28.1.2021
Όμορφος καιρός σήμερα.
Καθαρός ήλιος. Ατόφιο κρύο χειμώνα. Ότι πρέπει για μια μοναχική παρόρμηση
απόλαυσης και παρατήρησης. Παρατήρηση
που μέσα μου είναι σαν ένα σπίρτο. Μόλις την ανάβω, μόλις παρατηρώ τα γύρω μου,
φωτίζονται ενδοσκοπικά τα μέσα μου. Συστήθηκα και καλημέρισα λοιπόν τη μοναξιά
μου και ευθύς αλλάζοντας την ταχύτητα στη ψυχή μου βρέθηκα να σουλατσάρω σε
σοκάκια, σε προσφυγικούς δρόμους της Νέας Φιλαδέλφειας. Στο συναπάντημα των βημάτων μου βρέθηκε ένα μεσήλικο
ζευγάρι. Ή μάλλον για να το διευκρινίσω καλύτερα, ο κύριος της κύριας μόλις
βγήκε από μια πολυκατοικία παλιά-θύμιζε πολύ τις εργατικές πολυκατοικίες- καλοβαλμένος,
γύρω στα 60, έτοιμος να μπει στο
αυτοκίνητό του. Για πού; Μα για εκεί που θα τον έστελνε η κυρία του κυρίου. Μια
γλυκιά, αλλά κλασσική φωνή ελληνίδας συζύγου ως GPS οδηγίες είχε βγει στο μπαλκονάκι και
υπενθύμιζε τι ήθελε από την αγορά.
-
«Ηλία μη
ξεχάσεις… Δεν θέλω το μικρό αλλά το μεγάλο μπουκάλι. Ξέρεις αυτό που είναι σε
υγρό… για πλυντήριο.»
-
«Ναι, Στέλλα
μου, ναι.» λόγια κοφτά, υπάκουα. Έτοιμα να μπουν στο αυτοκίνητο να φύγουν. Ένοιωθε
σαν μικρό παιδί που η μαμά του, του έλεγε ξανά και ξανά τις οδηγίες χρήσης για
τα ψώνια.
-
«Ηλία…Ηλία,
να προσέχεις εεε;… Σ’αγαπώ.»
-
«Ρεζίλι
έγινα, με κοιτά το παιδί (δείχνοντας εμένα) και χαμογελά. Άντε πάω να φύγω».
Όντως ως μοναδικός θεατής στο σινέ αυτής της οδού, βλέποντας σκηνή βγαλμένη
από τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, χαμογέλασα όσο πιο διακριτικά μπορούσα,
μα με πρόδωσαν τα μάτια μου. Και σήμερα η μέρα μου ξεκινάει λοιπόν με ένα
υπέροχο δώρο. Το «νοιάξιμο». «Σε ταλαιπωρώ, αλλά σε νοιάζομαι, σε αγαπώ.» Αισθάνομαι ήδη πως η σημερινή μου εξόρμηση θα γίνει ένα ιδανικό κρησφύγετο των
σκέψεών μου. Έτσι, συνέχισα να σεργιανίζω στο χάρτη των επιθυμιών μου. Σε ένα
χάρτη που οι δικές μου πεθυμιές δεν επιθυμούσαν να ικανοποιηθούν, απλά ήθελα να
διαιωνίζονται. Ως ανικανοποίητη περιέργεια ενός παιδιού, όπου με ένα ελάχιστο
σκίρτημα, με μια απαλή ανάσα ψυχισμού, θα ζωγραφίζονταν ο καμβάς και τούτης της
μέρας μου. Ο ήλιος ακουμπούσε
γενναιόδωρα στο πρόσωπό μου. Και τι δεν θα έδινα να γινόταν αυτός ο ήλιος μέσα
μου- έστω και λίγο- ένα ψυχικό τοπίο και να έκοβα μια λαμπερή φέτα του. Σαν μια
φέτα καρπουζιού καταμεσής του χειμώνα. Ναι, γιατί όχι; Να την γευτώ και τα
κουκούτσια του ως σημερινές επιθυμίες να τις φτύνω με στόχο να με πάνε όσο πιο
μακριά γίνεται.
Χωρίς πλέον τις παλιές μου άμυνες, βάλθηκα να ιχνηλατήσω το σημερινό μου
σύμπαν. «Κ. Βάρναλη και Περικλή γωνία». Μπροστά στεκόταν ένα ερειπωμένο κτίριο
όπου τα φαντάσματα των αναμνήσεων εκεί έδιναν κάθε βράδυ τις δικές τους
διαλέξεις. Τι δεν με πιστεύετε; Αφού το κτίριο μού συστήθηκε. Πώς; Με μια παλαιωμένη, σκονισμένη ταμπέλα.
Κάτι σαν ταμπέλα παλιού πανδοχείου εγκαταλελειμμένου από τον χρόνο μας στην
παλιά εθνική οδό Αθηνών –Κορίνθου.
