Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Από αγάπη ή από ανάγκη υποχωρείς?


 

«Σε βρίσκω στο χαμόγελο των παιδιών

 σε βρίσκω στη σιγή, στον ουρανό,

 σε βρίσκω σε αυτό το ξεφτισμένο ποίημα

 σε βρίσκω στα τσιγάρα που ανάβω κάθε δείλι

 σε βρίσκω στα δάκρυά μου

 σε βρίσκω στα λάθη μας, στην αμηχανία μας,

 σε βρίσκω σε ένα αναπόφευκτο άγγιγμα.

 

 Άγγιγμα και ξάφνου η μέρα μου

 είχε ζωή και χαμόγελο

 άγγιγμα σαν μια μικρή στιγμή

 όπου ζούσα εκεί όλη τη ζωή μου.

 

 Θα ήθελα να φωνάξω σε αγαπώ

 να τα ακούσει η άνοιξη και να έρθει πιο γρήγορα

 να τα ακούσουν τα άστρα και να γίνουν ήλιος

 να τα ακούσουν τα παιδιά και να ονειρευτούν».

 

                Έσκισε τη σελίδα, την τσαλάκωσε τόσο πολύ, σαν μια αλήθεια που δεν εξαντλείται με μια γραφή, αλλά που πάντα θα υπάρχει κάτι που δεν γίνεται να ειπωθεί. Πήρε τη σκιά της και πήγε να την οδηγήσει στη σκιά του.

-Δώσε μου το χέρι σου.

-Γιατί;

-Φοβάμαι τι θα συμβεί μετά.

-Τι φοβάσαι;

-Φοβάμαι τις λέξεις που γίνονται πλήξη και μας ακολουθούν. Φοβάμαι την αδιαφορία που γίνεται ρούχο και μας ζεσταίνει. Φοβάμαι εμάς.

-Μην υποκρίνεσαι. Ξέρω ότι θες να κλάψεις. Κλάψε.

-Εσύ θες να κλάψω;

-Δεν σε καταλαβαίνω. Θέλω μόνο να μη μαλώνουμε. Θέλω να αγαπηθούμε ξανά.

-Δηλαδή δεν θες να πενθήσουμε τις απώλειές μας; Πρέπει να ξεχάσω πως νιώθω;

-Θέλω μια «κανονική» ζωή, απλά μόνο αυτό.

-Τι εννοείς «κανονική»;

                Έκλεισε τα μάτια της για λίγο. Όπως τότε που ήταν μικρή. Τότε που φαντάζονταν πως έτσι θα έπαυαν να υπάρχουν γύρω της αυτά που την πόναγαν, αυτά που δεν ήταν. Η ζωή της τον τελευταίο καιρό ήταν μια πιπίλα από κουλές νίκες και γενναίες ήττες.  Μήπως ο έρωτας της αυτός ήταν μια απόσβεση με μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος; Δεν ήθελε να γίνει και αυτή μια δούλα των επιστροφών της. Ήθελε να ζήσει όσο πιο ά-τιμα γίνεται. Να μην ορίζει καμία «τιμή» καμιά της πράξη. Θέλησε να κλείσει τη θάλασσα των φόβων της σε ένα μπουκάλι. Μα και τα κοχύλια των μυστικών της. Αλλά τα λάθη ούτε μαζεύονται, ούτε σβήνονται. Ένιωθε πως της έμεινε μόνο να μετρά πλέον τις απώλειές της. Μάζεψε τον εαυτό της σαν μια άδεια κούπα καφέ, την τοποθέτησε στο δίσκο της ζωής μαζί με την δικιά του… άδειες μα τακτοποιημένες.

-Πες μου.

