Χτες το βράδυ μια νταρντάνα νοσταλγία με
αγκάλιασε σαν τη πιο κρίσιμη επιθυμία που βρισκόταν στην εντατική, της
ενηλικίωσής μου και έπρεπε οπωσδήποτε να με κρατήσει στη ζωή. Όχι σε αυτή τη δρομολογημένη που οι περισσότεροι
από εμάς παρκάρουμε τις δημιουργικές μας ανησυχίες και τα αντάρτικα «αίματά»
μας. Μα σε εκείνη τη ζωή που μπορείς με μια αλλαγή στίξης, να αλλάξεις τον
κόσμο σου. Έστω για μια μέρα. Δεν με πιστεύεις; Δεν με νοιάζει γιατί δεν με
πιστεύεις. Με νοιάζει όμως που δεν πιστεύεις ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Τί, δεν αλλάζεις έστω για λίγο συθέμελα τον κόσμο σου, τα «μέσα» σου, με ένα σημείο
στίξης; Δες τότε…
- - «Είμαι
μεγάλος για να πάω στη πλατεία και να καθίσω πλάι στα νεαρά παιδιά και να
χαζολογήσω τις πιο όμορφες βεβαιότητες τους».
Αλλαγή
-
-«Είμαι
μεγάλος για να πάω στη πλατεία και να καθίσω πλάι στα νεαρά παιδιά και να
χαζολογήσω τις πιο όμορφες βεβαιότητες τους ; ».
Την απάντηση τη δίνει η καρδιά μου,
ψιθυρίζοντας μου, πως στη ζωή μας το θέμα είναι να κάνουμε τις σωστές
ερωτήσεις. Πιστέψτε με τις περισσότερες φορές, οι απαντήσεις είναι ο δρόμος
μας, το σεργιάνι μας πάνω στη κάθε μας μέρα. Μια και δύο λοιπόν η καρδιά μου, παίρνει στο δισάκι της τις αντιστάσεις της λογικής και του κορμιού και
κατηφορίζει προς την πλατεία. Κάθομαι στο αμφιθέατρό της με μια μπύρα στο χέρι,
ταξιδεύοντας στα εφηβικά μου χρόνια εκεί όπου η φαντασία μας ήταν να βλέπεις το
απροσδόκητο. Εκεί όπου τα θέλω μας ήταν λαμπερά, όχι όμως και απαραίτητα
λαμπρά. Εκεί όπου τα άχρονα μάτια μας φλέρταραν με το πιο ωραίο και το πιο
ζόρικο παραμύθι του κόσμου… τη συνύπαρξη. Ξέρεις υπάρχουν φορές που οι λέξεις
δεν επαρκούν για την αλήθεια. Έτσι αισθάνθηκα όταν το βλέμμα μου σαν
τοποτηρητής απάγκιασε σε μια στιγμή που με έκανε να αναρωτηθώ «τί είναι αυτό
που δίνει φτερά σε ένα παιδί;», « πως ανακαλύπτει ένας άνθρωπος τί θέλει να
κάνει στη ζωή του;».
Εκεί σε ένα ύψωμα, σε ένα παρτέρι φυτών
ξεπρόβαλε ήρεμα, κυρίαρχα, ποιητικά η φιγούρα μιας μικρόσωμης νεαρής. Στη σάκα
της μάζευε τα θέλω της, τις ερωτήσεις της, τα μονοπάτια των σκέψεών της. Εκεί
όπου η επιθυμία είναι σαν ένα μεγάλο μαλλί της γριάς όπου χώνεις άναρχα τη
μούρη σου, χώνεις τη λαχτάρα σου και κολλάς με μια γλύκα ανείπωτης ευτυχίας. Το
στόμα σου, τα δάχτυλά σου βουτηγμένα σε αυτό το συννεφένιο γλυκό. Λες και πατάς
πάνω του για ταξίδια όπου αρχή και τέλος δεν διακρίνονται. Εκεί όπου η διάρκεια
του ταξιδιού ταλαντώνεται σαν ακορντεόν. Πότε απλώνεται, πότε μαζεύει… και εσύ
λυτρώνεσαι με τη μελωδία του ταξιδιού αυτού. Απέναντί της, στο βάθος του
βλέμματος της ένας ευγενικός καλλιτέχνης του «δρόμου». Οι νότες του σαξόφωνού
του έπαιζαν σε μιαν ατελείωτη
σκυταλοδρομία που κανείς δεν ήθελε να τελειώσει. Σαγήνευαν, ξελόγιαζαν τα μέσα
σου. Οι αυτόματοι τόρνοι του, αγκάλιαζαν μεθυστικά τις οκτάβες και εκεί που
ήσουν καθήμενος σε ένα αμφιθέατρο, βρισκόσουν σε στέκια της τζαζ ταυτόχρονα. Η
μουσική του σαξοφώνου μέσα μου, ηχούσε σαν ένα βουβό κλάμα μέσα σε άδειους
δρόμους, όπου η μοναξιά δεν άντεχε τη μοναξιά της. Και όμως ήσουν εκεί και
άντεχες ως επέλασης μιας υπόσχεσης, ως δέηση που δεν αρθρώθηκε για όλα αυτά τα
παιδιά που υπήρχαν τριγύρω και περίμεναν από εμάς τους μεγαλύτερους να μη τα
οδηγήσουμε σε εύθραυστα τοπία που η δύση τους είναι αργή και επώδυνη. Να μη τα
«φυτέψουμε» σε φθινόπωρα όπου τα σκουπίδια και τα ερείπιά μας θα πάρουν τη μορφή
της βροχής.
