουν Αίσωπος και με λύτρωνες από τις παιδιάστικες φοβίες μου. Παππού, πόσο μα πόσο μου λείπεις….Είναι φορές φορές στη ζωή που οι κοντινοί καιροί μοιάζουν με τους πολύ μακρινούς. Είναι φορές φορές παππού που εκεί που ζω, εκεί και ονειρεύομαι. Και άλλοτε που σκέφτομαι πόσο μακριά έχω πηδήξει από το σκάμμα του πιο σημαντικού μου φόβου, της πιο σημαντικής μου σκέψης, του πιο σημαντικού συναισθήματος μου. Πέρασαν τόσα καλοκαίρια μαζί σου για να μάθω πως η ωριμότητα είναι η ξεκάθαρη μνήμη της ευθύνης σου. Πέρασαν τόσα καλοκαίρια μαζί σου, για να μάθω να μην κόβω το ρεύμα στις νύχτες μου, ειδάλλως τα αστέρια θα πέφτουν χάμω σαν ματαιωμένες υποσχέσεις. Και πως από χρήστης …να γίνω δημιουργός. Δημιουργός μια χρησιμότητας…για όλον τον κόσμο.

Ο γενέθλιος τόπος της ψυχής μου, ήταν αυτά τα καλοκαίρια, που μου έμαθες πως τα σπουδαία και τα πολύτιμα σε τούτη τη ζωή δε ζυγιάζονται. Και λίγο πριν την βραδινή προσευχή σου στο εικονοστάσι, μου ψιθύριζες, « να γίνεις από συνδρομητής, το θαύμα του Θεού που κατοικεί μέσα σου».

Και κάπου εκεί στις δυο ¨πρωτοχρονιές¨ που γιορτάζω κάθε χρόνο…και κάπου εκεί στο ξεφύλλισμα του Καζαμία που κρατώ, ψάχνω να σε βρω μέσα σε ωροσκόπια, ζώδια, προβλέψεις και ανέκδοτα, για να κάνω και εγώ τα δικά μου παραμύθια, τις δικές μου ιστορίες, ως άλλος Νοστράδαμος που γίνεται Νοστό-δρομος. Μα πάντα, πάντα τελικά σε βρίσκω  στη μυρωδιά του βασιλικού στα ακροδάχτυλα και στη στιχομυθία σου που μου θύμιζες κάθε βράδυ…

-«Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;»

-«Καλός», θα απαντάς.

Παππού, παππού μου ακόμα προσπαθώ και να μεγαλώσω και να είμαι καλός. Μα αυτό μάλλον το ήξερες όταν μου το έλεγες. Έτσι δεν είναι; Και όταν θα ξαναμυρίσω στα ακροδάχτυλά σου το βασιλικό θα σου πω αν τα κατάφερα…

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

Έχεις ξεφύγει ποτέ από τον εαυτό σου;

 

Κι όμως στις ζωές μας, πολλές φορές τα μικρά που μας «τυχαίνουν» έχουν το μεγαλύτερο βάθος από τα μεγάλα που προσδοκούμε.

Κι όμως όταν ανοίγεις ένα σου πόνο, ελευθερώνεις και μια σιωπή σου.

Κι όμως τα πιο ωραία ταξίδια είναι τα πιο σύντομα, αυτά μεταξύ εσού και της καρδιάς σου.

Κι αν στις ακάθιστες νύχτες μας στρογγυλοκάθονται πλέον οι φόβοι μας;

Κι αν στις μέρες μας δεν έχουμε πια καμιά «Κυριακή»;

Κι αν ξεμακραίνουμε από τα λόγια μας;

Κι αν ξεχνάμε πως τελικά πάντα θέλουμε να θυμόμαστε;

Τουλάχιστον προσπάθησε να κοινωνείς κάθε σου μέρα ουρανό, γη και λίγο χάζι.

Τουλάχιστον να χάνεσαι και να βρίσκεσαι στην έκλειψη και στο γέμισμα του φεγγαριού, στο φως και το σκοτάδι του…αυτό είναι το αναμέτρημα με τη ζωή μας.