Μπροστά μου λοιπόν, παρουσιαζόταν μια καμπούρα γνώσεων ταξιδεμένη στον
χωροχρόνο… ένα φροντιστήριο. «Διδακτική διεθνών διαλέκτων». Φροντιστήριο «Η Σπουδή». Πώς να ήταν άραγε
μέσα διερωτήθηκα; Για ποια σπουδή αναφερόταν; Τη σπουδή των γνώσεων ή τη σπουδή
του χρόνου; Τη βιασύνη; Όπου όλοι εμείς οι σημερινοί άνθρωποι σπουδάζουμε άλλα
είμαστε μαθητές άνευ μαθήσεως; Μετακομίζουμε στη κάθε μας μέρα ρωτώντας τον
εαυτό μας «τι θα φοβηθούμε σήμερα;». Αφήνουμε τα νύχια των φόβων μας να
γρατσουνίζουν τις επιθυμίες μας, τις πλάτες μας που κουβαλάμε τις ζωές μας. Και
κάπως έτσι γεννοβολάμε επιθυμίες όχι μιας αυθεντικής ζωής, αλλά εκείνης που
έχουν γεννήσει οι φόβοι μας και προσαρμόζουμε τις ζωές μας πάνω σε αυτές.
Ζούμε σε μια βιομηχανία φόβου, με λέξεις που μας γερνούν, με εμπειρίες κομμένες
και ραμμένες που νομίζουμε ότι είναι δικές μας. Και εσύ, εγώ, αυτός πετάς και
κρύβεις, τυλίγεις και αποχαιρετάς επιθυμίες που ζητούν από εσένα… εσένα
μόνο. Αλλά ατόφιο. Σιωπούμε από φόβους
που μας έχουν επιβάλλει. Ωστόσο φίλε μου παρόλο αυτούς, ακούς μέσα σου τον
εαυτό σου να σου μιλάει, το παρελθόν σου να συνέρχεται , το μέλλον σου να σε
καλωσορίζει. Σε αυτό το σπάσιμο της σιωπής βλέπω από αλλοτινούς καιρούς τον
Περικλή να στέκεται στο κατώφλι του φροντιστηρίου και να ρητορεί: « Ανδρών
επιφανών πάσα γη τάφος». Και εγώ μέσα
μου στη δημοτική λαλιά μου να το μεταφράζω ως «ψυχών επιφανών πάσα γη τάφος».
Το μελαγχολικό, καλοσυνάτο, διεισδυτικό βλέμμα του Κώστα Βάρναλη να με
μαγνητίζει με τις λέξεις του : « και αν
είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς». Φροντιστήριο
«η Σπουδή» λοιπόν. Αλλά εμείς σπουδάζουμε στους φόβους μας και εργαζόμαστε σε
Φόβους ΑΕ. Έχουμε αναρωτηθεί άραγε ποτέ πόσα ψέματα χρειαζόμαστε για να
φτιάξουμε την αλήθεια μας; Η μνήμη μας έχει μπουκώσει από αυτά. «Memory full». Γιατί δεν αδειάζεις λοιπόν τον κάδο ανακύκλωσής σου; Ειδάλλως, θα «κρασάρεις». Πώς είσαι λοιπόν
σίγουρος ότι έχεις διαλέξεις τον «
σωστό» φόβο και όχι ότι σε έχει διαλέξει αυτός; Για αυτό σου λέω γίνε ένας
έκτακτος μύθος, γίνε « Περικλής», γίνε « Βάρναλης» και με τον φωτεινό ίσκιο σου
έμπα στην απάτητη μέρα σου. Μείνε γυμνός από τις ανασφάλειες που σου πουλάν. Να
θυμάσαι πως ο χρόνος, μας περιέχει και μας ορίζει όλους. Από το πρώτο
μπουσούλημα ως το γέρμα του ήλιου που κρύβεις.
Και μέσα σε αυτόν τον χρόνο κάνε τη σκόνη σου από βαριά και βαρετή, κάνε
τη χρυσόσκονη και φύσηξε τη σε αυτούς που νοιάζεσαι. Σε αυτούς που αγαπάς. Ως
άλλος Ηλίας. Ως άλλη Στέλλα. Πες σε μια «στιγμή» σου πόσο όμορφη είναι. Γίνε
ένας αντιρρησίας στην μνήμη που σου επιβάλλουν. Κράτα τη μνήμη της ψυχής σου.
Εκεί, εγώ φυλάω τη σκοπιά μου. Στη μνήμη της ψυχής μου.
Μην
αφήσεις τα κύματά σου να δεχτούν τα όρια που σου επιβάλλουν. Ποιος κόσμος είναι
πιο πραγματικός; Εγώ διαλέγω αυτόν όπου το πέλμα μου θα νοιώσει το χώμα και θα
ακούσει το σώμα μου. Αυτόν που θα μπορώ να ακούω τις σιωπές του διπλανού μου.
Αυτόν που τα αγγίγματα δειλά και ντροπαλά θα καθίσουν ξανά στο θρόνο τους.
Αυτόν όπου με το βλέμμα μου – παρόλο τη μάσκα- θα μπορώ να διαβάζω τις ανάγκες
σου. Εκεί που οι μυρωδιές της γειτονιάς τούτης θα με τραβήξουν πάνω στον αφρό
του παρόντος μου. Εκεί όπου και τα αποψινά μπλεγμένα όνειρά μου και τούτο το
βράδυ θα με βγάλουν στο πρωί μου όπου ο γέρο-Βάρναλης θα μου σιγοψιθυρίζει τη
δικιά του αλήθεια … «θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν…».
Εσύ μπορείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου