Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Το άπαξ, ο άβαξ και ο μικρός Σπύρος...



 

Μια φορά και κανέναν καιρό, σε μια πραγματικότητα που στα παραμύθια δεν χωρά, ζούσαν οι Ενήλικες Λογικές. Δυνατές, κυρίαρχες, απόλυτες, άσπλαχνες. Αυτές που λέτε οι Ενήλικες Λογικές όριζαν τον κόσμο με νόμους χωρίς ηθική και δικαιοσύνη χωρίς αλληλεγγύη.  Τα πιο δυνατά τους όπλα ήταν ο Άπαξ και ο Άβαξ. Άπαξ και αποφάσιζαν κάτι, τότε πάραυτα πήγαιναν και το υλοποιούσαν σε έναν πολυκαιρισμένο Άβακα. Tην μια πλευρά του τη θετική, την είχε έρημη, γυμνή και άδεια. Ήταν η πλευρά της πρόσθεσης. Tην άλλη πλευρά την αρνητική, την πλευρά της αφαίρεσης, ήταν στοιβαγμένα από χρόνους κάθε τι καλό, όμορφο, τρυφερό που είχαν οι άνθρωποι στις ζωές τους , που σιγά σιγά σάπιζαν όλο και περισσότερο και γινόντουσαν μούχλα φόβων. Εκεί λοιπόν που λέτε οι Ενήλικες Λογικές αφαιρούσαν από κάθε άνθρωπο τα ωραία του συναισθήματα, τις σημαντικές μνήμες του, τις αγκαλιές του και τις συγχωρέσεις . Και έτσι ακριβώς ο καιρός περνούσε …άπαξ. Άπαξ αφαιρέσεις το χαμόγελο από έναν άνθρωπο θα τον κάνεις θλιμμένο. Άπαξ και αφαιρέσεις το άγγιγμα από έναν άνθρωπο θα τον κάνεις σκληρό. Άπαξ αφαιρέσεις τα όνειρα από τον άνθρωπο θα τον κάνεις άτομο, μονάδα…ελέγξιμη και χειραγωγούμενη. Άπαξ και αφαιρέσεις τα βλέμματα από έναν άνθρωπο δεν θα έχει να απαγκιάσει πουθενά η ελπίδα. Και όλα αυτά γίνονταν σε αυτόν τον άβακα που ήταν γεμάτος καταθέσεις από την λεία των Ενήλικων Λογικών μόνο στην αρνητική πλευρά του. Στο όνομα δήθεν μιας ευδαιμονίας που σου παρείχε δύναμη, εξουσία και έλεγχο. Και κάπως έτσι οι άνθρωποι έβλεπαν μόνον αυτά που τους προετοίμαζαν για να δουν.

Μια φορά και κανέναν καιρό, σε μια πραγματικότητα που και στα παραμύθια χωρά, αλλά και στη ζωή τελικά, υπήρχε ένα μικρό αγόρι, ο Σπύρος. Αυτό το αγόρι που λέτε σεργιάνιζε με την περιέργειά του, ρωτούσε με τη φαντασία του, αγκάλιαζε με το ένστικτό του, χαμογελούσε με την επιμονή του και χρωμάτιζε το ασπρόμαυρο, στεγνό περιβάλλον που ζούσε με τις χρωματιστές κιμωλίες του, δίνοντας την αρχέγονη ουσία σε πράγματα, τοπία δρόμους, χρόνους και ζωές. Κάτι σαν συλλέκτης στιγμών, ιδιαίτερα εκείνων που ποτέ δεν μπόρεσαν να εκβάλλουν σε καμιά αιωνιότητα που τα συναισθήματα γεννούν στους ανθρώπους κανονικά. Για το μικρό Σπύρο ζωή δεν ήταν αυτά που ζούσαν οι άνθρωποι, αλλά αυτά που θα μπορούσαν να ζήσουν ακόμη. Και κάπως έτσι επιδέξια , κρυφά στο τσίγκινο κουτί του, που κουβαλούσε στο δισάκι της ψυχής του, κρατούσε τις παιδικές του ανησυχίες και ελπίδες , ώστε να ακούγονται σαν το κουνούσε για να του δίνει αυτός ο ήχος κουράγιο να συνεχίσει.

Μια φορά και έναν καιρό σε μια πραγματικότητα που δεν υπάρχουν δύσκολες συλλαβές για να ειπωθούν από καρδιάς, αλλά δύσκολα νοήματα σε φοβισμένες εκδόσεις, οι άνθρωποι που γινόντουσαν άτομα υπό τις διαταγές των Ενήλικων Λογικών…κατέληγαν σε ανάσες . Στην εκπνοή των χρόνων τους σιγά σιγά μεταμορφωνόντουσαν σε διοξείδιο του άνθρακα και δηλητηριάζανε τις ζωές τους. Γινόντουσαν λέξεις που δεν ειπώθηκαν  και συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν. Κυλούσε έτσι ο καιρός με την άπαξ αρχή και τον άβαξ που μετρούσε αυτές τις αρχές …χωρίς καμία προσδοκία τέλους.

