Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Το πάρκο των ψυχών...


5.5.2020… οι ημερομηνίες άραγε μένουν ακίνητες; Ανίκητες; Μπορούμε να τις ακινητοποιήσουμε και εκεί δα να βάλουμε όλον τον χώρο των συναισθημάτων μας, των φόβων μας,  των ερωτήσεων μας, των διλημμάτων μας, των ανασφαλειών μας; Και να μπορούμε να την έχουμε μετά ως μουσείο εντός μας; Και να την ξαναζούμε με τα πάντα μέσα της, σαν ένα διαρκές παρόν; Μια αναπάντεχη ενδιαφέρουσα μέρα τούτη εδώ για εμένα λοιπόν. Ανηφόρισα προς το καταφύγιο του Μπάφι και ο Θεός  μου δώρισε όλα τα καλούδια του, όλες τις εποχές του, όλες τις εικόνες του, τις μυρωδιές του, τις γεύσεις του… μου δώρισε την πυξίδα του: παντού και πάντα.
                Σε μια στροφή του δρόμου συναπαντήθηκα  με το σανατόριο της Πάρνηθας.  Η φυματίωση ο εργολάβος του.  Η «παιδική του χαρά» ακριβώς απέναντι … το πάρκο των ψυχών. Τοτέμ έτοιμα να σου μιλήσουν από καιρό. Ξύλινες φιγούρες έτοιμες να σε αγγίξουν στο τώρα. Εκφράσεις  προσώπων έτοιμες να κοιτάξουν τα μέσα σου. Για πολλές δεκαετίες εδώ, οι πάσχοντες από φυματίωση- τότε που ακόμα δεν υπήρχε το γιατρικό- ερχόντουσαν εδώ, πάλευαν με τους δαίμονες τους, ελπίζοντας το χέρι του Θεού να τους αγγίξει, να τους ιάνει ή έστω να τους ηρεμήσει στα στερνά τους που έμεναν. Εδώ αιμορραγεί ο χρόνος. Χρονορραγεί ο πόνος. Εδώ οι ψυχές  δεν θέλουν κανένα χάδι που να είναι ψεγάδι. Όλα στο φως. Όλα στο πως. Σαν βεγγαλικό στιγμής, σαν άρωμα σιωπής. Εδώ ήρθαν χαρές, λύπες ως ευτυχίας τρύπες. Όλες λουσμένες σε ένα πρωτοβρόχι, στης καρδιάς τα πρώτα όχι. Βλέπω τα ίχνη του Ρίτσου που δήλωσε το παρόν και αυτός εδώ να σιγομουρμουρίζει «…αυτό που κρύβουμε είναι αυτό που πιότερο μας φανερώνει».
                Και κάπου εκεί σαν να πάτησα το τραμπολίνο της πραγματικότητας μου. Πότε στο εδώ, πότε στο από δω και πέρα. Και κάπου εκεί με συνάντησαν, σαν την ώρα από ένα ξυπνητήρι, τα πλάσματα της οικουμένης… μερικά ελάφια.  Άφοβα, οικεία… πεινασμένα για την παρουσία. Για την παρουσία όλων μας που ήμασταν εκεί.  Μας «ορμήνευαν» να τα ταΐσουμε και ύστερα να ανηφορίσουμε πιο πέρα, πιο ψηλά, πιο ζωντανά.  Άλλωστε η ζωή δεν περιμένει, δεν σε περιμένει. Απλά σε καλεί. Σε καλεί η Φύση. Να σε ανταμώσει ξανά. Να σε προκαλέσει να αγαπήσεις χωρίς ανταπόκριση μπας και κερδίσεις της ζωής σου την πρόκριση. Και έβλεπες τα ελάφια να σε συμπαρασύρουν σε ένα στροβιλισμό ανάμεσα στα έλατα τόσο πρωτόγνωρο, τόσο δυνατό που είχες την ευκαιρία να γεννηθείς ξανά. Αντίκριζες τις κορυφές των δέντρων και ένιωθες αρχέγονες ζωές να σε βλέπουν. Με στοργή. Ακουμπούσες τα πεσμένα κουκουνάρια και τα ακροδάχτυλα σου πάλευαν να ανακαλύψουν τα μυστικά της αρμονίας που έκρυβαν κάτω από το «δέρμα» τους. Μύριζες αρώματα νοσταλγικά όπως αυτά όταν γεννήθηκες στην αγκαλιά της μάνας σου. Άκουγες τα κελαηδίσματα των πουλιών λες και ήταν το παραμύθι που σου έλεγαν πριν κοιμηθείς και παραδοθείς στα παιδικά σου όνειρα. Πάταγες το ζεστό χώμα της γης και ήταν σαν να ισορροπείς ως το πιο σίγουρο βήμα που έκανες ποτέ σου, μέσα σε ένα κόσμο ανισόρροπο όπως αυτός που ζούμε.


Κουβαλώ κρυφά σημάδια
της ενοχής τα χάδια.
Φοβάμαι μην κριθώ
από αυτά και χαθώ.


Κρατώ τα μάτια ανοιχτά
στο φως που οδηγεί στο θάνατο
τρύπα της ζωής που κοιτά
να βγάλει ξανά μεροκάματο.


Αλλάζω, αλλάζω
ψάχνω μάτια σε μια νύχτα
για να σταλάζω
σαν δάκρυ σε "εν τούτω νίκα".


Μάτια γράψτε όσα δεν ειπωθούν
μήπως και λυτρωθούν
το θηρίο...ο θεός μου
που έχω εντός μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Από το φως και τις πληγές μας εκπορευόμαστε...

  Απόψε Χριστέ μου, έχω ανάγκη να ξαποστάσω στου σύμπαντος τα πεζούλια. Απόψε Χριστέ μου, μάθε μου, πώς είναι να χαρίζεσαι; Γιατί η μνήμη ...