Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Οι πυγολαμπίδες του "κάποτε"....


 

       Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μεγάλη και μακρινή, κρύα, άχρωμη και μουντή, κυκλοφορούσαν κάτι περίεργα όντα. Ήταν όλες οι αρνήσεις του κόσμου μας. Αυτή η χώρα φίλοι μου, λέγονταν η χώρα του «ποτέ». Σε αυτή τη χώρα που λέτε πριν πέσουν όλα τα όντα για ύπνο, στην ονειροφαντασία τους, γεννήθηκε ένα μικρό, χαριτωμένο και ατίθασο «κάποτε». Αυτό το μικρό «κάποτε» έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο χωρίς να ξέρει προς τα που να κατευθυνθεί.  Σε αυτό το σταυροδρόμι των ονείρων ποιο δρόμο να ακολουθήσει; Ξάφνου κάτι φωτεινές πυγολαμπίδες πετούσαν από πάνω του. Ήταν οι πυγολαμπίδες του «τώρα». Οπότε και το μικρό μας «κάποτε» σκέφτηκε πως πρέπει να τις ακολουθήσει για να βρει το δρόμο του. Για να βρει το σώμα που θα ήθελε να μπει μέσα.

            Κάπως έτσι λοιπόν έφτασε μετά από λίγο μέσα σε ένα αναπόφευκτο ξέφωτο. Εκεί ήρθε αντίκρυ με κάτι λέξεις που είχαν στην πλάτη τους καμπούρα, σαν να ήταν φορτωμένες με κάτι παράξενες προθέσεις που τις βάραιναν, τις μπέρδευαν και τις έκαναν δυστυχισμένες. Είδε τη μίμηση να κουβαλά ένα «από» και να γίνεται απομίμηση. Είδε τη λέξη φόρα φορτωμένη με ένα «κατά» και γινόταν κατηφόρα. Πλησίασε τη λέξη ιερός που πάνω της κόλλησε η λέξη «αν» και έγινε ανίερος. Προσπάθησε να χαμογελάσει στη λέξη χάρη, μόνο που αυτή λυπόταν που κουβάλαγε ένα «α» και γινόταν η λέξη άχαρη.

          Το μικρό μας «κάποτε» κόντεψε συναισθηματικά να λιποθυμήσει, μα ευτυχώς η καρδιά του βαστούσε ακόμα και προχώρησε ακόμα πιο αποφασισμένο το δρόμο του με τις πυγολαμπίδες να τον ιχνηλατούν μπροστά. Δεν άργησε και σε λίγο βρέθηκε στα ερείπια ενός θερινού σινεμά, που ανέγραφε μπροστά τη λέξη ΠΡΟΣΕΧΩΣ. Στην αρχή  δίστασε μα τελικά αποφάσισε να μπει μέσα. Εκεί σε μια ξεχασμένη προβολή ταινίας είδε να πέφτουν οι τίτλοι τέλους με λέξεις που αλλοιώνονταν. Η λέξη «πάθος» έπεφτε σαν λέξη «λάθος». Το «ονειρεύομαι» κατρακυλούσε σαν «ρεύομαι». Οι «ψυχές» κουτρουβαλούσαν σε «σιωπές. Τα «σχήματα» χόντραιναν σε «προσχήματα». Ακόμα και το «ίσως» μεταλλάσσονταν σε «μίσος». Το «ταξίδι» δάγκωνε και γίνονταν «φίδι». Μα και το «παιχνίδι» έσπαγε σε «σανίδι». Τρομαγμένο το μικρό μας «κάποτε» βγήκε έξω με την πιο μεγάλη του ανάσα. «Αυτό δεν πρέπει να συνεχιστεί. Κάτι πρέπει να αλλάξει», σκέφτηκε και συνέχισε το μονοπάτι του πολύ προβληματισμένο. Όσο πιο γρήγορα ήθελε να περιγράψει αυτό το απερίγραπτο που συναντούσε, τόσο πιο γρήγορα ξέμενε από λέξεις και αυτό γιατί καμία λέξη σε αυτή τη μεγάλη, μακρινή, κρύα, άχρωμη και μουντή χώρα δεν ήθελε να επωμιστεί τον ορισμό  που της δόθηκε όταν γεννήθηκε. Ήθελε η μια να μπαίνει στο καβούκι της άλλης και έτσι να μπερδεύονται και οι άνθρωποι που τις ξεστομίζουν.