Τουλάχιστο αν δεν έχεις ηλικία, να έχεις μνήμη.

Θυμήσου πως στις ζωές μας υπάρχουν λέξεις που είναι γιομάτες χίλια ρήματα…όπως το «γεια» ή το «αντίο».

Θυμήσου πως για να σε φωτίζουν τα άστρα σου  , δημιούργησε τον ουρανό στη ζωή σου.

Θυμήσου πως όταν δεν θα μπορέσεις να απαντήσεις σε ένα σου «γιατί;»…θα είσαι η απάντησή του.

Θυμήσου πως και εάν σταματήσεις να ζεις , δεν σημαίνει ότι θα σταματήσει να υπάρχει η αγάπη σου.

Νιώσε τα παιδιά, που δεν γνωρίζουν ούτε από παρελθόν, ούτε από μέλλον, παρά μονάχα από το τώρα τους.

Νιώσε ότι αυτό που έχεις , είναι αυτό που προσφέρεις.

Νιώσε στη ζωή σου πάντα να έχεις έναν ορίζοντα για να φεύγεις όταν το χρειάζεσαι.

Νιώσε ευγνωμοσύνη και για τα όμορφά σου και για τα άσχημά σου που σου έμαθαν πολλά.

Ειδάλλως στο λάθος pin…στην τρίτη προσπάθεια στην τράπεζα των δειλιών σου, οι φόβοι σου θα σε κολλήσουν. Και στην οθόνη θα διαβάζεις: «Θέλετε ανάληψη, κατάθεση ή ενημέρωση για αυτούς; Ή μήπως τις τελευταίες κινήσεις των φόβων σου;».

Ειδάλλως θα χωράμε σε κορνίζες.

Ειδάλλως θα κουνάμε τα χέρια μας σε αδειανούς χαιρετισμούς.

Ειδάλλως δεν θα κάνουμε ερωτήσεις , γιατί δεν θα μπορούμε να διαχειριστούμε τις απαντήσεις τους και κάπως έτσι στις συντριβές μας θα μετράμε τις συνειδήσεις μας.

Μήπως έχουμε αρκετό χρόνο μπροστά μας για να ξεχνάμε; Ή μήπως όχι;

Μήπως έχουμε αρκετό χρόνο πίσω μας για να θέλουμε να θυμηθούμε; Ή μήπως όχι;

Έχεις ξεφύγει ποτέ από τον εαυτό σου;

Εγώ προσπαθώ…το έχω ανάγκη…χαζεύοντας τα παιδιά. Ξέρεις όταν τα παιδιά παίζουν κρυφτό…τα φυλάνε αυτά και «κρύβεται» ο Θεός, προσπαθεί τουλάχιστον, γιατί στο τέλος πάντα τον βρίσκουν, πάντα νιώθουν που «κρύβεται»… «κρύβεται» μέσα τους.

Έχεις ξεφύγει ποτέ από τον εαυτό σου;

Εγώ προσπαθώ…όχι πάντα αποτελεσματικά…αλλά το έχω ανάγκη. Τότε είναι που θυμάμαι το παιδί που ήμουν (γιατί δεν είμαι πλέον;) και όταν το φεγγάρι ήταν ολόγιομο στις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, έπαιρνα τον κουβά μου και έτρεχα με λαχτάρα στην ακροθαλασσιά, έμπαινα μέχρι τα γόνατα στη θάλασσα…και ξέρεις μαζί με τη θάλασσα έπαιρνα στο κουβαδάκι μου και το φεγγάρι…για να με φωτίζει στα σκοτάδια μου, στους φόβους μου, στις ανησυχίες μου…και κάπως έτσι στο κουβαδάκι μου εκείνο χωρούσα όλον τον κόσμο.

Έχεις ξεφύγει ποτέ από τον εαυτό σου;


Στο φως σου ξεδίπλωσε τους ίσκιους σου....

  Για μια ζωή, για αυτήν ετοιμαζόμουν…γιε μου. Για αυτήν όπου εκεί όπου ζούμε…εκεί και ονειρευόμαστε. Χάρις σε εσένα. Ξέρεις γιε μου, υπάρχο...