-Τι θέλεις να σου πω;

-Τι νιώθεις;

-Σε τι αναφέρεσαι;

-Δεν νιώθεις τίποτε;

-Εννοείς να σου πω σε «αγαπώ»…

-Όχι, όχι άστο μην πεις τίποτα…

 

           Πλέον μέσα της γνώριζε πως ο έρωτας αυτός είναι μια αδικία που έχει το δίκιο της. Ένας άσαρκος φόνος. Μα η ζωή κρίνεται από το τέλος τής κάθε αρχής. Δεν χωρά καμία ορθογραφία παρά μονάχα τις αλήθειες των λέξεών τους.  Θέλησε να την ήξερε ως επιθυμία. Θέλησε να τον κρύψει μέσα στην ταπείνωσή της για να μπορέσει να τον αγαπήσει. Γύρω της έβλεπε εικόνες που είχαν χάσει παντελώς την ειλικρίνειά τους. Άρα τόσο καιρό ζούσε μέσα σε ένα ψέμα;  Ένας άνεμος διέλυσε προσωρινά τους ίσκιους τους και έφερε άμμο στα στόματά τους, στα δόντια τους. Λίγο από τη σκόνη του χρόνου τους. Πλάι πλάι τα κορμιά τους σεργιάνιζαν πάνω στην άμμο, πάνω σε αυτή τη σιωπηλή παραλία. Γύρισε προς το πλευρό της, της έπιασε το χέρι της…

-Δεν φταίει κανένας μας. Είναι ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Αυτό είμαστε τώρα. Αυτό γνωρίζουμε μόνο.

          Τον άκουγε ανήμπορη να συγκρατήσει τη σιωπή της. Τον βουβό πόνο της. Είδε τα πόδια τους που ήταν στην ακροθαλασσιά και βρέχονταν από το κύμα. Τα δικά της γυμνά. Τα δικά του όχι. Έτοιμα για να πάνε  κάπου αλλού. Αυτή ήταν και η διαφορά τους. Αυτή ήταν και η αλήθεια που τους ένωνε τώρα. Και αν όντως δεν τον γνώρισε ποτέ της πραγματικά; Τώρα όλα γύρω της ήταν θολά. Όλα μέσα της μπερδεμένα.

-Κρυώνω. Κράτα με στην αγκαλιά σου.

-Έλα εδώ…

         Ο ήλιος έγειρε στη θάλασσα για να ξεκουραστεί και αυτός. Οι σκιές τους εκεί που ήταν πλάι πλάι άρχισαν να έρχονται αντιμέτωπες με τα συμφέροντά τους και χώριζαν αργά αργά. Ήθελε να ρωτήσει τόσο πολύ τη σκιά της αν κρύβει κάποιο συμφέρον, για ποιο λόγο να την ακολουθήσει. Μα ήταν πλέον αργά. Είχε χαθεί. Τώρα έπρεπε να αφήσει τη ζωή που είχε σχεδιάσει, ώστε να ζήσει αυτή που την περίμενε. Έκλεισε για λίγο τα μάτια ξανά. Όσο διαρκεί η αιωνιότητα μιας στιγμής. Βρέθηκε σε μια ομίχλη απόλυτης απορρόφησης. Νύχτα παντού. Θέλησε να αναμετρήσει το βλέμμα της με τη σιωπή του φεγγαριού. Θέλησε να βρεθεί στις ομορφότερες συναντήσεις των άστρων. Αυτές που δεν γίνονται ποτέ και να δει τα δικά τους αστέρια εκεί, να φωτίζουν τις ζωές τους. Θέλησε να γεμίσει τη ζωή της από ένα κουρνιαχτό αγγιγμάτων που κάνουν συμπαντικό θόρυβο. Θέλησε…μα δεν κατάλαβε ότι δεν μπορεί κανείς να κοιτά τα αστέρια. Το άπειρο. Το ανέγγιχτο. Τα  αστέρια κοιτούν εσένα. Το σημείο φυγής είσαι εσύ…

Όταν τον έρωτα βάλεις σε ζυγαριά

Τα ψέματα θα είναι πιο βαριά

Και στης ζωής το χωνευτήρι

Μη ζητάς άλλο χατίρι.

6 σχόλια:

Από το φως και τις πληγές μας εκπορευόμαστε...

  Απόψε Χριστέ μου, έχω ανάγκη να ξαποστάσω στου σύμπαντος τα πεζούλια. Απόψε Χριστέ μου, μάθε μου, πώς είναι να χαρίζεσαι; Γιατί η μνήμη ...