             Και κάπου εκεί στη στροφή του δρόμου το «κάποτε» πλησίασε σε μια γέφυρα, παλιά ,ξύλινη και σε πολλά μέρη της σάπια. Κουνιόταν αρκετά επικίνδυνα με την παραμικρή ριπή από τα ροχαλητά των αρνήσεων που κοιμόντουσαν. Έπρεπε κάτι να κάνει οπωσδήποτε πριν προλάβουν να ξυπνήσουν, ειδάλλως και το ίδιο θα καταντούσε μια χαμένη λέξη και από ένα ατίθασο και υποσχετικό «κάποτε» θα γινόταν ένα λειψό «ποτέ». Ακριβώς τη στιγμή εκείνη οι αγαπημένες τους πυγολαμπίδες ενώθηκαν, γίναν ένα και αδιαίρετο φως και φώτισαν την καρδιά του. «Αυτό είναι πως δεν το είχα σκεφτεί!» αναφώνησε το μικρό «κάποτε». «Η αγάπη είναι η λύση. Μόνο η αγάπη πυρακτώνει τις αρνήσεις των λέξεων, τις αγγίζει και τις συγχωρεί». Ευθύς αμέσως βάλθηκε να ενώνει τις λέξεις σε ζευγάρια ώστε να δημιουργείται αυτή η ισορροπία, όπου θα έκανε τη γέφυρα σταθερή για τα επόμενα βήματά του. Έτσι κοντά στο «που» κόλλησε το «εδώ». Στο «μακριά» το «κοντά». Στο «κάτω» το «πάνω». Το «πουθενά» το έδεσε με το «παντού». Το «χαμηλά» το ανέβασε με το «ψηλά». Το «πίσω» το γύρισε και του έβαλε τη λέξη «μπροστά». Στο «πότε;» απάντησε με ένα  « τώρα». Στο «χθες» το ξημέρωσε με ένα «σήμερα» και ένα «αύριο». Το «τέλος» το έκανε ένα ελπιδοφόρο «επιτέλους». Στο «σπάνια» το επισκέφτηκε με το « συχνά». Στο απρόθυμο «πως;» απάντησε με χαμόγελο « έτσι». Στο αρνητικό «καθόλου» το φλέρταρε με το «οπωσδήποτε». Και στο φτωχό «μόνο» το έντυσε με το «μαζί». Το «λίγο» έφαγε, χόρτασε και έγινε « πολύ». Το « πόσο» κούρεψε το «π» του και έγινε «τόσο». Μετά τα επιρρήματα θέλησε με τις προθέσεις να ανακατέψει λέξεις που θα ξάφνιαζαν και θα άλλαζαν τα νοήματα στις προθέσεις των ανθρώπων. Κουβάλησε ένα « προς», το έβγαλε από τη λέξη «προσβάλλω» και το κόλλησε στη λέξη «φέρω» και βγήκε το «προσφέρω». Το «αντί»  από τη λέξη «αντίρρηση», το τοποθέτησε στη λέξη «δώρο» και βγήκε το «αντίδωρο». Το «εν» από την «ένταση» το έσπρωξε μπροστά στο ρήμα «υπάρχω» και βγήκε το «ενυπάρχω». Κάπως έτσι λοιπόν και χωρίς να το καταλάβει το μικρό μας και χαριτωμένο «κάποτε» γύμνασε όλους τους μυς του νοήματός του, ψήλωσε, σήκωσε το ανάστημά του και με περίσσεια αυτοπεποίθηση βάδιζε στη σταθερή πλέον γέφυρα. Στο τελείωμα αυτής οι φίλες του οι πυγολαμπίδες τον αποχαιρέτησαν καθώς πλέον το μικρό «κάποτε» μετατράπηκε σε ένα θαρραλέο και αποφασισμένο «πάντοτε». Γύρισαν πίσω λοιπόν εκεί στις καρδιές των ανθρώπων για να βοηθήσουν και άλλες λέξεις να αποβάλουν τις αρνήσεις από πάνω τους και να μετουσιωθούν σε χαρμόσυνα νοήματα.

             Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μεγάλη, μακρινή, κρύα, άχρωμη και μουντή η δική μου λέξη ανέβηκε στη σοφίτα της για να φωτιστεί από το άστρο εκείνο που ποτέ δεν θα πέσει, γιατί θα γίνει η μιλιά της Ιστορίας και δεν θα καταλήξει πυροτέχνημα που δεν πρόλαβε, αλλά θα γίνει πυξίδα σε ένα απρόσμενο ξέφωτο γεμάτο από όνειρα, χαμόγελα και πείσματα παιδιών.

 

 

4 σχόλια:

Από το φως και τις πληγές μας εκπορευόμαστε...

  Απόψε Χριστέ μου, έχω ανάγκη να ξαποστάσω στου σύμπαντος τα πεζούλια. Απόψε Χριστέ μου, μάθε μου, πώς είναι να χαρίζεσαι; Γιατί η μνήμη ...