Σε αυτόν τον καιρό που λέτε, ως κλέφτης πολύτιμων στιγμών, ο μικρός Σπύρος τρύπωνε στις ασπρόμαυρες ζωές των ανθρώπων και άφηνε στον καθένα ένα κομμάτι χρωματιστή κιμωλία, για να χρωματίσουν τα κενά τους και όλα αυτά που τους είχαν αφαιρέσει με βία και είχαν καταντήσει οι ζωές τους στυγνές, υπολογισμένες, με συνέπεια σε φόβους και εξαρτήσεις…δια άπαξ. Μα ο ρόλος και η χρησιμότητα του άβακα που έχει ο καθένας στη ζωή του είναι για να διεγείρει την παρατήρηση, να γαργαλήσει τη μνήμη, να γλυκάνει την αυτοπεποίθηση, να του χορτάσει τη συγκέντρωση και να του ξεπροβάλλει τη δημιουργικότητα. Με αυτό το λυτρωτικό μοίρασμα του μικρού Σπύρου με τις χρωματιστές κιμωλίες, η πραγματικότητα για πρώτη φορά ταρακουνήθηκε συθέμελα. Εκεί στην πόρτα κάθε σπιτιού ο μικρός Σπύρος μαζί με ένα κομμάτι χρωματιστής κιμωλίας έγραφε τη λέξη «αγαπώ». Ήταν η πρώτη λέξη που αντίκριζαν οι άνθρωποι στην αυγή της μέρας τους, στην ανατολή του χρόνου τους και σιγά σιγά συνειδητοποιούσαν πως αυτή η λέξη είχε αρχή και τέλος, είχε ολοκλήρωση νοήματος, πληρότητα συναισθήματος…έχει το ¨α¨ και το ¨ω¨ στην αλφάβητο της ζωής τους , που με αυτήν διάβαζαν τον κόσμο από την αρχή ξανά. Άρχισαν να καταλαβαίνουν πως ίσως θα μπορούσαν να γίνουν οι εαυτοί τους. Αυτή η εκδοχή ενός εαυτού που πάντοτε υπήρχε και που τους ωθούσε να μην αγωνίζονται να επικρατήσουν ως οι πιο δυνατοί, αλλά ως οι πιο δίκαιοι και αληθινοί.

Μια φορά και ένα καιρό ήταν οι επιλογές μας, στην πραγματικότητα…που μας καθόρισαν. Στις επιλογές τους αυτές τα άτομα ξαναγίνονταν άνθρωποι, γίνονταν  χρόνοι που πέρασαν και χρόνοι που θα έρθουν. Γίνονταν χαρά που μοσχοβολούσε όνειρα και πεθυμιές. Και ο καθένας σήκωνε και χρωμάτιζε στον άβακα της ζωής του εκείνες τις μπίλιες, τα γεγονότα, τις ευκαιρίες, τις συγγνώμες, τις παραδοχές, τα γέλια, τους πόνους, τις μνήμες και το παιδί που πάντα είχαν μέσα τους, αλλά το ξέχναγαν σε μια ασιτία χρόνου, που τώρα έπαιρνε ξανά τα ηνία και γέμιζε αυτή τη φορά τη θετική πλευρά του άβακα. Έτσι όλοι μαζί ταυτόχρονα, από λίγο , από πολύ, από τόλμη, από απόγνωση από ανάγκη, από αγάπη….Τόσο που οι Ενήλικες Λογικές δεν ξέραν ποιους να καταστείλουν πρώτους, ποιους να χειραγωγήσουν πρώτους…με ποιους να αναμετρηθούν. Τόσο που Ενήλικες Λογικές έχασαν από αδυναμία πλέον τα κεφαλαία γράμματά τους και η Αρχή (εξουσία) τους, έγινε μια απλά αρχή…με συγκεκριμένο πλέον  τέλος για αυτές.

Στο τέλος τούτου του παραμυθιού ο μικρός Σπύρος με την ά-τιμη (χωρίς τιμή) αγάπη του, την αξόδευτη, αφού καμιά αγάπη ποτέ δεν ξοδεύεται, δεν τελειώνει, αλλά και με τις χρωματιστές του κιμωλίες μπόρεσε και κατόρθωσε να δείξει στους ενήλικες ανθρώπους να μην ξοδεύουν σπάταλά το «πολύ» και να ζητιανεύουν στο τέλος για ένα «λίγο» και να αρχίσουν να απιστούν στο συμφέρον  τους μπας και συναισθανθούν το διπλανό τους.

 

Επιμύθιο: Άνθρωπε να γεννιέσαι ξανά και ξανά σε ένα ανήλικο παραμύθι. Άνθρωπε η αγάπη κλίνεται μόνο στη δοτική. Γιατί η αγάπη διακρίνει, χωρίς να διαιρεί, δεν απορροφά , ούτε καταργεί. Η αγάπη είναι σαν τους αιώνες που γεννιούνται στην κάθε μέρα σου, γιατί αιώνια  είναι αυτά που αγαπάς. Οπότε μην γίνεσαι πιστός στην απουσία σου στις ζωές των δικών σου ανθρώπων. Αγάπα χωρίς προσδοκία όπως τα παιδιά. Αγάπα χωρίς προϋπόθεση όπως ο μικρός Σπύρος στο δικό σου παραμύθι. Και σαν σε ρωτήσουν οι ενήλικες λογικές σου…

«-Έκανες ταμείο και σήμερα με τον άβακα που σου δώσαμε;»

Απάντησέ τους…

«-Ναι και βγήκα έλλειμμα…σε φόβους, σε δειλίες , σε εγωισμούς, σε εξουσίες».

Ίσως τότε νιώσεις τον πλούτο, που απλόχερα τα μικρά παιδιά μέσα τους έχουν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το αλογάκι και η καμπάνα...

Μια φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή στις μέρες μας, ζούσε ένα αλογάκι, όμορφο, αδάμαστο, ανένταχτο σε χαλινάρια και σαμάρια. Έτρεχε στους λόγ...