Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Μπορείς να εμπιστευτείς τη μνήμη σου?


 

      Σήμερα ξύπνησα κάπως περίεργα. Με μια αίσθηση στο στόμα μου ελληνικού καφέ με το καλύτερο χαρμάνι της Ανατολής. Με μια αίσθηση ενός βλέμματος που αντικρίζει αρχέγονους πολιτισμούς. Με μια αίσθηση αφής, όπως ένα φύλλο που αφήνεται στα διάφανα νερά ενός ποταμού να το ταξιδέψει , βρίσκοντας  τον προόρισμό του. Σήμερα ξύπνησα με μια αίσθηση να πλυθώ από τα μέσα προς τα έξω. Λαχτάρησα ο ήλιος να ακουμπήσει το πρόσωπό μου,  να συνομιλήσει με τις σκιές της ζωής μου και να τις κάνει ανύπαρκτες. Πιστεύω πως ο καθένας μας πάντα κάποια στιγμή στη ζωή του έχει μέσα του μια μοναξιά που είναι έτοιμη να τα πει όλα. Όπως τούτη εδώ τη στιγμή, που με βρίσκει να γράφω και να γράφω μη μπορώντας να φύγω από τη μυρωδιά του χαρτιού και της μελάνης. Νοιώθω πως σε αυτή τη ζωή δεν είμαι παρά ένα τάμα που ξαναπλάθει με λέξεις  όσα έχουν ειπωθεί αιώνες τώρα από  όλους αυτούς τους προγόνους μας, που μας άφησαν ως χαριστική βολή το φως, τη φωνή, την ευλογία και την κατάρα των ζωών τους. Ένα τάμα που οφείλω να εκπληρωθώ στο Φως ανάμεσα στα αναπάντητα ερωτήματα του ανθρώπινου γένους και στις απαντήσεις που κανείς δεν έχει το σθένος να αναζητήσει.

                Σαν ένα εσώτερο κλάμα που εμείς οι άνθρωποι κλείσαμε στο χρονοντούλαπο της μνήμης μας και αρνούμαστε να το νοιώσουμε. Αρνούμαστε να πενθήσουμε, να θρηνήσουμε… αρνούμαστε δηλαδή αυτόν τον χρόνο της μνήμης μας που η Φύση μάς έχει προικίσει, ώστε αφού τον βιώσουμε , αφού νοιώσουμε την ταφή των τέλων, των μικρών «θανάτων» της καθημερινότητάς μας, να οριστούμε σε μια νέα γενεσιουργό αρχή ζωής. Αλλά πού; Αφού δεν αφήνουμε και κάτι αληθινό να γεννηθεί. Αφού κάνουμε εκτρώσεις στα συναισθήματά μας. Και οι ξιπασιές μας γίνονται μουσαφίρηδες καθημερινά στις ζωές μας. Εφησυχαζόμαστε σε μια αποθέωση επιλογών και χανόμαστε στο λαβύρινθο τους. Μα η α-λήθεια (χωρίς λήθη) είναι πως δεν έχουμε τόσες επιλογές. Παρά μόνον μια. Την ίδια την αξίωση της ζωής μας. Μόνο εάν καταφέρουμε και αξιωθούμε τις ζωές μας, να τις κάνουμε ανάξιες λησμόνησης, θα φανερωθεί στο σύντομο διάβα μας μια παλέτα επιλογών που η καρδιά μας θα ζωγραφίσει εκεί τον επίγειο παράδεισό μας. Συνήθως κοιτάμε προς τον ουρανό αναζητώντας τον παράδεισο. Μα ο παράδεισος είναι και εδώ, είναι και εκεί. Είναι στην αγάπη σε όποιο χωροχρόνο υπάρχει. Όταν αφήνεις κάποιον να μπει στην καρδιά σου, όταν ξεντύνεσαι και απογυμνώνεσαι μπροστά του από δόλια συμφέροντα και κρυφούς φόβους, τότε να ξέρεις ότι θα τον έχεις πάντα μαζί σου.

                Καθημερινά ακούμε, βλέπουμε, διαβάζουμε τις επιτροπές ζωής και θανάτου να ορίζουν την ποιότητα των πράξεών μας. Και εμείς συνεχίζουμε μέσα στη σκόνη της ζωής μας να χανόμαστε στη βουή κενών κινήσεων, να κουβαλάμε τα ξέφτια μας ως το χαλάκι της πόρτας μας και όλα αυτά γιατί συναντιόμαστε με παύσεις, με ασυνέχειες, με διακεκομμένα συναισθήματα.

                Αλήθεια μπορείς να εμπιστευτείς τις μνήμες σου; Από αυτές που είχες μικρός; Από αυτές που ο Θεός σού χαμογελούσε στα πρώτα σου βήματα, στα πρώτα σου «γιατί», στις πρώτες σου γρατσουνιές; Μπορείς να τις εμπιστευτείς στη ζωή σου τώρα; Εάν όχι γιατί; Μήπως δανείστηκες άλλες; Μήπως φοβάσαι να τις ανακαλέσεις  γιατί θα σε ξεβολέψουν; Μήπως γιατί δεν θες να πάρεις τις ευθύνες που σου αντιστοιχούν; Ένα φωνήεν χωρίζει τη μνήμη από το μνήμα. Μάθε και αποφάσισε που θέλεις να ζήσεις. Εγώ την έχω στείλει τη μνήμη μου στο διάστημα μακριά, πολύ μακριά για να ζήσει περισσότερο από εμένα, αφού εκεί ο χρόνος δεν θα είναι ο ίδιος με εδώ και περιμένω ως ζητιάνος της, κάποια εξωγήινα σήματά της για να ερμηνεύσω το παρόν μου, το μέλλον μου… πριν γίνει ανούσιο παρελθόν. Είμαστε αυτό που θυμόμαστε ή όχι;

                Πριν απαντήσεις νοιώσε μέσα σου πως το πιο μεγάλο ταξίδι ξεκινά με ένα βήμα. Πριν αφήσεις την ήττα να κάνει ματ στην καρδιά σου, προχώρα με βάση τις αντιξοότητες και όχι τις ανέσεις. Πριν φυλλομετρήσεις σαν ημερολόγιο τα αισθήματά σου, άσε την απαγορευμένη νοσταλγία σου για αυτά που έζησες ως παιδί να επιστρέψει με οργή. Έχεις αισθανθεί ποτέ τον χρόνο της ζωής σου, την κάθε σου μέρα, το κάθε σου μήνα να είναι όπως  όταν τραβάς προς τα πίσω μια σφεντόνα και τη τεντώνεις με σκοπό να την κρατήσεις παραπάνω; Για πάντα; Αλλά τελικά υπάρχει πάντα ένα όριο μέχρι που μπορείς να τραβήξεις τη σφεντόνα σου; Ζήσε σε αυτό το όριο και ανακάλυψε κάθε φορά ακριβώς εκείνο το σημείο όπου στο όριο αυτό θα ανακαλύπτεις το νέο όριό του. Σου μιλώ για τη σφεντόνα της καρδιάς σου, όπου σφεντόνα σου είναι η μνήμη και το λάστιχο η προσμονή για το από εδώ και πέρα. Να έχεις να θυμάσαι και να έχεις να περιμένεις.

2 σχόλια:

Το νήμα που έγινε νάμα...

Μία φορά και κανέναν καιρό, ζούσε μια γιαγιά…που κατά κάποιον τρόπο ήταν, είναι και θα είναι η γιαγιά όλων μας. Το όνομά της , Μνήμη. Αυτή η...