Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Η ζωή σε μια κορνίζα...



 

        Το ξεκίνημα τούτης της μέρας, με βρήκε σε ένα συναπάντημα ανάμνησης και ταξιδιού. Σε ένα πετιμέζι χρόνου και νοσταλγίας. Με βρήκε στο χωριό μου. Το Φανάρι. Χωριό σε ρόλο λυχναριού των παιδικών μου αναμνήσεων. Ακουμπώντας το αυτή τη φορά, αναδύθηκαν εικόνες ρυτιδιασμένες, αισθήματα ηλιοκαμένα, λέξεις νωχελικές…αναδύθηκαν φιγούρες σε σώματα ηλικιωμένων γυναικών. Ή όπως εγώ τις  προσφωνούσα όταν πέρναγα τα καλοκαίρια μου στο χωριό. Η θειά-Μαίρη, η θειά-Αγορούλα, η θειά-Φωτεινή, η θειά-Κατίνα και βεβαία η γιαγιά μου, η Βούλα. Όλες μαζεμένες εκεί κάθε απόγευμα…στο πεζούλι της θειάς-Καραμήτραινας. Θειά, όχι θεία. Έχει σημασία ο τόνος σε εκείνον τον τόπο με την ντοπιολαλιά του. Όπως ο ρόλος που παίζει ο τόνος ανάμεσα στο ποτέ και στο πότε στις ζωές μας. Και όταν τις συναντούσα άκουγα την κλασσική ερώτηση… «τίνος είσαι συ;». « Ο εγγονός της γιαγιάς Βούλας, ο Άγγελος», απαντούσα με μια αυτοεπιβεβαιωτική διάθεση. Και ύστερα αυτές χαζογελούσαν. Τους άρεσε αυτό το πείραγμα.

        Καθώς κρατώ στα χέρια μου αυτή την κορνίζα που ενώνει το παρελθόν με το παρόν μου, η μνήμη μου μπουκώνει και ξεχειλίζει. Μια κορνίζα γεμάτη ζωή. Όχι για όλες αυτές τις γυναίκες. Αλλά για εμένα. Αυτές έχουν ήδη αναχωρήσει για μια άλλη αυλή, για ένα άλλο πεζούλι, όπου κάθε απόγευμα θα κοντοκάθονται η μια δίπλα στην άλλη και θα μιλούν έως ότου το βράδυ γίνει ένα με τις σκιές τους. Λόγια-κουβέντες βουτηγμένα στις ειδήσεις που άκουσαν στο ραδιόφωνο, λόγια –κουβέντες αρωματισμένα με κουτσομπολιά, λόγια –κουβέντες πασπαλισμένα με άχνη αναμνήσεων για το πώς ήταν κάποτε το χωριό και η γειτονιά τους, με τα γλέντια του, τις αγροτικές δουλειές, τα φωναχτά των παιδιών…λόγια-κουβέντες που τυλίγονταν με μια καληνύχτα του Θεού για προστασία.

        Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι μας επιφυλάσσει ακόμα το παρελθόν. Έαν είχαμε τη δυνατότητα να πάμε χρόνια πίσω τι θα ρωτάγαμε άραγε τον εαυτό μας; Μήπως τα αναπάντητα «γιατί;». Ίσως τους αναποτελείωτους φόβους που δεν πήραν την μοίρα μιας επιθυμίας, ενός πόθου; Άραγε θα ντύναμε τα «νομίζω» μας με τα «θέλω» μας; Θα ρωτούσαμε τους εαυτούς μας μόνο το «τι» ή και το «γιατί» συνέβη; Ο κόσμος μου, ο κόσμος σου, ο κόσμος αυτής της κορνίζας ήταν και είναι γεμάτος από όλα αυτά που συνέβησαν και που θα συμβούν. Το θέμα είναι να μπορείς να διακρίνεις τις νεκρές στιγμές σου από τις ζωντανές, όχι μόνο στο παρελθόν σου, αλλά και στο παρόν σου. Γιατί να ξέρεις ότι το παρελθόν μας, φέρει μέσα του αλήθειες που δεν θα παύσουμε ποτέ να κυνηγάμε. Φέρει μέσα του αλήθειες που μπορεί να μην οδηγούν πάντα στη λύτρωση, μα πάντα θα οδηγούν στην φώτιση. Φέρει ζωή. Όπως τούτη εδώ η κορνίζα που κρατώ στα χέρια μου τώρα δα. Σαν να ακούω τα χαχανητά των γυναικών αυτών, τις παρηγοριές τους, τον χτύπο από τις μαγκούρες τους στο κατευόδιο για τα σπίτια τους.

        Κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες. Κατεβαίνω στο τώρα. Και προστρέχω στο ίδιο σημείο που απεικόνιζε η κορνίζα. Θυμάστε το παιχνίδι που παίζαμε μικροί που με δυο ίδιες σχεδόν εικόνες έπρεπε να βρούμε τις διαφορές τους για να βγούμε νικητές; Ε, έτσι κάπως αισθάνθηκα και εγώ αυτή την στιγμή. Μόνο που οι διαφορές είναι πολλές και έκδηλες. Τα σώματα των γυναικών γίνηκαν φύλλα που τα χορεύει ο λίβας τόσο μαεστρικά σε χορό λεβέντικο, γεμάτο περηφάνεια. Η ολόλευκη κουρτίνα πλέον δεν υπάρχει. Έμεινε μόνον η αύρα της εκεί να στέκει άυλη, ολόλευκη, έτοιμη να προϋπαντήσει τους πάντες σαν ένας μπερντές όχι του καραγκιόζη, αλλά της ζωής. Οι μαγκούρες τους πελεκήθηκαν και μεταμορφώθηκαν σε σαμιαμίδια που γλιστρούν στη ζέστη της πέτρας, ψάχνοντας τον προορισμό της λύτρωσης ενός ίσκιου. Οι βαμμένοι ολοκόκκινοι τενεκέδες αλά γλάστρες με τους βασιλικούς και τα γεράνια τους, έμειναν ξεραμένοι στο πείσμα ενός αποτυπώματος που αρνείται να χαθεί στη φθορά του χρόνου. Το ασβέστωμα του πεζουλιού γκριζάρισε στον καμβά του χρόνου. Και τα τσεμπέρια έμεινα κενά, σαν άδεια κελύφη…και έγινα μαντήλια ενός ανεπιθύμητου αποχαιρετισμού.

        Μέσα μου όμως βρήκα μια ομοιότητα που ξεπερνά όλες αυτές τις διαφορές. Βρήκα μια κραυγαλέα αντίφαση στη λογική. Βρήκα την αγάπη για αυτά που ζήσανε και έζησα και εγώ μαζί τους. Βρήκα την αγάπη που εγκυμονεί το φως του παρελθόντος απέναντι σε όλες τις σκιές ενός άδειου παρόντος. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μπροστά σε αυτό το ερειπωμένο σκηνικό, τη δύναμη να ελευθερώσω τον εαυτό μου και να τον δώσω στον Εαυτό μου. Ένιωσα πάλι κάποια αόρατα χείλη να με ρωτούν «τίνος είσαι συ;» και έπιασα τον εαυτό μου απροσδόκητα αμήχανα να απαντά «ο εγγονός της Βούλας, ο Άγγελος». Και ύστερα πάλι τα χαχανητά να στήνουν ραντεβού μαζί μου. Υπάρχουν φορές που η επίσημη μνήμη μας, μοιάζει περισσότερο με πείσμα, παρά με πεπρωμένο. Υπάρχουν φορές που οι λέξεις στο χρονοντούλαπο της μνήμης αυτής υπερβαίνουν τα γράμματα που την αποτελούν. Και άλλοτε η αμνησία λεηλατεί πάνω στη δυνατότητα των λέξεων αυτών να φέρουν τις αλήθειες τους. Έχεις αναρωτηθεί ποτέ, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, ποια μνήμη κρατάς όταν «φεύγει» κάποιος δικός σου; Ποια μνήμη σου ζει το διαρκές μέσα στην εφήμερη ζωή σου;

        Πιάνω τον εαυτό μου να απολαμβάνει το χάδι ενός άυλου χρόνου. Πιάνω τον εαυτό μου σε μια ολόφωτη παραίσθηση ενός αιώνιου παρόντος που φέρει αυτή η κορνίζα. Πιάνω τον εαυτό μου να την κοιτά αυτήν την κορνίζα και αντί για την γιαγιά μου και τις θειές, να φωτίζομαι από έναν ασάλευτο ενεστώτα αγγέλων που με κοιτάν και αυτοί. Γιατί το φως τους μετατρέπεται σε αγάπη που παραμένει αναλλοίωτη στο πείσμα των καιρών έως ότου ειπωθούν τα «μη φωναχτά» που φέρουν όλες αυτές οι κορνίζες που κρατάμε στα χέρια μας. Τούτο το απόγευμα η ψυχή μου ίδρωσε και έσταξε την αλήθεια της…  

3 σχόλια:

Από το φως και τις πληγές μας εκπορευόμαστε...

  Απόψε Χριστέ μου, έχω ανάγκη να ξαποστάσω στου σύμπαντος τα πεζούλια. Απόψε Χριστέ μου, μάθε μου, πώς είναι να χαρίζεσαι; Γιατί η μνήμη ...