Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Η πόρτα που δεν είχε σπίτι...


 

Καμιά φορά και κανένα καιρό, ένα χωριό είχε γείρει για να ξαποστάσει στα πλευρά της πιο ξακουστής οροσειράς εκείνον τον καιρό… εκεί που τα όνειρα γίνονταν μοίρες και οι μοίρες ανυπόταχτες λαχτάρες. Τόσο ανυπόταχτες όπου τα πάντα ήταν Άγραφα… Εκεί που λέτε οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού ήταν οι πόρτες. Οι πόρτες που δεν είχαν σπίτι. Μαζί με τις πόρτες αυτές συγκατοικούσαν και οι συλλυπητήριες νύχτες τους με τις πεθαμένες μέρες τους. Και αυτό γιατί τούτες οι πόρτες έμειναν ορφανές χρόνια ολάκερα τώρα από ανθρώπινες ψυχές. Κάπου εκεί, κάτω από την εκκλησιά του Σωτήρος, ξάφνου κάτι ακούστηκε σαν μοιρολόι..ακούστηκε κάτι σαν… πόρτα.

-«Αχ, αχ φοβόμασταν την απώλεια , μέχρι που γινήκαμε εμείς η απώλεια», σιγομουρμούρισε μια παλιά, ξύλινη, καφέ πόρτα, στην απέναντί της.

-«Μα τι λες πάλι; Τι σε έπιασε βραδιάτικα;».

-«Εμένα τι με έπιασε; Το παράπονό μου με έπιασε. Αλήθεια σε εσένα, από τα παράπονά σου γεννιούνται οι επιθυμίες σου;».

-«Εμ,… ναι κάποιες φορές. Δηλαδή τι κάποιες; Τα τελευταία χρόνια μονάχα αυτό μου συμβαίνει. Είμαι ανήμπορη πια να κρατήσω κάτι από τη νιότη μου… τότε που αμέτρητα παιδικά χέρια με ανοιγόκλειναν συνέχεια για να μπουν να αγοράσουν καραμέλες, λουκούμια και ότι άλλο βάζει η λαχτάρα ενός μικρού παιδιού…. Ψάχνω το μαγαζί μου».

-«Λυπάμαι, λυπάμαι…», απάντησε η καφέ, παλιά πόρτα. «Μην νομίζεις και εγώ στα χάλια μου είμαι… το σκουριασμένο μου μάνταλο έγινε μαντάτο λησμονιάς και εγκατάλειψης. Όλα, όλα, τους τα είχα έτοιμα. Τους άφηνα να με τρυπούν με πινέζες σαν ήθελαν να βάλουν χαρμόσυνες ανακοινώσεις για το πανηγύρι τον Αύγουστο, τους γινόμουν στήριγμα ξεκούρασης και ίσκιου στην θερμή καλοκαιρινή ραστώνη… να ακόμα και το κλειδί μου, αυτό που ανοίγει τα μέσα μου, τους το είχα αφημένο στην εξωτερική πλευρά μου, πάνω σε ένα καρφί… μα κανένας δεν μπήκε μέσα μου, να τον φιλοξενήσω..και με το διάβα του χρόνου και το σπίτι μου χάθηκε, και το κλειδί μου χάθηκε… και το καρφί γίνηκε κρεμαστάρι για ένα πινέλο, μπας και περάσει κάποιος και φιλοτιμηθεί τουλάχιστον να με βάψει, να με ακουμπήσει, να  μου δώσει ζωή. Κάποιος να με ανοίξει και να μπει μέσα μου»

- «Συντριβή κι επιβίωση πλέον η αντοχή μας, δεν φταις εσύ, απλά οι άνθρωποί σου, έδωσαν «αντιπαροχή» τα μέσα σου, το σπίτι σου. Και πλέον είτε μας ανοίγουν, είτε μας κλείνουν, είναι το ίδιο και το αυτό, γιατί δεν ανοίγουμε και δεν κλείνουμε μέσα μας τίποτα… Μα πως μπόρεσαν να δώσουν αντιπαροχή την βιωματική και συναισθηματική τους μνήμη; Ξέρεις τι έλεγε η γιαγιά μου η καρυδιά; Η ρίζα κάνει την κορφή, η ρίζα την μαραίνει… τούτο αστόχησαν να καταλάβουν και τώρα μείναμε εμείς και το σαράκι μας».

-«Δηλαδή σαν να είναι οι ζωές μας ένα μουσείο μια αλλοτινής εποχής που χάθηκε; Τελικά στον χρόνο μας αυτόν τον εγκαταλελειμμένο  πρώτα προηγείται η ρωγμή και μετά η σύγκρουση; Ή μήπως όχι;».

-«Δεν το είχα σκεφτεί έτσι», αποκρίθηκε στην καφετιά πόρτα. «Εμένα μου έμαθαν πως για να με βρω πρέπει πρώτα να με δίνω και αναπολώ τι χαρά έδινα σε αυτά τα παιδικά χεράκια που με άνοιγαν… και εγώ έτσι με έβρισκα, με έβρισκα μες στην αγάπη και την συμπόρευση, μέσα στα ονείρατά τους και την συνύπαρξη. Με έβρισκα…». Κάπου εκεί ένα μελαγχολικό αεράκι έτριξε τους μεντεσέδες της μοναξιάς και της εγκατάλειψής τους, υπενθυμίζοντάς τους πως είναι απλά πόρτες που δεν έχουν σπίτι.

Καμιά φορά και κανένα καιρό, δηλαδή στις μέρες μας, υπήρχε ένα χωριό που είχε αποκοιμηθεί στην αναμονή των Αγράφων. Εκεί κατοικούσαν κάτι πόρτες που δεν είχαν σπίτι. Δεν είχαν να περιμένουν κανέναν για ανοίξουν και τίποτα για να κλείσουν μέσα τους, να κατοικηθεί ως σώμα και πνεύμα. Μονάχα την μνήμη τους είχαν που με αυτές κρατούσαν τις προσμονές τους κάτι συλλυπητήρια βράδια που έβγαζαν τα παράπονά τους η μια στην άλλη.

Καμιά φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή στις μέρες μας, άνθρωπε να θυμάσαι πως ότι αξίζει δε λάμπει, παρά μόνο φωτίζει, γιατί απλά είναι φτιαγμένο από πέτρα και χώμα, από φως και σκιά, από όνειρο και παιδικές ψυχές… φτιαγμένο από κάτι ξεχασμένες πόρτες. Να στοχάζεσαι ότι οι ρωγμές από αυτές τις πόρτες δε σε χαλάνε, δε σε ασχημαίνουν, παρά μονάχα σε αποκαλύπτουν… μονάχα έχε πίστη και ελπίδα στο φως που θα περάσει από αυτές.

Καμιά φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή στις μέρες μας, δηλαδή στο χωριό μου το Φανάρι Καρδίτσας, αισθάνομαι πως από κάποιους τόπους , όπως τούτος, δεν φεύγουμε ποτέ, έχουμε μια εκδοχή του εαυτού μας μέσα τους, γιατί τίποτα από αυτά που συμβαίνουν έξω μας δεν έχουν προηγηθεί και μέσα μας, ακόμα και σαν στριμωγμένες μνήμες σε παλιές , φθαρμένες φωτογραφίες.

Και όσο για εμένα , όταν το επισκέπτομαι, πάντα έχω έναν λόγο να πιστεύω, για να μπορέσω να αντέχω. Να αντέχω τις μνήμες μου μέσα σε αυτό που σαν πιτσιρικάς όταν ερχόμουν εδώ τα καλοκαίρια, έσφυζε από ζωή, τραγούδια των γιαγιάδων και των παππούδων μας, από σεργιανίσματα και παιχνίδια, από ιστορίες το βράδυ στο προαύλιο του παλιού πετρόχτιστου σχολείου, από εξομολογήσεις στη ράχη κάτω από το φως των αστεριών. Άνθρωπε ο τρόπος που ταξιδεύουμε είναι τελικά το ταξίδι της ζωής και ο προορισμός είναι η βαλίτσα που είχαμε αφήσει από παιδιά για να τη βρούμε ως μεγάλοι. Και ξέρεις που είναι αυτές οι βαλίτσες; Έξω από αυτές τις ξύλινες, ξεχασμένες πόρτες… που κάποιες συλλυπητήριες νύχτες γίνονται εικονίσματα προσευχής και μπόρεσης… και σαν γονατίσεις να πάρεις τη βαλίτσα σου, σκέψου πως είσαι στη τέλεια θέση για να προσευχηθείς…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η πόρτα που δεν είχε σπίτι...

  Καμιά φορά και κανένα καιρό, ένα χωριό είχε γείρει για να ξαποστάσει στα πλευρά της πιο ξακουστής οροσειράς εκείνον τον καιρό… εκεί που τα...