Μια φορά και κανέναν καιρό,
δηλαδή στις μέρες μας, ζούσε ένα αλογάκι, όμορφο, αδάμαστο, ανένταχτο σε
χαλινάρια και σαμάρια. Έτρεχε στους λόγγους και στους αγρούς και οι σκέψεις του
παραδίδονταν πότε στον αγέρα, πότε στον ήλιο, πότε στη γη. Τα συναισθήματα του
διαβατάρικα σαν τα σύννεφα, το ταξίδευαν παντού…και πουθενά. Το αλογάκι βέβαια
, λόγω του χαρακτήρα του αυτού, ήταν μονάχο. Δεν είχε το δικό του
κοπάδι-οικογένεια. Το είχαν αποκλείσει ως ταραχοποιό, ως ανυπάκουο σε διαταγές
και προσταγές. Η μοναδική «προσταγή» που άκουγε ήταν η ελευθερία του, η
ελευθερία της ψυχής του. Οπότε υπήρχαν φορές που ήταν ολομόναχο και
στενοχωρημένο και μελαγχολικό. Αυτές όμως οι συναισθηματικές του πληγές
ταυτόχρονα ήταν και η πυξίδα του για θέληση, μπόρεση για ζωή. Χλιμίντριζε και
χαμογελούσε σε οποιονδήποτε περνούσε στο διάβα του. ‘Άλλοτε σηκώνονταν με θέρμη
στα δυο του πίσω πόδια ψηλά για να λουστεί την λιακάδα που η Μητέρα Φύση του
πρόσφερε.
Μα αυτό δεν του ήταν αρκετό.
Ζητούσε, ήθελε, έψαχνε τη συντροφιά. Οπότε μια μέρα σκέφτηκε να τιθασσεύσει
έστω προσωρινά τις αλήθειες του και να χαλιναγωγήσει για λίγο την ελευθερία
του, να καρφώσει πέταλα στα όνειρά του και να επισκεφτεί το πιο κοντινό χωριό.
Περιδιαβαίνοντας που λέτε το χωριό, έβλεπε ανθρώπους σκυθρωπούς. Συναντούσε βλέμματα
πονετικά μα και κάποια εντελώς διεκπεραιωτικά. Υπήρχαν φορές που χλιμίντριζε με
ενθουσιασμό στα άλλα άλογα που ήταν στο μαντρί, μα αυτά είχαν σκυμμένες τις
μουσούδες τους μόνο στο φαγί, στο σανό. Δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο. Παρά
δουλειά και φαγί. Έτσι άλλωστε είχαν εκπαιδευτεί.
Μα σε μια στροφή που πήρε ,
άκουσε από κάπου μακριά κάποιες παιδικές φωνές. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν γέλια
και χαχανητά, μα σαν σίμωσε πιο κοντά άκουσε πλέον ξεκάθαρα πως οι παιδικές
αυτές φωνές φώναζαν για βοήθεια , αλλά κανένας από το χωριό δεν τους άκουγε.
Κάλπασε που λέτε όσο πιο γοργά μπορούσε προς τα
παιδιά. Εκεί αντίκρισε ένα πηγάδι και παιδιά τριγύρω του που ζητούσαν
βοήθεια. Κάποια παιδική ψυχή είχε πέσει μέσα στα σκοτάδια του βαθιού πηγαδιού
και εκλιπαρούσε να βγει. Ουδείς όμως από το υπόλοιπο χωριό, από τα υπόλοιπα
ζωντανά δεν το είχε προσέξει. Κοιτούσαν όλοι και όλα τη δουλειά τους, ψυχρά
αδιάφορα, διεκπεραιωτικά. Τότε το αλογάκι μας με ένα γενναίο σάλτο πήδηξε όσο πιο ψηλά προς το καμπαναριό της
εκκλησίας , που ήταν ακριβώς δίπλα, για να φτάσει την καμπάνα και να την χτυπήσει όσο πιο δυνατά
μπορούσε, για να ηχήσει σε όλο το χωριό! Και έτσι έγινε. Ο αγέρας το ανασήκωσε γρήγορα , ο ήλιος έκανε σκαλιά τις ηλιαχτίδες του και ο ουρανός
του έδειξε τον ορίζοντα του για να μπορέσει να χτυπήσει την καμπάνα άμεσα και
συμπαντικά. Και βέβαια δεν γινόταν να γίνει και αλλιώς. Μάρτυρες όλα τα παιδιά.
Πρόστρεξαν τότε οι χωριανοί, ρίξανε σχοινί στο πηγάδι, το έδεσαν στο λαιμό του
αλόγου για να τραβήξει γρήγορα το παιδί από το πηγάδι πριν πνιγεί από τα βαθιά,
σκοτεινά νερά της αδιαφορίας. Το παιδί σώθηκε και χαρούμενο με τα άλλα παιδιά
πήγαν να χαδέψουν, να αγγίξουν το αλογάκι με αυτήν τους την απαράμιλλη παιδική
τους τρυφερότητα. Οι υπόλοιποι του χωριού, όπως και τα ζωντανά τους γύρισαν
επιτακτικά και ανέκφραστα στις δουλείες τους. Τότε το αλογάκι κατάλαβε βαθιά
μέσα του πως βρήκε τον τόπο που θα ήθελε να μείνει, όχι με τους χωριανούς, αλλά
κοντά σε αυτά τα παιδιά.
Και όπως σε κάθε παραμύθι, έτσι
και εδώ , με τη μαγεία που το κάθε παραμύθι φέρει μέσα του, το αλογάκι
μεταμορφώθηκε σε ένα μικρό λούτρινο παιχνίδι και πήγε και στάθηκε ακριβώς πάνω
από την καμπάνα για να ατενίζει από εκεί ψηλά τους μικρούς του φίλους όταν θα
χρειαστούν βοήθεια σε κάποιον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσουν. Ο μύθος μάλιστα
λέει πως ο Θεός το έβαλε εκεί για βοήθεια όλων , από την αγάπη που είχε για
τους ανθρώπους. Και όπως ο ά-γιος είναι πάνω από τη γη, έτσι και το ά-λογο ήταν
πάνω από την ψυχρή λογική των ανθρώπων…και όταν ηχούσε η καμπάνα ακούγονταν σαν
τεριρέμ αγάπης και άδολης βοήθειας μονάχα στις καρδιές των ανθρώπων. Γιατί όταν
πραγματικά αγαπάς, τότε το κάνεις με έναν αιώνιο τρόπο….