Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Η αισιοδοξία μιας αλήθειας...


 

Οι λάτρεις των βιβλίων μιας δυστοπικής πραγματικότητας, μπορούν πλέον δυστυχώς αντί να αναγνώσουν αυτά τα βιβλία, μπορούν να «διαβάζουν» με περισσή ευκολία και να ερμηνεύουν μάλιστα την πραγματικότητα την οποία ζούμε σήμερα. Έτσι δεν είναι; Πώς αλλιώς οι πολλαπλές δυνατότητες επιλογής, με χαρακτήρα καθαρά υπερκαταναλωτισμού, μπορούν να καταπνίξουν πολλά σημαντικά στη ζωή μας, όπως την αισιοδοξία, την ελπίδα, την ολιγάρκεια και την επίγνωση των ορίων μας; Πώς η κάθε είδους εξουσία μεγάλη ή μικρή δεν τα πάει καλά με τη μνήμη μας; Φίλες, φίλοι μου κακά τα ψέματα…γνώση που είναι ξεκομμένη από την πράξη, δεν είναι γνώση. Δυστυχώς πλέον ο μοναδικός τρόπος διαφυγής μας είναι ένα «αν». Καθώς πλέον φορτώνουμε το 24ωρο μας με ανούσια θελήματα και ζούμε στο άγχος ενός Ενεστώτα που κατέληξε τετελεσμένος. Σιγά-σιγά και επιτηδευμένα χάνεται και η μνήμη μας και η ικανότητα μας να αναγνωρίζουμε και να ορίζουμε ακόμα και εμάς τους ίδιους και συνυπάρχουμε πλέον σε χρόνους που ανακυκλώνουν υπερβολές και ψευδαισθήσεις.

Άνθρωπε σε μια εποχή που μοιάζει να απωθεί τις αλήθειες της, μη φοβάσαι το θάνατο. Να φοβάσαι τη ζωή εκείνη που δεν προλαβαίνεις να βελτιώσεις πριν το θάνατό σου. Ειδάλλως θα προσπαθούμε να εξασφαλίζουμε αυταπάτες και να ζούμε μέσα από αυτές και να αφήνουμε στις λιγοστές, πονόψυχες επετείους μας να μας θυμίζουν τις ανοιχτές πληγές μας ή την αμνησία μας. Ευτυχώς θα πω εγώ, η επόμενη γενιά θα μας κρίνει από την αντίδραση που είχε η δικιά μας γενιά απέναντι στο φόβο και πως τον αντιμετωπίσαμε. Αλήθεια με τι ταΐζει  η δικιά μας γενιά τη δική μας ψυχική ακινησία; Με τι αναπληρώνει τις απώλειές της; Ποιός ο ρόλος των ανεπαρκειών στη ζωή μας;

 Στο αληθοτόπι του τώρα γινόμαστε κουρασμένα κύματα, που δεν αντέχουμε να φτάσουμε ούτε καν στα όρια των ακτών μας. Μπας και σωθούμε. Ξεψυχάμε…Στο αληθοτόπι του χθες γίναμε καλοταϊσμένα οικόσιτα ζώα, που όσο πιο χορτάτα είναι, τόσο πιο νωθρά και αδιάφορα γίνονται. Στο αληθοτόπι του μέλλοντος μας απέμεινε μια καρδιά γεμάτη με φλεγμονές φόβων και μια κηδεμονία έτοιμων απαντήσεων. Ώρα λοιπόν να δούμε στο αληθοτόπι της ψυχής μας! Μπας και σταματήσουμε να ζούμε στην τυραννία του περιττού. Μπας και σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε τον συνάνθρωπό μας από το θάνατό του, αλλά από τη ζωή του. Η αλήθεια όσο σκληρή και να είναι, πάντα σου αποταμιεύει χρόνο και ψυχικά αποθέματα βοηθώντας μας να ξέρουμε ποιοι είμαστε, ποιες φωνές αντηχούμε και να ξέρουμε πόσοι είμαστε. Η αισιοδοξία μιας αλήθειας αυτό είναι…να αγωνίζεσαι, να κερδίζεις, να χάνεις, να ζεις…Αλήθεια που συνιστά το είναι σου και σε διεκδικεί….

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Η αλήθεια μιας λέξης κρύβει μέσα της και την αθανασία της...


 

Υπάρχουν λέξεις στη ζωή που άλλοτε τις διαβρώνεις και άλλοτε σε διαβρώνουν. Υπάρχουν λέξεις στη ζωή που σε μπερδεύουν με τις νοηματικές τους ερμηνείες, λες και εμείς οι άνθρωποι αυτές περιμέναμε για να έχουμε άλλοθι στις ήδη μπερδεμένες ζωές μας. Για εμένα η λέξη αυτή ήταν το σίδερο. Άλλοτε προστατευτικά, όπως στη νηπιακή μου ηλικία, που προσπαθούσα να τρουπώσω το κεφάλι μου στα σιδερένια κάγκελα του μπαλκονιού για να δω τι συμβαίνει στον έξω κόσμο. Άλλοτε στοργικά, σαν έβλεπα τη μάνα μου να σιδερώνει τα καλά μου ρούχα εν όψει μια εορτής. Άλλοτε ψυχαγωγικά εν είδει τραγουδιού «Και σίδερα μασάει ο Κουταλιανός». Και πότε απελευθερωτικά, όταν έφηβος πλέον σκαρφάλωνα τα σιδερένια κάγκελα του σχολείου και χυνόμουν σαν αγρίμι με μια μπάλα, έτοιμος να ταυτιστώ με ιδρώτα, με τρεξίματα, με γρατσουνιές με έπαθλο τη νίκη.

 Από τότε πέρασε χρόνος…συμπαγής, αραιός, σφαλερός, αινιγματικός, μα πάντα επιδοτούμενος. Κάπως έτσι τον νιώθω σαν επιδοτεί τη λέξη «σίδερο», με την πιο άυλη μορφή της σε μια τελεσίδικη πραγματικότητα. Να νιώθω, να νιώθουμε, φυλακισμένοι πίσω από τα σίδερα μια φυλακής που εμείς δημιουργήσαμε, αγνοώντας υποτιμητικά πως η πόρτα αυτής, είναι απλά κλειστή και όχι κλειδωμένη. Λες και η λέξη «σίδερο» μπορεί να ανακρίνει το χρόνο μου, να με κάνει να μαρτυρήσω. Τι άραγε; Λες και η λέξη «σίδερο» άκοπα, άσκοπα τόσα χρόνια έχει στοιχειώσει φόβους, ελπίδες, συναισθήματα.

Κι όμως μέσα της η λέξη αυτή κυοφορεί την πιο παρηγορητική ευχή… «σιδερένιος, σιδερένιος από εδώ και πέρα», ευχόμαστε ο ένας στον άλλον όταν ξεπερνάμε συνήθως κάποιο πρόβλημα υγείας. Νομίζω πως ποτέ ολότελα δε θα μπορέσω να αναμετρηθώ με αυτή τη λέξη. Απεναντίας, φοβόμουν μήπως κάποια μέρα μου ζητήσει το λόγο που την εκστομίζω χωρίς την αξία της. Χωρίς να επακολουθεί ένα μου συγγνώμη. Και τότε συνειδητοποιώ πως η αλήθεια μιας λέξης κρύβει μέσα της και την αθανασία της. Όπως και η λέξη «σίδερο». Από την «Εποχή του Σιδήρου»…έως την σκουριά που άφηκα να εμφανιστεί σε αυτά τα κάγκελα που μπόμπιρας έχωνα το κεφάλι μου για να ανακαλύψω τον έξω κόσμο. Που στηριζόμουν και προστατευόμουν από αυτά. Κάτι σαν όρια και όρους που η λέξη αυτή μου επέβαλλε.

Υπάρχουν λέξεις στη ζωή που άλλοτε τις διαβρώνεις και άλλοτε σε διαβρώνουν. Όπως το σίδερο. Μόνο που και στις δυο περιπτώσεις, ο δικός σου χρόνος μέσα στον Χρόνο, είναι η αιτία που θα γίνει μια οριστική διάβρωση, ή ένα γυαλόχαρτο που  θα του δώσει ξανά αξία και χρηστικότητα. Αρκεί η ζωή μου να τρακάρει με την αλήθεια αυτής της λέξης. Έστω και με τη σκουριά της. Σε αυτήν την παλινδρόμηση της μνήμης μου απόψε, σε αυτή την αθέλητη ειλικρίνειά μου, το σίδερο για εμένα θα είναι πάντα αυτή η νοηματική γλυκοπαντοχή των παιδικών μου χρόνων.

 

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Το νήμα που έγινε νάμα...

Μία φορά και κανέναν καιρό, ζούσε μια γιαγιά…που κατά κάποιον τρόπο ήταν, είναι και θα είναι η γιαγιά όλων μας. Το όνομά της , Μνήμη. Αυτή η γιαγιά που λέτε στο αέναο τώρα του χρόνου του καθενός μας, έπλεκε με δυο κουβάρια κλωστές. Με μια λευκή και με μια μαύρη. Πότε με τις μεγάλες τις βελόνες στις μασχάλες της, πότε με το βελονάκι στα ακροδάχτυλα του χρόνου της. Αναλόγως με τις αναμνήσεις που συγκρατούσε ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Στο διάβα του χρόνου του. Χρόνος όπως λέμε τόπος και τρόπος για τον καθέναν μέσα μας. Η μαύρη κουβαρίστρα έδινε την κλωστή της, το νήμα της ίσια, ευθύβολα, σαν μια ισοπεδωτική ευθεία όπου τίποτα το αναπάντεχο δε συνέβαινε. Ως μια ατέρμονα απαισιόδοξη κλωστή, κάτι σαν την γραμμή που δείχνει το καρδιογράφημα σαν η καρδιά μας παύει να χτυπά για εμάς.

 

Η άλλη κουβαρίστρα έδινε το νήμα της ολόλευκο. Από τα χαμηλά της στα ψηλά της. Εκεί που παρά τα όποια προβλήματα, παρά τις επίμονους πόνους και τις διχασμένες απώλειες, το νήμα τραβούσε ίσα με τον ουρανό, εκεί που τα όνειρα κατοικούν. Και  πλέκονταν και μπλέκονταν με τα σύννεφα, μέχρι και αυτά να πάρουν την μοίρα μιας βροχής λυτρωτικής πάνω μας, μπας και μας ξεπλύνουν από τις ένοχες δειλίες μας και τους ανυπόταχτους φόβους μας.

 

Βέβαια υπήρχαν και εκείνοι οι χρόνοι, οι προσωπικοί, που οι κλωστές έβαζαν τρικλοποδιά η μια στην άλλη. Και τα κουβάρια αντί να ξετυλίγονταν , μετατρέπονταν σε μια μπερδεμένη μπάλα, λαβύρινθος, όπου καμιά ανάμνηση μέσα μας δεν έβρισκε  την αξία της, την πραγμάτωση της, τη διδαχή της…την αγάπη.

 

Θα μου πείτε…γιατί σκοπός των αναμνήσεών μας είναι να βρούμε την αγάπη; Νομίζω πως ναι…Μόνο μέσα από την αυτογνωσία της αγάπης, ο καθένας μας θα βρει το κουράγιο να μπορεί να συγχωρεί και να πάει παρακάτω. Πρώτα τον εαυτό μας και ύστερα τον συνάνθρωπό μας. Μόνο έτσι η μνήμη δεν θα γίνει μνήμα, αλλά το νήμα θα γίνει νάμα. Νάμα που ράβουμε τις σοφές πληγές μας, γιατί είναι δικές μας. Να βάζουμε για να ράψουμε το κουμπί της υπομονής και της μπόρεσης σε κάθε όνειρό μας. Να μαντάρουμε τις δειλίες μας με θάρρος. Νήμα όπως νάμα σοφίας…καθαρό, ατόφιο…από την πηγή μας.

 

Τελικά οι μνήμες σε αθωώνουν ή σε καταδικάζουν;……με ρωτά ο εαυτός μου. Δεν ξέρω…μπορεί και τα δύο. Μα το θέμα δεν είναι η αθώωση ή η έκτιση των «ποινών» μας. Το θέμα είναι το αποτύπωμα που αφήνουν μέσα στο χρονοντούλαπο της ψυχής σου.

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μια αιώνια γιαγιά. Που τη λέγαν, Μνήμη. Συλλογική, ατομική, ιστορική, πνευματική, συναισθηματική, υλική, πονετική, δουλική, συμφεροντολογική, εγωιστική, αλληλέγγυα, επουλωτική, καρδιακή….παιδική. Κάποτε το νήμα των ζωών μας θα τελειώσει. Μα η  αιώνια γιαγιά Μνήμη θα συνεχίσει να πλέκει…μνήμες που θα μείνουν κληροδότημα στις επόμενες γενιές. Γιατί μνήμη , όπως χρόνος. Χρόνος όπως τόπος και τρόπος που έχουμε μέσα μας και αφήνει τα ίχνη του ο χρόνος αυτός προς τα έξω. Και εάν η μνήμη ήταν ρολόι, δεν θα είχε δείχτες. Παρά μονάχα δυο κλωστές που θα έδειχναν το που είμαστε και τι κάνουμε. Θα είχε το νήμα και το νάμα. Ας πλέξουμε με το νήμα και το νάμα που έχει ο καθένας μέσα του ρούχα ζέσης, αγκαλιάς, θαλπωρής κατανόησης, σεβασμού, ελευθερίας και συγχώρεσης. Ρούχα πίστης μιας μνήμης που ξέρει να κερδίζει χάνοντας ενίοτε. Που ξέρει να παίρνει…δίνοντας πρώτα. Να σωματοποιείται σε ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα…μια ανάσα. Ειδάλλως θα έχουμε διάρκειες στις ανεπάρκειές μας και θα απωθούμε τις μελαγχολίες μας χωρίς να τις πενθούμε. Ειδάλλως θα ζούμε στα πωλητήρια των αναμνήσεών μας και θα στοιβαζόμαστε ως απουσίες στις παρουσίες των ανθρώπων που νοιαζόμαστε.

 

Μια φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή τώρα, ζούσε μια αιώνια γιαγιά….Η Μνήμη μας. Και με το νήμα που έγινε νάμα κόπιαζε στοργικά και καρτερικά, αγκομαχούσε να μας «πλέξει» για να είμαστε έτοιμοι πάντα και ας μην γνωρίζουμε το πότε και το γιατί.

 

…..αλλά είπαμε πως όλο αυτό είναι ένα παραμύθι….έτσι δεν είναι; Ή μήπως όχι;

 

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Η σκιά είναι η μελαγχολία του φωτός...


 

       Δεν είμαι συχνά έντιμος με τις αναμνήσεις μου…Κάμποσες φορές, μου δημιουργώ σκιές…όπως τότε στα καλοκαίρια μας, στο χωριό μας στην Καρδίτσα. Πρωταγωνιστές , εγώ, η αδελφή μου η Ειρήνη και η λάμπα στο παλιό δωμάτιο. Δημοτικό πηγαίναμε ακόμη και οι δυο μας. Βρίσκαμε τότε δραπέτευση στις διακοπές μας, από την ζέστη του Αυγούστου, ξαπλώνοντας χάμω σε μια κουρελού και εκεί κατά το απόβραδο, με τη φαντασία μας σκηνοθέτη, πρωταγωνιστούσαμε με τη λάμπα στο ταβάνι. Γύρω γύρω από τη λάμπα, υπήρχε το φόρεμά της. Στο σχήμα συνήθως μας ομπρέλας ή ενός διάτρητου αλεξίπτωτου. Τότε στα χωριά, οι γιαγιάδες, καλή η ώρα όπως η αγαπημένη μας γιαγιά Βούλα, έπλεκε με το βελονάκι της το σχέδιο που ήθελε να δώσει στο πλεκτό της, το βούταγε καλά -καλά σε ζαχαρόνερο και μετά αφού είχε επιλέξει ένα σκεύος-μαγειρικό συνήθως-με στρογγυλό τελείωμα, το γύριζε ανάποδα και εκεί επάνω έβαζε το μουσκεμένο πλεκτό και το έβγαζε έξω στον ήλιο για 2-3 μέρες να στεγνώσει καλά…να κοκκαλώσει. Και ύστερα με αυτό ντύνονταν η λάμπας ως άλλη γυναίκα αναγεννησιακής εποχής. Με το που άναβε, μας χάριζε μέσα από το διάτρητο πλεκτό της, σκιές στο ταβάνι ανυπέρβλητης ομορφιάς και ονειράτων. Και εγώ με την αδελφή μου, άλλοτε ως πεταλούδες μικρές, άλλοτε ως έντομα νυχτόβια, πετάγαμε και πετάγαμε γύρω από το φως. Προσγειωνόμασταν σε αυτόν τον παράξενο και λαμπερό πλανήτη που έμοιαζε σαν δίχτυ ενίοτε, σαν απόχη, που έπιανε φαντασία και όνειρο, γέλια και απόκαμα, ιστορίες και μυστήρια.

       Δεν είμαι συχνά έντιμος με τις αναμνήσεις μου…γεννήθηκα ανυπόμονος για αυτές…μπας και μου επιτραπεί παρήγορα ότι ο θάνατος θα καθυστερήσει. Μα το βελόνι πλέον τώρα έχει απομείνει ορφανό από τα χέρια της γιαγιάς μου. Και εγώ κάθε καλοκαίρι βλέποντας το φως και τις σκιές αυτής της λάμπας στο παλιό δωμάτιο, φεύγω όλο και πιο δύσκολα από τη σκιά του εαυτού μου. Πιστεύω πως τελικά σκιά και φως, συζούν αρμονικά. Σαν ένα κέρμα με δυο όψεις. Σαν η σκιά να είναι η προέκταση του φωτός κατά κάποιο τρόπο και τούμπαλιν. Καλύτερα σκιά, παρά σκοτάδι. Γιατί με τη σκιά θα έχω το φως για σκηνοθέτη στη ζωή μου. Όλο το φως του κόσμου για εμένα χωρά σε εκείνη τη λάμπα, που με άφηνε να ταξιδεύω στον πλανήτη με τις σκιές….Γιατί τι άλλο είναι η σκιά παρά η μελαγχολία ενός φωτός;

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Έχεις δώσει ποτέ χρόνο στο χρόνο σου;

Έχεις αφήσει ποτέ το χρόνο να κυριαρχήσει στις σκέψεις σου;…τούτο αναρωτήθηκα απόψε το βράδυ, λίγες ώρες πριν την παραμονή Χριστουγέννων. Λίγο πριν ο καθείς μας κάνει τον απολογισμό του και για τούτη τη χρονιά που πέρασε. Χρόνος όπως ένα άγγιγμα, ένα συναίσθημα, ένα φόβο…μια γέννηση. Είτε ως Ιστορία, είτε ως ματαιότητα. Και οι μάχες που έδωσες τι απέγιναν; Εάν έδωσες…Σε αυτές που σου απέμειναν πιστές τουλάχιστον-για αυτές τις λιγοστές μα τίμιες μάχες- να μπαίνεις με κουράγιο, είτε κερδίζεις, είτε χάνεις…αυτά να είναι τα προσωρινά σου και το κουράγιο σου να είναι η μονιμότητά σου. Γιατί σε κάθε κουρ-άγιο γεννιέται πάντα και κάθε άγιο. Όπως ακριβώς η γέννηση του Θεανθρώπου…μια γέννηση, ένα θαύμα που μας έδειξε στοργικά μα και λυτρωτικά πως μονάχα εκεί που η Αγάπη μας βρίσκει ανήκουμε…μονάχα εκεί…πουθενά αλλού. Μας δίδαξε πώς να δίνουμε τα πάντα από τον εσώτερο Εαυτό μας, ακόμα και στο ελάχιστο που θέλουμε να κάνουμε. Αυτή είναι η ευτυχία της Αγάπης. Είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου, τη ζωή σου, τον συνάνθρωπό σου…είναι ένα ευλογημένο «πως» και όχι τι και πόσα θα πετύχεις.

Έχεις δώσει ποτέ χρόνο στον χρόνο σου; Πως γίνεται αυτό; Με καπετάνιο την Αγάπη. Τέτοια ανυπέρβλητη, λυτρωτική μας έδωσε η γέννηση του Θεανθρώπου μας. Γιατί μας δώρισε τη δυνατότητα να γεννηθούμε με την επιλογή να είμαστε αυτό που θέλει η ψυχή μας. Γιατί…μια ανοιχτή καρδιά θέλει ο άνθρωπος για να ζεσταθεί. Τίποτα άλλο.

Σε τι νούμερο φοράς τα όνειρά σου; Και σε τι την πραγματικότητά σου; Μου αποκρίνεσαι: « Δεν είμαι έτοιμος να απαντήσω»….ποτέ δεν θα είσαι έτοιμος φίλε μου, ποτέ. Μονάχα αφέσου τούτα τα Χριστούγεννα στην αγάπη που μας εμφύσησε ο Ιησούς Χριστός μας. Που μας αγαπά χωρίς προσδοκίες. Όλους. Που μας αγαπά χωρίς καμία διάκριση, χωρίς καμία διαίρεση, χωρίς καμία απορρόφηση, χωρίς καμία κατάργηση. Μας αγαπά σαν  έναν αιώνα που γεννιέται κάθε μέρα. Η αγάπη Του είναι η ρίζα από όπου μεγαλώνουν όλες μας οι διαστάσεις.

Καμιά αλλαγή μέσα μας , άρα και έξω μας δεν γίνεται χωρίς πόνο. Ειδάλλως δεν υπάρχει μεταμόρφωση. Ο κόσμος  μέσα σου, ο κόσμος γύρω σου υπάρχει και θα υπάρχει στο βαθμό που τον μοιράζεσαι. Χριστούγεννα σημαίνει να χαρίζεις χωρίς δυσκολία ό,τι αγαπάς. Ο Ιησούς Χριστός μας , μας χάρισε το Φως Του, χαρίζοντας τη ζωή Του…

Μέρες που οι ψίθυροι, μας κατακλύζουν χωρίς να ακούγονται. Μέρες που διψούν την ισορροπία μας, μέσα από τις αλλαγές μας. Μέρες που καλημερίζουν τα αγέννητά μας. Άνθρωπε ο χρόνος είναι για να είσαι….Μα πάντα, στο αποστράγγισμα της κάθε μέρας νιώσε πως η αγάπη είναι η κατάλληλη στιγμή που ανήκει στο «για πάντα» και «δια πάντα» Η αγάπη είναι ο άτμητος χρόνος μας. Γιατί χωρίς αγάπη γίνεσαι παρελθόν και ψέμα.

Αρχίζει και σκοτεινιάζει….ο ουρανός ανάβει τα άστρα του ως θυμίαμα για τις ζωές μας και εγώ ξάφνου νιώθω ένα ζεσταμένο κερί που φωτίζει τις ρωγμές του και κατανοώ ότι οι άνθρωποι φτιάχνουν την Ιστορία, οι ζωές μας. Και ότι πρέπει τούτες τις μέρες να δούμε  με ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας και τα άξια και τα ανάξια. Ο Ηράκλειτος λέει ότι ο Θεός ούτε κρύβει, ούτε φανερώνει, αλλά σημαίνει. Στο δικό σου φως δες τι «σημαίνεις» στα σκοτάδια των γύρω σου. Αυτό είναι Χριστούγεννα. Αυτό είναι αγάπη…

Όσο για εμένα, τούτο το απόβραδο…παραμονή Χριστουγέννων, αφήνω για μια μονάχα φορά το παιδί μέσα μου, να μου κάνει την τελευταία του ερώτηση και για τον φετινό χρόνο που κοντοζυγώνει στο τελείωμά του….. «Όταν γεννιέσαι είναι για πάντα;»….Σκύβω το κεφάλι μου με αμηχανία και ανημποριά και αφήνω το βλέμμα μου να βρει απάγκιο στη φάτνη ….και σε ένα παλιό «Αλφαβητάριον». Για να διαβάσω ξανά από την αρχή, ως μικρό παιδί πως το «αγαπώ» του Θεανθρώπου μας με τη γέννηση Του, είναι το ίδιο «Αλφαβητάριον» της ζωής ολάκερης…καθώς περιέχει όλα τα γράμματά της από το ¨α¨ ως και το ¨ω¨. Τούτο το απόβραδο μονάχα το παιδί μέσα μου θέλω να είμαι. Γιατί τα παιδιά δεν κατοικούν στον χρόνο…είναι ο Χρόνος.

                                          Ευλογημένη Χριστού-γέννηση μέσα μας.

 

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Επιθυμία= χ επί θυμάμαι


 

    Στον κόσμο της επιθυμίας , όχι ως μια βιολογική αντανακλαστική παρότρυνση, αλλά ως κατανόηση έννοιας και επιλογής, βαπτίστηκα από τον θείο και νονό μου Ναπολέοντα και από την προπαίδεια του δημοτικού. Και εξηγούμαι. Ο θείος μου, λάτρης της αρχαίας και νεοελληνικής γλώσσας και εξαίρετος γνώστης της, κάθε φορά που συναντούσα μια καινούργια λέξη και τον ρωτούσα για την έννοιά της…μου αράδιαζε με στόμφο μα και με πείραγμα την ετυμολογία της και παραδείγματά της. Μόνο που στην συγκεκριμένη λέξη, αυτή της «επιθυμίας», έκανε της ετυμολογία της και το παράδειγμά της ως εξής, για να με πειράξει και να σκουντήσει τα μέσα μου….Επιθυμία= Χ επί τον θυμό. Και εκεί γίνονταν το μπέρδεμα στην κούτρα μου…

-«Άγγελε πόσο κάνει 3 επί 5;

-«15!» αναφωνούσα εύκολα και γρήγορα

-«Ωραία, πόσο κάνει θέληση επί θυμό;»

-«Εεεε, δεν ξέρω» και έξυνα την κεφάλα μου. «Εσύ θείε ξέρεις;»

-«Όχι», μου έλεγε, «δεν ξέρω για εσένα , αλλά για εμένα. Αυτός ο πολλαπλασιασμός είναι προσωπική υπόθεση. Όσο μεγαλώνεις, τόσο θα την μαθαίνεις αυτή την συγκεκριμένη προπαίδεια».

    Και είχε δίκιο. Τα χρόνια πέρασαν, κάποια από αυτά μαζί με τον θείο μου. Τώρα που το συλλογίζομαι, κάθε φορά που «τσουπ» φυτρώνει και ανθίζει μέσα μου μια επιθυμία, θυμάμαι εκείνο το καλαμπούρι του. Υπάρχουν φορές μάλιστα, που πίνω στην υγειά των επιθυμιών που δεν διάλεξα. Ούτως ή άλλως είμαστε και οι επιθυμίες μας που διαλέξαμε μα και αυτές που δε διαλέξαμε. Γιατί άλλοτε κατανοούσα την ολότητα μιας επιθυμίας που με κυοφορούσε ως ένα «επί» της καρδιάς μου, που είναι πολύ βαθύτερο και άλλοτε ως ένα «επί» του θυμού για αυτά που δεν μπόρεσα να κάνω. Δεν ξέρω, κάποιες φορές αναρωτιέμαι εάν επιλέγουμε εμείς τις επιθυμίες μας ή αυτές εμάς.

    Στις ζωές μας υπάρχουν πεθυμιές που μας ακούνε, πριν καν τις ξεστομίσουμε. Στωικά κινούνται με ένα τικ τακ στους χτύπους των καρδιών μας. Σήμερα λέω να μαζέψω τα δώρα της ημέρας μου μέσα από αυτές τις βαθύτερες επιθυμίες και όχι τις επίπλαστες και με το δισάκι μου στον ώμο να πορευτώ σε μνήμες ενσαρκωμένες σε επιθυμίες…όπως τότε που ήμουν στο δημοτικό.

    Καμιά φορά ξέρεις η επιθυμία είναι το αίνιγμα ενός κόσμου, του κόσμου σου, που χάθηκε γιατί δεν της έδωσες χώρο, χρόνο και πνοή. Το σίγουρο είναι για εμένα πάντως πως και εγώ με τη σειρά μου έχω δημιουργήσει τη δικιά μου προπαίδεια  της επιθυμίας, με φαντασία και χιούμορ, όπου το επιθυμία ισούται με το «επί» + «θυμάμαι»…και το χρησιμοποιώ ως ένα παιδικό ξυπνητήρι στην κάθε μου μέρα. Η επιθυμία μπορεί καμιά φορά να είναι ακατανόητη στο νου, μα πάντα κατανοητή στην καρδιά…

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Το αλογάκι και η καμπάνα...

Μια φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή στις μέρες μας, ζούσε ένα αλογάκι, όμορφο, αδάμαστο, ανένταχτο σε χαλινάρια και σαμάρια. Έτρεχε στους λόγγους και στους αγρούς και οι σκέψεις του παραδίδονταν πότε στον αγέρα, πότε στον ήλιο, πότε στη γη. Τα συναισθήματα του διαβατάρικα σαν τα σύννεφα, το ταξίδευαν παντού…και πουθενά. Το αλογάκι βέβαια , λόγω του χαρακτήρα του αυτού, ήταν μονάχο. Δεν είχε το δικό του κοπάδι-οικογένεια. Το είχαν αποκλείσει ως ταραχοποιό, ως ανυπάκουο σε διαταγές και προσταγές. Η μοναδική «προσταγή» που άκουγε ήταν η ελευθερία του, η ελευθερία της ψυχής του. Οπότε υπήρχαν φορές που ήταν ολομόναχο και στενοχωρημένο και μελαγχολικό. Αυτές όμως οι συναισθηματικές του πληγές ταυτόχρονα ήταν και η πυξίδα του για θέληση, μπόρεση για ζωή. Χλιμίντριζε και χαμογελούσε σε οποιονδήποτε περνούσε στο διάβα του. ‘Άλλοτε σηκώνονταν με θέρμη στα δυο του πίσω πόδια ψηλά για να λουστεί την λιακάδα που η Μητέρα Φύση του πρόσφερε.

Μα αυτό δεν του ήταν αρκετό. Ζητούσε, ήθελε, έψαχνε τη συντροφιά. Οπότε μια μέρα σκέφτηκε να τιθασσεύσει έστω προσωρινά τις αλήθειες του και να χαλιναγωγήσει για λίγο την ελευθερία του, να καρφώσει πέταλα στα όνειρά του και να επισκεφτεί το πιο κοντινό χωριό. Περιδιαβαίνοντας που λέτε το χωριό, έβλεπε ανθρώπους σκυθρωπούς. Συναντούσε βλέμματα πονετικά μα και κάποια εντελώς διεκπεραιωτικά. Υπήρχαν φορές που χλιμίντριζε με ενθουσιασμό στα άλλα άλογα που ήταν στο μαντρί, μα αυτά είχαν σκυμμένες τις μουσούδες τους μόνο στο φαγί, στο σανό. Δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο. Παρά δουλειά και φαγί. Έτσι άλλωστε είχαν εκπαιδευτεί.

Μα σε μια στροφή που πήρε , άκουσε από κάπου μακριά κάποιες παιδικές φωνές. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν γέλια και χαχανητά, μα σαν σίμωσε πιο κοντά άκουσε πλέον ξεκάθαρα πως οι παιδικές αυτές φωνές φώναζαν για βοήθεια , αλλά κανένας από το χωριό δεν τους άκουγε. Κάλπασε που λέτε όσο πιο γοργά μπορούσε προς τα  παιδιά. Εκεί αντίκρισε ένα πηγάδι και παιδιά τριγύρω του που ζητούσαν βοήθεια. Κάποια παιδική ψυχή είχε πέσει μέσα στα σκοτάδια του βαθιού πηγαδιού και εκλιπαρούσε να βγει. Ουδείς όμως από το υπόλοιπο χωριό, από τα υπόλοιπα ζωντανά δεν το είχε προσέξει. Κοιτούσαν όλοι και όλα τη δουλειά τους, ψυχρά αδιάφορα, διεκπεραιωτικά. Τότε το αλογάκι μας με ένα γενναίο σάλτο πήδηξε  όσο πιο ψηλά  προς το καμπαναριό της εκκλησίας , που ήταν ακριβώς δίπλα, για να φτάσει την καμπάνα και να την χτυπήσει  όσο πιο δυνατά μπορούσε, για να ηχήσει σε όλο το χωριό! Και έτσι έγινε. Ο αγέρας το ανασήκωσε γρήγορα , ο ήλιος έκανε σκαλιά τις ηλιαχτίδες του και ο ουρανός του έδειξε τον ορίζοντα του για να μπορέσει να χτυπήσει την καμπάνα άμεσα και συμπαντικά. Και βέβαια δεν γινόταν να γίνει και αλλιώς. Μάρτυρες όλα τα παιδιά. Πρόστρεξαν τότε οι χωριανοί, ρίξανε σχοινί στο πηγάδι, το έδεσαν στο λαιμό του αλόγου για να τραβήξει γρήγορα το παιδί από το πηγάδι πριν πνιγεί από τα βαθιά, σκοτεινά νερά της αδιαφορίας. Το παιδί σώθηκε και χαρούμενο με τα άλλα παιδιά πήγαν να χαδέψουν, να αγγίξουν το αλογάκι με αυτήν τους την απαράμιλλη παιδική τους τρυφερότητα. Οι υπόλοιποι του χωριού, όπως και τα ζωντανά τους γύρισαν επιτακτικά και ανέκφραστα στις δουλείες τους. Τότε το αλογάκι κατάλαβε βαθιά μέσα του πως βρήκε τον τόπο που θα ήθελε να μείνει, όχι με τους χωριανούς, αλλά κοντά σε αυτά τα παιδιά.

Και όπως σε κάθε παραμύθι, έτσι και εδώ , με τη μαγεία που το κάθε παραμύθι φέρει μέσα του, το αλογάκι μεταμορφώθηκε σε ένα μικρό λούτρινο παιχνίδι και πήγε και στάθηκε ακριβώς πάνω από την καμπάνα για να ατενίζει από εκεί ψηλά τους μικρούς του φίλους όταν θα χρειαστούν βοήθεια σε κάποιον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσουν. Ο μύθος μάλιστα λέει πως ο Θεός το έβαλε εκεί για βοήθεια όλων , από την αγάπη που είχε για τους ανθρώπους. Και όπως ο ά-γιος είναι πάνω από τη γη, έτσι και το ά-λογο ήταν πάνω από την ψυχρή λογική των ανθρώπων…και όταν ηχούσε η καμπάνα ακούγονταν σαν τεριρέμ αγάπης και άδολης βοήθειας μονάχα στις καρδιές των ανθρώπων. Γιατί όταν πραγματικά αγαπάς, τότε το κάνεις με έναν αιώνιο τρόπο….

 

Η αισιοδοξία μιας αλήθειας...

  Οι λάτρεις των βιβλίων μιας δυστοπικής πραγματικότητας, μπορούν πλέον δυστυχώς αντί να αναγνώσουν αυτά τα βιβλία, μπορούν να «διαβάζουν» μ...