Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Το αλογάκι και η καμπάνα...

Μια φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή στις μέρες μας, ζούσε ένα αλογάκι, όμορφο, αδάμαστο, ανένταχτο σε χαλινάρια και σαμάρια. Έτρεχε στους λόγγους και στους αγρούς και οι σκέψεις του παραδίδονταν πότε στον αγέρα, πότε στον ήλιο, πότε στη γη. Τα συναισθήματα του διαβατάρικα σαν τα σύννεφα, το ταξίδευαν παντού…και πουθενά. Το αλογάκι βέβαια , λόγω του χαρακτήρα του αυτού, ήταν μονάχο. Δεν είχε το δικό του κοπάδι-οικογένεια. Το είχαν αποκλείσει ως ταραχοποιό, ως ανυπάκουο σε διαταγές και προσταγές. Η μοναδική «προσταγή» που άκουγε ήταν η ελευθερία του, η ελευθερία της ψυχής του. Οπότε υπήρχαν φορές που ήταν ολομόναχο και στενοχωρημένο και μελαγχολικό. Αυτές όμως οι συναισθηματικές του πληγές ταυτόχρονα ήταν και η πυξίδα του για θέληση, μπόρεση για ζωή. Χλιμίντριζε και χαμογελούσε σε οποιονδήποτε περνούσε στο διάβα του. ‘Άλλοτε σηκώνονταν με θέρμη στα δυο του πίσω πόδια ψηλά για να λουστεί την λιακάδα που η Μητέρα Φύση του πρόσφερε.

Μα αυτό δεν του ήταν αρκετό. Ζητούσε, ήθελε, έψαχνε τη συντροφιά. Οπότε μια μέρα σκέφτηκε να τιθασσεύσει έστω προσωρινά τις αλήθειες του και να χαλιναγωγήσει για λίγο την ελευθερία του, να καρφώσει πέταλα στα όνειρά του και να επισκεφτεί το πιο κοντινό χωριό. Περιδιαβαίνοντας που λέτε το χωριό, έβλεπε ανθρώπους σκυθρωπούς. Συναντούσε βλέμματα πονετικά μα και κάποια εντελώς διεκπεραιωτικά. Υπήρχαν φορές που χλιμίντριζε με ενθουσιασμό στα άλλα άλογα που ήταν στο μαντρί, μα αυτά είχαν σκυμμένες τις μουσούδες τους μόνο στο φαγί, στο σανό. Δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο. Παρά δουλειά και φαγί. Έτσι άλλωστε είχαν εκπαιδευτεί.

Μα σε μια στροφή που πήρε , άκουσε από κάπου μακριά κάποιες παιδικές φωνές. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν γέλια και χαχανητά, μα σαν σίμωσε πιο κοντά άκουσε πλέον ξεκάθαρα πως οι παιδικές αυτές φωνές φώναζαν για βοήθεια , αλλά κανένας από το χωριό δεν τους άκουγε. Κάλπασε που λέτε όσο πιο γοργά μπορούσε προς τα  παιδιά. Εκεί αντίκρισε ένα πηγάδι και παιδιά τριγύρω του που ζητούσαν βοήθεια. Κάποια παιδική ψυχή είχε πέσει μέσα στα σκοτάδια του βαθιού πηγαδιού και εκλιπαρούσε να βγει. Ουδείς όμως από το υπόλοιπο χωριό, από τα υπόλοιπα ζωντανά δεν το είχε προσέξει. Κοιτούσαν όλοι και όλα τη δουλειά τους, ψυχρά αδιάφορα, διεκπεραιωτικά. Τότε το αλογάκι μας με ένα γενναίο σάλτο πήδηξε  όσο πιο ψηλά  προς το καμπαναριό της εκκλησίας , που ήταν ακριβώς δίπλα, για να φτάσει την καμπάνα και να την χτυπήσει  όσο πιο δυνατά μπορούσε, για να ηχήσει σε όλο το χωριό! Και έτσι έγινε. Ο αγέρας το ανασήκωσε γρήγορα , ο ήλιος έκανε σκαλιά τις ηλιαχτίδες του και ο ουρανός του έδειξε τον ορίζοντα του για να μπορέσει να χτυπήσει την καμπάνα άμεσα και συμπαντικά. Και βέβαια δεν γινόταν να γίνει και αλλιώς. Μάρτυρες όλα τα παιδιά. Πρόστρεξαν τότε οι χωριανοί, ρίξανε σχοινί στο πηγάδι, το έδεσαν στο λαιμό του αλόγου για να τραβήξει γρήγορα το παιδί από το πηγάδι πριν πνιγεί από τα βαθιά, σκοτεινά νερά της αδιαφορίας. Το παιδί σώθηκε και χαρούμενο με τα άλλα παιδιά πήγαν να χαδέψουν, να αγγίξουν το αλογάκι με αυτήν τους την απαράμιλλη παιδική τους τρυφερότητα. Οι υπόλοιποι του χωριού, όπως και τα ζωντανά τους γύρισαν επιτακτικά και ανέκφραστα στις δουλείες τους. Τότε το αλογάκι κατάλαβε βαθιά μέσα του πως βρήκε τον τόπο που θα ήθελε να μείνει, όχι με τους χωριανούς, αλλά κοντά σε αυτά τα παιδιά.

Και όπως σε κάθε παραμύθι, έτσι και εδώ , με τη μαγεία που το κάθε παραμύθι φέρει μέσα του, το αλογάκι μεταμορφώθηκε σε ένα μικρό λούτρινο παιχνίδι και πήγε και στάθηκε ακριβώς πάνω από την καμπάνα για να ατενίζει από εκεί ψηλά τους μικρούς του φίλους όταν θα χρειαστούν βοήθεια σε κάποιον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσουν. Ο μύθος μάλιστα λέει πως ο Θεός το έβαλε εκεί για βοήθεια όλων , από την αγάπη που είχε για τους ανθρώπους. Και όπως ο ά-γιος είναι πάνω από τη γη, έτσι και το ά-λογο ήταν πάνω από την ψυχρή λογική των ανθρώπων…και όταν ηχούσε η καμπάνα ακούγονταν σαν τεριρέμ αγάπης και άδολης βοήθειας μονάχα στις καρδιές των ανθρώπων. Γιατί όταν πραγματικά αγαπάς, τότε το κάνεις με έναν αιώνιο τρόπο….

 

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Ακατάκτητη χώρα η μνήμη της ψυχής...


 

Υπάρχουν φορές που βολευόμαστε στις προσευχές μας λες και έτσι διώχνουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Υπάρχουν φορές που βολευόμαστε στις προσευχές μας λες και βάζουμε σε μικρές αγγελίες τη συγχώρεση σε τιμή ευκαιρίας προς πώληση. Μα όχι για να μας συγχωρήσουν , αλλά μόνο για να δώσουμε άφεση αμαρτιών … εμείς. Απόψε στις προσευχές θα παίξει το προσεχές των κενών ζωών μας…Συγχώρα με Θεέ μου. Απόψε στην χώρα την ακατάκτητη που λέγεται μνήμη της ψυχής θα ανάψω και εγώ το κερί μου μπας και με φωτίσω, από μέσα προς τα έξω…και θα συλλογιστώ πως όταν η ανάγκη μου γίνει η αναπνοή μου, τότε μονάχα θα δω πως θα εισπνέω και πως θα εκπνέω….για να αντέξω.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Ο Οκτώβρης που δεν χωρούσε "μη"...


 

...και να θυμάστε ο Οκτώβρης είναι  όπως τα παιδιά...δεν χωρά και δεν θέλει κανένα "μη" να του επιβληθεί...θέλει την ελευθερία του...ζητά να ανασαίνεις και μέσα σου και έξω σου...σε προσκαλεί να μπορείς να είσαι ευτυχισμένος ακόμα και τόσο όσο διαρκεί μια βροχή του...σου χαμογελά να είσαι η απάντηση σε κάτι σημαντικό στη ζωή...σου φωνάζει χωρίς "μη" να ζεις πάντα κάθε στιγμή σου, κάθε πράξη σου γιατί συμβαίνει δυο φορές και μέσα σου και έξω σου...ο Οκτώβρης είναι ένα παιδί που δεν χωρά κανένα "μη" μέσα του, είναι ένα παιδί που προσπαθεί με λαχτάρα να πηδήξει έξω από τον ίσκιο του που εμείς του δημιουργούμε και να γίνει όλο και περισσότερο οι δυνατότητες της ψυχής του...και εάν οι αμαρτίες σου άνθρωπε που προσδοκάς να έχουν άφεση αμαρτιών, στο παιδί σου οφείλεις πρώτα να εξομολογηθείς...ο Θεός ήδη σε έχει συγχωρέσει...οπότε από τούδε θα προσπαθήσω να είμαι ένας διαρκής Οκτώβρης και μέσα μου και έξω μου...να είμαι το παιδί που ξέχασα μπας και  αρχίσω να διεκδικώ την ελευθερία μου χωρίς επιβεβλημένα "μη" που τα βαπτίζουν φυσιολογικά....και να θυμάστε ο Οκτώβρης είναι το παιδί που πάντα θα θέλαμε να ήμασταν....

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Στο φως σου ξεδίπλωσε τους ίσκιους σου....



 

Για μια ζωή, για αυτήν ετοιμαζόμουν…γιε μου. Για αυτήν όπου εκεί όπου ζούμε…εκεί και ονειρευόμαστε. Χάρις σε εσένα. Ξέρεις γιε μου, υπάρχουν λέξεις που σε ματώνουν όχι από την κόψη τους, μα από τη λαβή τους. Όπως η λέξη «ίσκιος»…ίσκιος  στους φόβους μου…για εμένα…για εσένα…για την ανθρωπότητα. Καθώς όμως ο Χρόνος μας τον Ενεστώτα των ρημάτων και των πράξεών μας ξέρει να κλίνει, αναρωτιέμαι εάν μεγαλύτερη αξία έχει αυτό που μπορείς να δεις ή αυτό που δεν μπορείς να αντικρίσεις. Και εγώ θέλω να αντικρίσω τους ίσκιους μου…αυτούς τους ύπουλους, τους φοβιστικούς, τους αφοριστικούς, τους υποφερτούς ή μη…..να τους αντικρίσω.

Και ύστερα θυμώνω και δειλιάζω. Και ύστερα θυμώνω και ελπίζω. Που είναι ο ίσκιος σου Θεέ μου; Συγχώρα με…μα μόνο έτσι τα μέσα μου θα βρουν την γλυκαπαντοχή μιας σωτήριας ηρεμίας. Και Συ, απλά και στωικά μου δείχνεις την ώρα μου. Ακριβώς 12. Όπου ο κοντός δείκτης –εγώ- άνω θρώσκει και σε συναντά Θεέ μου, συναντά τον δικό Σου μεγάλο δείκτη. Και τότε καταλαβαίνω πως ο καθένας μας έχει την δικιά του ώρα. Και τότε καταλαίνω πως τότε μόνο, ακριβώς στις 12, μπορώ να δω τον ίσκιο μου κατάματα. Την δύναμη του, την αδυναμία του…την όψη του επάνω μου. Τελικά ίσως και να μη με φόβιζε ο ίσκιος μου. Μα το φως μου περισσότερο…γιατί προϋποθέτει ελευθερία, αγάπη και ευθύνη.

Ξέρω πως τούτες οι λέξεις που ακούγονται από εμένα γιε μου…δεν τις καταλαβαίνεις, μα τις νιώθεις. Πώς αλλιώς να εξηγήσω το χαμόγελό σου, να τώρα δα! Πώς αλλιώς να εξηγήσω το σώμα σου, την κίνησή σου, την έγνοια σου …για εμένα. Λικνίζεσαι πέρα-δώθε στην κούνια, πέρα-δώθε στην αγκαλιά του ουρανού. Και εκεί που παρατηρώ τον φευγαλέο σου ίσκιο που δημιουργείται από το φως…ξάφνου εσύ τον ξεδιπλώνεις, τον ανοίγεις, τον αντιμετωπίζεις στις σωστές του διαστάσεις και απλά αφήνεις ένα «πέρα-δώθε» σου στη κούνια, να παίξει μαζί του ως κάτι φυσιολογικό….Λες και το «πέρα» είναι να επιστρέφεις εκεί που ονειρεύτηκες και το «δώθε» να συναντήσεις τον αληθινό σου εαυτό.

Το γέρμα της κάθε μέρας της ζωής μας γιε μου, καταλαγιάζει και ξαποσταίνει σε λίγα πράγματα…στα εξομολογητικές σιωπές, στα λυτρωτικά αγγίγματα, σε βλέμματα γιομάτες λέξεις έτοιμες να ταξιδέψουν το νόημά τους αντίκρυ…σε εσένα. Σε ευχαριστούμε γιε μου που μας έμαθες να ξεδιπλώνουμε τους ίσκιους μας …(η μαμά σου, ο μπαμπάς σου).

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Η Παναγία και οι καραμέλες ραντεβού...



 

Υπάρχουν φορές στη ζωή που οι κοντινοί καιροί, μοιάζουν με τους πολύ μακρινούς. Υπάρχουν φορές που εκεί που ζεις…εκεί και ονειρεύεσαι. Κάπως έτσι νοιώθω κάθε φορά τον Δεκαπενταύγουστο. Κάπως έτσι νιώθω …όταν θυμάμαι από μικρό παιδί το συναπάντημά μου το πνευματικό, με τη Μητέρα μου, την Παναγία. Γιατί η Μητέρα μου, η Μητέρα μας και στα σκοτεινά και στα φωτεινά το ίδιο μας αγαπά και μας στέργει.

Σήμερα η ψυχή μου, άρχισε να θυμάται, λες και ήθελε να βρω το δρόμο μου. Η σημερινή μέρα, η μέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, είναι κάθε φορά για εμένα σαν ένα δάκρυ που κρατιέται μέσα στην ψυχή μου. Και θέλω με αυτό το δάκρυ χαράς και θλίψης…να επιπλεύσω στον Ουρανό, μαζί της. Μα η ίδια μου χαμογελά και με στοργή με ακουμπά στο γενέθλιο τόπο της ψυχής μου. Εκεί στα παιδικά μου χρόνια, εκεί που η σχέση μου μαζί της άρχισε μέσα από μια λιχουδιά. Τι δεν με πιστεύετε; Όλοι οι άνθρωποι γεννιόμαστε μέσα στη μαγεία, απλά μας την αφαιρούνε όσο μεγαλώνουμε. Και έτσι δεν ζούμε απλά, δεν ζούμε γενναιόδωρα. Είχα ευτυχώς όμως την ευλογία τότε μικρός, μπόμπιρας που ήμουν να ζήσω-και να κρατήσω μέσα μου έως τώρα-μια ιστορία γλυκιά κυριολεκτικά και μοναδική.

Στις αρχές κάθε καλοκαιριού που λέτε, εγώ, η περιέργειά μου και η λαιμαργία μου για γλυκό έδιναν ραντεβού στο χωριό…με τις «καραμέλες ραντεβού». Ξέρετε αυτές τις ολοστρόγγυλες ροζ καραμέλες, πασπαλισμένες ζάχαρη…κάτι σαν το δικό μου πλανήτη και εγώ ο μικρός λαίμαργος πρίγκηπας. Περιζήτητες καραμέλες στις παλιές εποχές οι παστίλιες ραντεβού, καθώς τότε οι άνθρωποι τις αγόραζαν πριν συναντήσουν το ταίρι τους για να αρωματίσουν την αναπνοή τους. Όλα λοιπόν άρχισαν με μια μου παιδική απορία και ένα ενήλικο ψέμα. Κάθε Κυριακή που γύριζε ο παππούς από την εκκλησία, έψαχνα σαν ερασιτέχνης κλεφτράκος τις τσέπες του σακακιού του για δύο πράγματα. Το κομπολόι του για να παίξω και καμιά δραχμή, πεντάδραχμο, δεκάδραχμο για να πάρω το απόγευμα κανένα γαριδάκι. Ώσπου μια μέρα ψάχνοντας, κρατώ στα χέρια μου ένα σακουλάκι με αυτές τις καραμέλες. Κάτι σαν «Αποκάλυψη». Τις γεύτηκα…και τότε ήταν που κυριολεκτικά επέπλεα στον ουρανό. Οι καραμέλες ραντεβού για εμένα ήταν σαν τα σπίτια, όπως οι ζωές μας θέλουν συγκατοίκηση σε αυτά, έτσι και στο στόμα μου, ο ουρανίσκος μου, δηλαδή ο ουρανός μου, ήθελε συγκατοίκηση με μια τέτοια καραμέλα. Χρόνια ολάκερα μετά κατάλαβα πως η Παναγία «συνωμότησε» για αυτό το πνευματικό ραντεβού …που ξεκίνησε με γλύκα και με ζάχαρη.

Όταν βέβαια, παιδί μικρό τότε,έμαθα ότι αυτές οι λιχουδιές λεγόντουσαν «καραμέλες ραντεβού», τότε αναρωτήθηκα. Με ποια έχει ραντεβού ο παππούς στην εκκλησία; Αφού έχει τη γιαγιά στη ζωή του. Έτσι και εγώ άλλο που δεν ήθελα. Βάλθηκα να σώσω τη σχέση τους από την άγνωστη αυτή γυναίκα που έβγαινε κρυφά ο παππούς μου και παράλληλα να δίνω ευχαρίστηση στον εαυτό μου με αυτή τη λιχουδιά. Έτσι κάθε φορά που γύριζε ο παππούς από την εκκλησία πήγαινα κρυφά, επιτελώντας βεβαίως ιερό σκοπό, και έπαιρνα όλες τις καραμέλες. Και όπως λέει και ο σοφός λαός  ¨ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται¨, ε εγώ χάρηκα δυο τρεις Κυριακές. Με κάνανε τσακωτό. Και να σου το μάλωμα ότι θα χαλάσουν τα δόντια μου και να σου οι απειλές ότι δεν θα μου πάρουν κανένα παιχνίδι στο πανηγύρι….εγώ εκεί ακλόνητος…πιστός να σώσω το γάμο τους και να γλυκάνω το στόμα μου.

Μέχρι που μπήκανε τα μεγάλα μέσα. Η Παναγία. Και ότι ο παππούς μάζευε τελικά αυτές τις «καραμέλες ραντεβού» και τις έβαζε σε ένα βαζάκι μέχρι να γεμίσει και πριν το Δεκαπενταύγουστο μάλιστα  έπρεπε,  γιατί λεγόταν πως μόνο έτσι θα μπορούσε κάποιος να είχε ¨ραντεβού¨ μαζί της και να την παρακαλέσει, να προσευχηθεί σε αυτήν να προσέχει τους ανθρώπους που αγαπά. Οπότε μεταπείστηκα πως ο παππούς τελικά δεν τις έτρωγε τις καραμέλες για να συναντήσει κάποια, αλλά το έκανε για όλους εμάς που μας αγαπά και μας νοιάζεται. Κάπως έτσι που λέτε μεγάλωσα με τη γλυκιά αποταμίευση αυτής της ανάμνησης, όπου αντί να τρώω τις καραμέλες από την τσέπη του παππού μου, τις άφηνα  για να μπορέσει ο παππούς να έχει ραντεβού κάθε Δεκαπενταύγουστο μαζί της , όπου εκεί θα της έλεγε τα καλύτερα για τα εγγόνια του.

Σε λίγες ώρες ξημερώνει η μεγάλη γιορτή της Παναγιάς μας. Σε λίγες ώρες η Αγάπη ξεκινά από εκεί που τελειώνουν οι λέξεις που προσπάθησαν να την περιγράψουν…δηλαδή από μια «καραμέλα ραντεβού» για εμένα έως την αγάπη της Μητέρας μας για όλα τα παιδιά της. Να μας διδάξει πως η συγχώρεση είναι το ανάστημά μας. Να μας ψιθυρίσει πως σωζόμαστε όταν σώζουμε. Ότι για να πιάσεις τα όνειρά σου, πρέπει πρώτα να ρίξεις το δίχτυ της πίστης και της προσπάθειας. Γιατί η Αγάπη είναι ακάθεκτη όπως και οι μνήμες μας. Γιατί οι προσευχές μας μπορούν να γίνουν τα δίκαιά μας. Γιατί ο χώρος που έχουμε στην καρδιά μας δεν έχει έκταση, ποτέ δεν θα μπορέσει να χωρέσει σε μονάδες μέτρησης. Γιατί τα θαύματα δεν θέλουν θαυμαστές, μονάχα πιστούς. Γιατί τα τραύματα του καθενός μας είναι οι ρυτίδες των θαυμάτων του. Γιατί στην απλή ζωή βρίσκεται το κρυμμένο νόημά της. Γιατί…γιατί…θα σου πω κάτι αληθινό που ποτέ δε συνέβη στα ψέματα…Παναγία μου Μεγαλόχαρη, Μητέρα μου, που στέργεις σε κάθε μου φόβο, σε κάθε μου αδυναμία, σε κάθε τραύμα μου…να ξέρεις και πως τούτο το καλοκαίρι σιγά σιγά μάζευα στο βάζο μου αυτές τις ροζ καραμέλες για εσένα, για να έχω ένα ¨ραντεβού¨ μαζί σου για να μοιραστώ και να σου εμπιστευτώ τις άφωνες σκέψεις μου. Και εάν καμιά φορά από λαχτάρα έφαγα καμιά, συγχώρα με, παιδί ήμουν και είμαι…

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Το άπαξ, ο άβαξ και ο μικρός Σπύρος...



 

Μια φορά και κανέναν καιρό, σε μια πραγματικότητα που στα παραμύθια δεν χωρά, ζούσαν οι Ενήλικες Λογικές. Δυνατές, κυρίαρχες, απόλυτες, άσπλαχνες. Αυτές που λέτε οι Ενήλικες Λογικές όριζαν τον κόσμο με νόμους χωρίς ηθική και δικαιοσύνη χωρίς αλληλεγγύη.  Τα πιο δυνατά τους όπλα ήταν ο Άπαξ και ο Άβαξ. Άπαξ και αποφάσιζαν κάτι, τότε πάραυτα πήγαιναν και το υλοποιούσαν σε έναν πολυκαιρισμένο Άβακα. Tην μια πλευρά του τη θετική, την είχε έρημη, γυμνή και άδεια. Ήταν η πλευρά της πρόσθεσης. Tην άλλη πλευρά την αρνητική, την πλευρά της αφαίρεσης, ήταν στοιβαγμένα από χρόνους κάθε τι καλό, όμορφο, τρυφερό που είχαν οι άνθρωποι στις ζωές τους , που σιγά σιγά σάπιζαν όλο και περισσότερο και γινόντουσαν μούχλα φόβων. Εκεί λοιπόν που λέτε οι Ενήλικες Λογικές αφαιρούσαν από κάθε άνθρωπο τα ωραία του συναισθήματα, τις σημαντικές μνήμες του, τις αγκαλιές του και τις συγχωρέσεις . Και έτσι ακριβώς ο καιρός περνούσε …άπαξ. Άπαξ αφαιρέσεις το χαμόγελο από έναν άνθρωπο θα τον κάνεις θλιμμένο. Άπαξ και αφαιρέσεις το άγγιγμα από έναν άνθρωπο θα τον κάνεις σκληρό. Άπαξ αφαιρέσεις τα όνειρα από τον άνθρωπο θα τον κάνεις άτομο, μονάδα…ελέγξιμη και χειραγωγούμενη. Άπαξ και αφαιρέσεις τα βλέμματα από έναν άνθρωπο δεν θα έχει να απαγκιάσει πουθενά η ελπίδα. Και όλα αυτά γίνονταν σε αυτόν τον άβακα που ήταν γεμάτος καταθέσεις από την λεία των Ενήλικων Λογικών μόνο στην αρνητική πλευρά του. Στο όνομα δήθεν μιας ευδαιμονίας που σου παρείχε δύναμη, εξουσία και έλεγχο. Και κάπως έτσι οι άνθρωποι έβλεπαν μόνον αυτά που τους προετοίμαζαν για να δουν.

Μια φορά και κανέναν καιρό, σε μια πραγματικότητα που και στα παραμύθια χωρά, αλλά και στη ζωή τελικά, υπήρχε ένα μικρό αγόρι, ο Σπύρος. Αυτό το αγόρι που λέτε σεργιάνιζε με την περιέργειά του, ρωτούσε με τη φαντασία του, αγκάλιαζε με το ένστικτό του, χαμογελούσε με την επιμονή του και χρωμάτιζε το ασπρόμαυρο, στεγνό περιβάλλον που ζούσε με τις χρωματιστές κιμωλίες του, δίνοντας την αρχέγονη ουσία σε πράγματα, τοπία δρόμους, χρόνους και ζωές. Κάτι σαν συλλέκτης στιγμών, ιδιαίτερα εκείνων που ποτέ δεν μπόρεσαν να εκβάλλουν σε καμιά αιωνιότητα που τα συναισθήματα γεννούν στους ανθρώπους κανονικά. Για το μικρό Σπύρο ζωή δεν ήταν αυτά που ζούσαν οι άνθρωποι, αλλά αυτά που θα μπορούσαν να ζήσουν ακόμη. Και κάπως έτσι επιδέξια , κρυφά στο τσίγκινο κουτί του, που κουβαλούσε στο δισάκι της ψυχής του, κρατούσε τις παιδικές του ανησυχίες και ελπίδες , ώστε να ακούγονται σαν το κουνούσε για να του δίνει αυτός ο ήχος κουράγιο να συνεχίσει.

Μια φορά και έναν καιρό σε μια πραγματικότητα που δεν υπάρχουν δύσκολες συλλαβές για να ειπωθούν από καρδιάς, αλλά δύσκολα νοήματα σε φοβισμένες εκδόσεις, οι άνθρωποι που γινόντουσαν άτομα υπό τις διαταγές των Ενήλικων Λογικών…κατέληγαν σε ανάσες . Στην εκπνοή των χρόνων τους σιγά σιγά μεταμορφωνόντουσαν σε διοξείδιο του άνθρακα και δηλητηριάζανε τις ζωές τους. Γινόντουσαν λέξεις που δεν ειπώθηκαν  και συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν. Κυλούσε έτσι ο καιρός με την άπαξ αρχή και τον άβαξ που μετρούσε αυτές τις αρχές …χωρίς καμία προσδοκία τέλους.

Σε αυτόν τον καιρό που λέτε, ως κλέφτης πολύτιμων στιγμών, ο μικρός Σπύρος τρύπωνε στις ασπρόμαυρες ζωές των ανθρώπων και άφηνε στον καθένα ένα κομμάτι χρωματιστή κιμωλία, για να χρωματίσουν τα κενά τους και όλα αυτά που τους είχαν αφαιρέσει με βία και είχαν καταντήσει οι ζωές τους στυγνές, υπολογισμένες, με συνέπεια σε φόβους και εξαρτήσεις…δια άπαξ. Μα ο ρόλος και η χρησιμότητα του άβακα που έχει ο καθένας στη ζωή του είναι για να διεγείρει την παρατήρηση, να γαργαλήσει τη μνήμη, να γλυκάνει την αυτοπεποίθηση, να του χορτάσει τη συγκέντρωση και να του ξεπροβάλλει τη δημιουργικότητα. Με αυτό το λυτρωτικό μοίρασμα του μικρού Σπύρου με τις χρωματιστές κιμωλίες, η πραγματικότητα για πρώτη φορά ταρακουνήθηκε συθέμελα. Εκεί στην πόρτα κάθε σπιτιού ο μικρός Σπύρος μαζί με ένα κομμάτι χρωματιστής κιμωλίας έγραφε τη λέξη «αγαπώ». Ήταν η πρώτη λέξη που αντίκριζαν οι άνθρωποι στην αυγή της μέρας τους, στην ανατολή του χρόνου τους και σιγά σιγά συνειδητοποιούσαν πως αυτή η λέξη είχε αρχή και τέλος, είχε ολοκλήρωση νοήματος, πληρότητα συναισθήματος…έχει το ¨α¨ και το ¨ω¨ στην αλφάβητο της ζωής τους , που με αυτήν διάβαζαν τον κόσμο από την αρχή ξανά. Άρχισαν να καταλαβαίνουν πως ίσως θα μπορούσαν να γίνουν οι εαυτοί τους. Αυτή η εκδοχή ενός εαυτού που πάντοτε υπήρχε και που τους ωθούσε να μην αγωνίζονται να επικρατήσουν ως οι πιο δυνατοί, αλλά ως οι πιο δίκαιοι και αληθινοί.

Μια φορά και ένα καιρό ήταν οι επιλογές μας, στην πραγματικότητα…που μας καθόρισαν. Στις επιλογές τους αυτές τα άτομα ξαναγίνονταν άνθρωποι, γίνονταν  χρόνοι που πέρασαν και χρόνοι που θα έρθουν. Γίνονταν χαρά που μοσχοβολούσε όνειρα και πεθυμιές. Και ο καθένας σήκωνε και χρωμάτιζε στον άβακα της ζωής του εκείνες τις μπίλιες, τα γεγονότα, τις ευκαιρίες, τις συγγνώμες, τις παραδοχές, τα γέλια, τους πόνους, τις μνήμες και το παιδί που πάντα είχαν μέσα τους, αλλά το ξέχναγαν σε μια ασιτία χρόνου, που τώρα έπαιρνε ξανά τα ηνία και γέμιζε αυτή τη φορά τη θετική πλευρά του άβακα. Έτσι όλοι μαζί ταυτόχρονα, από λίγο , από πολύ, από τόλμη, από απόγνωση από ανάγκη, από αγάπη….Τόσο που οι Ενήλικες Λογικές δεν ξέραν ποιους να καταστείλουν πρώτους, ποιους να χειραγωγήσουν πρώτους…με ποιους να αναμετρηθούν. Τόσο που Ενήλικες Λογικές έχασαν από αδυναμία πλέον τα κεφαλαία γράμματά τους και η Αρχή (εξουσία) τους, έγινε μια απλά αρχή…με συγκεκριμένο πλέον  τέλος για αυτές.

Στο τέλος τούτου του παραμυθιού ο μικρός Σπύρος με την ά-τιμη (χωρίς τιμή) αγάπη του, την αξόδευτη, αφού καμιά αγάπη ποτέ δεν ξοδεύεται, δεν τελειώνει, αλλά και με τις χρωματιστές του κιμωλίες μπόρεσε και κατόρθωσε να δείξει στους ενήλικες ανθρώπους να μην ξοδεύουν σπάταλά το «πολύ» και να ζητιανεύουν στο τέλος για ένα «λίγο» και να αρχίσουν να απιστούν στο συμφέρον  τους μπας και συναισθανθούν το διπλανό τους.

 

Επιμύθιο: Άνθρωπε να γεννιέσαι ξανά και ξανά σε ένα ανήλικο παραμύθι. Άνθρωπε η αγάπη κλίνεται μόνο στη δοτική. Γιατί η αγάπη διακρίνει, χωρίς να διαιρεί, δεν απορροφά , ούτε καταργεί. Η αγάπη είναι σαν τους αιώνες που γεννιούνται στην κάθε μέρα σου, γιατί αιώνια  είναι αυτά που αγαπάς. Οπότε μην γίνεσαι πιστός στην απουσία σου στις ζωές των δικών σου ανθρώπων. Αγάπα χωρίς προσδοκία όπως τα παιδιά. Αγάπα χωρίς προϋπόθεση όπως ο μικρός Σπύρος στο δικό σου παραμύθι. Και σαν σε ρωτήσουν οι ενήλικες λογικές σου…

«-Έκανες ταμείο και σήμερα με τον άβακα που σου δώσαμε;»

Απάντησέ τους…

«-Ναι και βγήκα έλλειμμα…σε φόβους, σε δειλίες , σε εγωισμούς, σε εξουσίες».

Ίσως τότε νιώσεις τον πλούτο, που απλόχερα τα μικρά παιδιά μέσα τους έχουν…

Το πεζοδρόμιο...που έγινε παιζω-δρόμιο...


 

Κι αν στις συντριβές μετριούνται πλέον οι συνειδήσεις μας…

Κι αν πνιγόμαστε στους προσδοκώμενους φόβους μας που τους βαπτίσαμε πεθυμιές…

Κι αν τα βλέμματα μας γίνηκαν ανείπωτες λέξεις επειδή δειλιάσαμε…

Κι αν οι ενοχές μας που τρων τα μέσα μας, μεταβάλλονται σε λογικούς λογισμούς…

Κι αν στην έμμηνο ρύση των αντοχών μας οι φόβοι αρμέγουν το χρόνο μας…

Κάνε το πεζοδρόμιο των δυσκολιών σου…παιζω-δρόμιο, πότισε με το χαμόγελο που σου απέμεινε, χαρίσου στο τελευταίο όνειρό σου, οδηγήσου από αυτό που νιώθεις και όχι αποκλειστικά από αυτό που μόνο ζεις…και θα δεις και πως στα πιο σκληρά, άνυδρα μέρη θα φυτρώσει ζωή που θα σου χαρίσει το οξυγόνο της και θα σου θυμίσει πως μόνο η αγάπη είναι πιο ικανή από οποιαδήποτε αμαρτία του ανθρώπου ..γιατί στο κάτω-κάτω αυτό που κρύβεις, αυτό σε φανερώνει στο τέλος…

Το αλογάκι και η καμπάνα...

Μια φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή στις μέρες μας, ζούσε ένα αλογάκι, όμορφο, αδάμαστο, ανένταχτο σε χαλινάρια και σαμάρια. Έτρεχε στους λόγ...