Το σαξόφωνο εκεί, στη θέση του. Στο τελείωμά του, στο στόμιό του, που έμοιαζε σαν άνοιγμα καμπάνας, τα ακούραστα πνευμόνια
του φίλου μας καλλιτέχνη θεράπευαν τις αναπνοές μας. "Να πως σε εποχές
κορονοϊού, ένα σαξόφωνο γίνεται θεραπεία πνευμόνων. Τα γυμνάζεις να αντέχουν".
Σκέφτηκα και μισοχαμογέλασα. Η μικρή φιγούρα της νεαρής συνέχιζε να
αφουγκράζεται και να πελεκά τον ήχο του
σαξοφώνου με μια αιφνίδια λυτρωτική θέα. Τη θέα της ψυχής της που θέλει ως άλλη «τζαζ
μουσική» να αυτοσχεδιάζει-πέρα από νόρμες και κανόνες- και να χορεύει, να
τραγουδά, να ξελογιάζει και να ξελογιάζεται
σε ρυθμούς που δε χωρά καμία πραγματικότητά μας.
Σηκώνω το βλέμμα μου από τον εαυτό μου. Αφήνω
τις βουβές ερωτήσεις μου να σταματήσουν. Σκέφτομαι πως η ιστορία του καθενός
μας πρέπει να λεχθεί. Έτσι συνεχίζεται η ζωή. Αναρωτιέμαι αν η λησμονιά όλων
εμάς των μεγαλύτερων είναι τελικά μια αμνησία. Και αν ναι, γιατί; Ούτως η άλλως
αυτό που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας δεν είναι πάντα και αυτό που
χρειαζόμαστε. Γιατί αφήσαμε τα εφηβικά μας πάθη να υποβαθμιστούν σε τωρινά
λάθη; Γιατί αποφασίζονται τα όνειρά μας από την προσφορά και τη ζήτηση; Δεν
μπορεί να είναι κοστολογημένες μετοχές που αγοράζονται και πουλιούνται. Ούτως η άλλως την ουσία της ζωής δεν στη
κερνάει κανείς τζάμπα. Πρέπει να τσαλακωθείς για να λάμψεις και όχι να αφήνεις
τις δήθεν μετρήσιμες και γυάλινες χαρές και επιτυχίες σου να σε πνίγουν. Ο
καιρός περνά, οι εποχές το ίδιο. Το θέμα είναι να μην αφήνεσαι στη ρουτίνα, στη
συνήθεια, στην επανάληψη. Πρέπει οι άνθρωποι να αλλάζουν για να παραμένουν
ίδιοι στα μεγάλα τους αισθήματα. Τούτο το κορίτσι απέναντί μου, τούτο το πλάσμα
συλλογιζόμουν, πως όσο αφουγκράζεται τον αυτοσχεδιασμό του σαξοφώνου, τόσο σώζει
την ελπίδα σε ένα χαμένο παράδεισο και φωτίζει αυτό που δεν μας συμφέρει, που
μας ενοχλεί.
Ανασηκώνομαι, πλησιάζω προς το μέρος της.
Φαίνεται τόση ώρα να είναι παντελώς μόνη της. Μα να συνυπάρχει μαζί μας.
Ανησυχώ και τη ρωτώ:
-«Που μένεις μικρή μου;»
-«Πάνω από τη γη και κάτω από τον ουρανό…», μου
απαντά και εξαφανίζεται από το ορατό πεδίο μου, αφού χάθηκε μέσα στο πλήθος των
παιδιών.
Παίρνω το δρόμο του γυρισμού. Δεν ξέρω αν η
φιγούρα που είχα τόση ώρα απέναντί μου ήταν μια ψυχή με μορφή επίγειου αγγέλου
ή όχι. Ξέρω όμως πως μέσα από τα μάτια της, από το βλέμμα της, συνειδητοποίησα πως ο ήχος ενός σαξοφώνου
τούτο το απόβραδο, μού έμαθε πως να ακούω την ανάσα μου, να αναπνέω τα μέσα μου
και να τα εκπνέω σε ήχο τζαζ, σε ήχο αυτοσχεδιασμού… σε έναν κόσμο που θωρεί τα
πάντα δεδομένα. Μα το μόνο δεδομένο είναι πως δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο. Για
αυτό σου λέω μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο σου με ένα σημείο στίξης;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου