Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Δεν δρας με αυτό που λες ή κάνεις, αλλά με αυτό που είσαι…


 

 

       Φτάσαμε στα μισά του Μάη. Και αυτό το Σαββατοκύριακο είναι το πρώτο όπου όλοι εμείς μπορούμε να μετακινηθούμε και εκτός των κλουβιών μας. Εκτός των μεγάλων πόλεων. Πανταχόθεν στην Ελλαδίτσα μας. Σαββατοκύριακο σε στυλ «έξοδος του Μεσολογγίου». Γιούριαα!! Πεινασμένοι από εικόνες φύσης, διψασμένοι από ελευθερία, λαβωμένοι από επιδημίες στερήσεων των επιθυμιών μας. Επειδή… «όλοι μαζί μπορούμε». Όλα τα παραπάνω γράφονται με τρυφερό χιούμορ και με μια γνήσια προσπάθεια ενσυναίσθησης από μεριάς μου. Συλλογίζομαι όμως μήπως τελικά όλα αυτά δεν είναι μια έξοδος, αλλά μια είσοδος σε ένα μεγαλύτερο κλουβί που δεν βλέπουμε τα όριά του. Είμαστε όντως ελεύθεροι, ανεξάρτητοι, αξιοπρεπείς; Ερώτημα με δύσκολες απαντήσεις. Κάτι τέτοια Σαββατοκύριακα σαν αυτό προτιμώ την είσοδο μου στην πόλη μου, στα σοκάκια της, στα φιλόξενα τοπία της, στα ανοιχτόμυαλα δρομάκια της μπας και βρω τη δικιά μου έξοδο.

       Και αυτή η έξοδος δεν άργησε να μου φανερωθεί με τη μορφή μιας παιδικής χαράς σε μια πλατεία. Ψυχή καμία ακόμα τριγύρω. Ακίνητες κούνιες, ατάιστες τσουλήθρες, άδεια παγκάκια. Και όμως στα δικά μου μάτια υπήρχε εδώ μια κρυφή, μυστική συνωμοσία ζωής και χαράς. Λες και η πραγματικότητα του τοπίου ήρθε και με βρήκε. Με τα αποτυπώματά της στα χαλίκια, με τη μυρωδιά του κομμένου γρασιδιού, με τα τιτιβίσματα των πουλιών και με μια λαδωμένη για να μην ακούγεται και σκουριάζει φαντασία. Κλείνω για λίγο τα μάτια της παρατήρησής μου και δίνω το βλέμμα μου εκεί σε αυτά που προυπήρχαν και σε αυτά που θα έρθουν. Σε όλα αυτά που δεν μετέχουν τη ζωή, αλλά τη φέρουν μέσα τους. Σε όλα αυτά που ενυπάρχει το όλον της κάθε μέρας, αλλά που στον καθημερινό χρόνο δεν εξαντλείται αυτό το όλον. Εκεί που η ζωή είναι πέρα από τον ορισμό της και φανερώνεται μέσα από αυτές τις εφηβικές φωνές που ακούω μόλις τώρα. Φωνές που κρατάν αβάσταχτα μυστικά. Που μαθαίνουν τη ζωή από την ίδια τη ζωή τους, μέσα από την περιπλάνηση, την απώλεια, το πέσιμο, την επιστροφή…που μαθαίνουν να είναι οι δρόμοι που διαβαίνουν…Τρεις νεαρές έφηβες. Η Κλεονίκη, η Καστανιά και η Εσθήρ. Έτσι τις ονόμασε η δικιά μου περίεργη φαντασία. Ήρθαν και κάθισαν στο παγκάκι που καθόμουν, χωρίς όμως να μπορούν να με δουν. Μόνο εγώ τις έβλεπα. Τι παράξενα παιχνίδια παίζει τούτο το πρωί η φαντασία μου. Λες και ήθελε να αφηγηθεί το παραμύθι της στον υπαρκτό εαυτό μου… Αλλά αφού έτσι είναι, γιατί όχι; Οπότε πάμε πάλι από την αρχή….

       «Μια φορά και έναν καιρό σε μια συννεφένια παιδική χαρά τρεις κοπελιές ήρθαν να μοιραστούν τις φανταστικές πραγματικότητές τους, μπας και βρουν τον τρόπο και τον τόπο να γίνουν αληθινές. Μπας και αυτή η συννεφιά παιδικής χαράς τους πάρει τη μοίρα μιας βροχής που θα ποτίσει τα χέρσα, στεγνά μυαλά όσων έρθουν μετά. Μπας και δεν υπακούσουν σε καμιά ημερολογιακή επιταγή καμιάς τετράγωνης λογικής...

-Για λέγε λοιπόν! Μην μας κρατάς σε αγωνία! Ποιο είναι το δικό σου αβάσταχτο μυστικό  στη δικιά σου φαντασία που θα ήθελες να κάνεις πραγματικό στις ζωές μας; Ρώτησε με ανυπομονησία η Εσθήρ την Καστανιά.

- Μμμμ, αλλά μη γελάσετε όμως! Εγώ θα ήθελα τόσο καιρό που είμασταν κλεισμένοι όλοι οι μαθητές στα σπίτια μας λόγω του ιού και κάναμε τηλεκπαίδευση να μετατρέπαμε όλα τα ψυγεία σε βιβλιοθήκες!

- Ουάου! αναφώνησε η Κλεονίκη. Με ποιον τρόπο όμως;

-Κοίτα να δεις….στο ψυγείο δεν βάζουμε τη τροφή μας, δεν προστατεύουμε και συντηρούμε τα τρόφιμα;… Τα έχω σκεφτεί όλα. Για αρχή όλα τα βιβλία τα σχολικά θα τα τακτοποιούσαμε στο ράφι όπου συντηρούμε τα φρούτα. Για να διατηρούνται με φρέσκιες και καλές ιδέες, γεμάτες με βιταμίνες για την προστασία μας από κάποιες άκεφες διδασκαλίες που δεχόμαστε. Στο πιο πάνω ράφι, όπου βάζουμε τα τυριά και όλα αυτά τα σχετικά, θα βάζαμε τα βιβλία των μαθημάτων που πραγματικά αρέσουν σε εμάς. Έτσι ώστε κάθε φορά που θα ανοίγουμε το ψυγείο-βιβλιοθήκη, στο ύψος των ματιών μας θα αντικρίζουμε αυτό που πραγματικά λαχταράμε. Σειρά μετά έχει η κατάψυξη. Σε αυτήν την φανταστική κατάψυξη, θα βάζαμε τα όνειρά μας. Για να είναι όσο πιο ψηλά γίνεται από τα υπόλοιπα. Όχι για να καταψυχθούν βέβαια! Όχι με τέτοιου είδους ψύχος και πρόθεση. Αλλά με σκοπό να διατηρηθούν όσο πιο πολύ γίνονται καθώς μεγαλώνουμε, για να μην τα εγκαταλείψουμε. Και όταν θα πεινάσουν τα «θέλω» μας, θα ανοίγουμε την κατάψυξη και θα τα ταίζουμε με τα όνειρά μας. Τώρα επειδή είμαστε ακόμα παιδιά και κάνουμε σκανταλιές, στην αυγοθήκη θα έβαζα τα λάθη μας που κάνουμε. Για να χωράνε μπόλικα. Να είναι εύθραυστα και όταν θα σπάνε να γίνονται αυγό-μάτι. Θα μας κοιτάν, θα τα κοιτάμε. Και μετά με μια μπουκιά μάθηση-ψωμιού θα βουτάμε μέσα σε αυτά ώστε να μας χορταίνουν την απειρία μας. Και τέλος στην πόρτα του ψυγείου, θα τη γέμιζα με χυμούς ζωής. Χαράς, παιχνιδιού, μαλώματος, αγκαλιάς, γέλιου, φιλίας….ουφ αυτά από εμένα! Τα έβγαλα από μέσα μου.

-Σειρά σου τώρα Κλεονίκη! είπε η Καστανιά.

- Εμένα το δικό μου αβάσταχτο μυστικό έχει να κάνει με μια πυξίδα και τον προσανατολισμό που αυτή μας δείχνει.

- Δηλαδή; ρώτησε με περιέργεια η Εσθήρ.

-Θα ήθελα που λέτε κορίτσια να δημιουργήσω, να κατασκευάσω μια πυξίδα συναισθημάτων. Μια πυξίδα καρδιάς. Μου είχε γεννηθεί η εξής απορία. Αυτή η συμβατική πυξίδα που υπάρχει την έχουμε για να μην χανόμαστε. Όμως χανόμαστε γαμώτο! Το βλέπω στο μπαμπά και στη μαμά μου. Δε συναντιούνται ούτε στο ίδιο μας το σπίτι. Η πυξίδα δεν έχει εφευρεθεί για να μας δείχνει τα 4 σημεία του ορίζοντα;

-Ναι. Έτσι είναι Κλεονίκη, απάντησε η Καστανιά.

- Τότε γιατί αφού ο ορίζοντας είναι εκεί, εμείς οι άνθρωποι δε βρισκόμαστε; Δε συναντιόμαστε; Και απλά προσπερνάμε; Γιατί να έχουμε κλειστούς, μονόφθαλμους ορίζοντες; Εγώ με αυτή την πυξίδα θέλω να μπορούμε να βρούμε τον προσανατολισμό των συναισθημάτων μας. Να ξέρουμε τους ορίζοντές τους, τα βήματά τους. Να μπορεί η λύπη να ακουμπήσει μια παρηγοριά και να ξαλαφρώσει. Να μπορεί η χαρά να βρίσκει το γέλιο της. Να μπορεί ο πόνος να βρίσκει την αγκαλιά, ένα χάδι. Να μπορεί ο έρωτας να βρει την καρδιά. Να μπορούν οι ορίζοντές μας κάπου, κάπως να ακουμπούν τους ορίζοντες κάποιων άλλων. Για να μη χαθούμε. Για να μην απελπιστούμε προς τα πού θα αφήσουμε το βλέμμα μας να βρει το δρόμο του.

-Cool! Τέλειο! Δεν υπάρχει αυτό που είπες! αναφώνησε η Εσθήρ.

-Και τώρα η σειρά μου κορίτσια. Αυτό που θέλω εγώ είναι να μετακομίζουμε συνέχεια. Και μέσα μας και έξω μας. Δεν ξέρω πώς να σας το πω διαφορετικά. Ξέρετε ότι ο μπαμπάς μου είναι στρατιωτικός. Και όλα αυτά τα χρόνια είχε αρκετές μεταθέσεις λόγω της δουλειάς του.  Οπότε είχαμε συχνά αρκετές μετακομίσεις…κουραστικές, βαρετές, δύσκολες. Και κάθε φορά έβλεπα πως κουβαλούσαμε μαζί μας πράγματα περιττά, μόνο και μόνο για να τα έχουμε. Από ανασφάλεια. Πράγματα, ρούχα, σκεύη που όχι μόνο ζούμε και χωρίς αυτά, αλλά που με όλα αυτά τα παραπάνω πράγματα θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε και άλλους ανθρώπους. Γιατί όλα αυτά σε βαραίνουν, σε καθυστερούν. Γιατί θέλουμε να βαραίνουμε τις ζωές μας; Εγώ οπότε θα ήθελα εμείς οι άνθρωποι, σε κάθε μετακόμιση να προσέχουμε και να ανακαλύπτουμε τα περιττά. Αυτά που συγκεντρώνουμε με άχρηστο σκοπό και μέσα μας στα συναισθήματά μας και έξω μας, στα υλικά πράγματα. Και έτσι με κάθε μετακόμιση να αισθανόμαστε όλο και πιο ανάλαφροι, πιο ελεύθεροι, πιο αδέσμευτοι. Λιγότερο εξαρτημένοι. Για αυτό θα ήθελα όλοι οι άνθρωποι, ιδίως οι πιο μεγάλοι, να κάνουν συχνά μετακομίσεις από τα περιττά, από τις ανασφάλειές τους, από τους φόβους τους, από τις λύπες τους, ώστε στο καινούργιο τους σπίτι, στο καινούργιο τους προορισμό, να είναι πιο φωτεινοί, με περισσότερο χώρο για τις καινούργιες επιθυμίες τους. Να μη φτερνίζονται με τη σκόνη από αυτά που συσσωρεύουν. Μόνο τα αναγκαία. Αλήθεια ποια είναι αυτά άραγε για τον καθένα μας;».

        Άνοιξα τα μάτια μου προς τον ουρανό. Οι πρώτες ψιχάλες από αυτήν την ανοιξιάτικη μέρα ήρθαν ως κολλύριο για να μπορώ να βλέπω πιο καθαρά στη ζωή μου. Μπορεί να με ¨ξύπνησαν¨ από αυτό το ζωντανό παραμύθι, αλλά με δρόσισαν, με καθάρισαν από τις έγνοιες μου. Απλώνω την ύλη του εαυτού μου, την χυμένη…σε αυτό το πάρκο. Σαν να γεννήθηκα από την αρχή τούτο το πρωινό. Δε θέλω πολλά. Απλά θέλω να μπορώ να διεκδικήσω το ελάχιστο…μια πραγματικότητα που να μπορώ να την αγγίζω, να τη γεύομαι, να την αισθάνομαι. Να αναζητώ την άκρη του κόσμου και ας ξέρω ότι μπορεί να μην τη φθάσω ποτέ. Που ξέρεις ίσως καταφέρω να φθάσω όμως ως την άκρη του δικού σου κόσμου και εσύ του δικού μου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Από το φως και τις πληγές μας εκπορευόμαστε...

  Απόψε Χριστέ μου, έχω ανάγκη να ξαποστάσω στου σύμπαντος τα πεζούλια. Απόψε Χριστέ μου, μάθε μου, πώς είναι να χαρίζεσαι; Γιατί η μνήμη ...