Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Άδεια η θέση...


 

Άδεια η θέση, καθώς προσπαθείς να ράψεις τους χρόνους σου-που το ρολόγι σου δείχνει-, με στρίφωμα ανυπομονησίας σε μια βαλίτσα με το ονοματεπώνυμο σου...μα κενή.

Άδεια η θέση σου, καθώς το γαζί των εμπειριών σου ξέφτισε στου ταξιδιού σου τη βαλίτσα και απλά απέμειναν στους δείχτες να σε δείχνουν ήδη δυο φορές...ανώφελα.

Άδεια η θέση σου, το ξυπνητήρι μαρμάρωσε, καθώς στη φόδρα της ζωής σου θέλεις να προβάρεις τις αλήθειες σου και άφηκες κενή των εμπειριών σου την αποσκευή....

Φωτογραφία προσεχώς από μια ζωή που έγινε ξένη, γιατί σταμάτησες να εκβάλλεις τις στιγμές σου στην αιωνιότητα.

Και να κάπου εκεί ανήσυχε διαβάτη, κοντοζυγώνεις με την πίστη σου, με το δισάκι σου γεμάτο με ένα δαγκωμένο φεγγάρι, με ένα ζεστό καρβέλι ήλιου, με με ελιά που λαδώνει ως νονά τις πεθυμιές σου και με μπουκιές μπόρεσης και δίψας...για να ξαποστάσεις στη θέση εκείνη, όπου ο χρόνος του ρολογιού δε θα μετρά το χρόνο, μα σαν χρονοφύλακας θα σιγοντάρει το τικ τακ της καρδιάς σου...και σε εσένα θα απομένει να περάσεις με άφθαρτη κλωστή τις αντοχές σου, τις υπομονές σου, τα αναφιλητά σου, τους καημούς σου, τους έρωτές σου, τα αγγίγματα σου...για ένα ταξίδι με μοναδική αποσκευή...την αγάπη.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Ραβόμαστε με αιτίες που γίνονται συνήθειες....


 

Παίρνοντας  το δρόμο της επιστροφής, με διακατείχε μια αίσθηση πως πολλές φορές στις ζωές μας μέσα από τις άγιες κολάσεις της καθημερινότητας μας, ραβόμαστε με αιτίες που γίνονται συνήθειες, τόσο μικρές και ορισμένες, μα συνάμα και τόσο φθαρτές και προσωπικές. Έχουμε πειστεί να αναγκαστούμε να επικοινωνούμε μόνο μέσα από μια μορφή “free to go” …για πού όμως άνθρωπε; Για ποια επικοινωνία, για ποια ελευθερία μιλάς; Εδώ δεν μπορούμε να ακούσουμε ούτε τη σιγή μας. Λες και ένα ψέμα, μας συστήνει την αλήθεια μας.

Σε αυτό το ορφανό βουητό του κέντρου της Αθήνας, αντίκρυ μου βλέπω άξαφνα, δυο φιγούρες ρομαντικές μέσα στο σκληρό ρεαλισμό της εποχής μας. Τους έβλεπα και τους θαύμαζα ως μια ιερή χορογραφία στιγμών, αγγιγμάτων, στην απουσία όρων και ορίων, καταμεσής στο κέντρο της πόλης που δεν αφομοιώνει…αλλά μας αφομοιώνει.

Σαν να προσπαθούσαν να συλλάβουν επ αυτοφόρω τον ήχο της δικιάς τους ύπαρξης. Λες και τούτη η νύχτα τίναζε την κούραση και έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά. Τούτες οι δυο δραπετεύουσες φιγούρες με έκαναν να αναρωτηθώ…τι άλλο είναι η μικρή ζωή μας, αν όχι αυτό το κυνήγι εκείνων των στιγμών που εκβάλλουν στην αιωνιότητα; Πάιρνω το δρόμο της επιστροφής…για τον εαυτό μου, νιώθωντας πως με πλεγμένα όνειρα θα με βγαλει πάλι ο ύπνος μου το πρωί…

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Ετοιματάξιδος πάντα να είσαι...


 

Σαν πολυκαιρισμένη εφημερίδα από τα άλλοτε του χρόνου μας...ο  ίδιος εαυτός, ο ίδιος άνθρωπος, κρατά το ίδιο μπαλόνι με τις ίδιες αναζητήσεις και τα ίδια ερωτήματα...."είναι ό,τι έχει ξεχάσει;". Όπως και εγώ τώρα δα...Υπάρχουν αυτές οι φορές στη ζωή σου που για να κατανοήσεις την ουσία και την αξία της .... οφείλεις να νιώσεις ως ναυαγός σε ένα ερημονήσι χρόνου και μνήμης, ως χαμένος αλλά όχι ηττημένος. ΄Ώστε το ένστικτο της ψυχής σου της ίδιας να σε οδηγήσει να δεις ποια είναι εκείνα τα άμεσα, τα αναγκαία αυτά που χρειάζεσαι να για "επιβιώσεις" σωματικά και πνευματικά...μπας και ξαναβρείς την αρχή σου, την αφετηρία σου, του που ήσουν και που είσαι. Να συλλογιέσαι τη ζωή σου σαν παιδί και πάλι σαν παιδί να αποφασίζεις για αυτήν, γιατί η αιωνιότητα εκβάλλει από την μνήμη εκείνη που είχαμε την αθωότητα και την αγνότητα ως παιδιά. Άνθρωπε μπορεί οι μνήμες κάπου κάπου να γέρνουν, μα ποτέ δεν γερνούν οι ίδιες. Για αυτό σου λέω που και που να θυμάσαι εμένα μέσα από εσένα...και εγώ το ίδιο θα κάμω να ξέρεις. Ο χρόνος μου, χρόνος σου, ο χρόνος μας πάντα σιγοτραγουδά τον αιώνιο σκοπό του, τη μνήμη του...για αυτό να ανοίγεις τις στιγμές σου σαν παραθυρόφυλλα στο μοίρασμα του κόσμου....Όσο για εμένα ελπίζω να συναντηθούμε εμείς οι άνθρωποι στην τελευταία σελίδα του παραμυθιού...εκεί που γράφεται το "ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα". Όσο για εμένα ελπίζω να πούμε κάποτε αντί του ενός κακού μύρια έπονται, να λέγαμε ενός καλού μύρια έπονται...Άνθρωπε προαυλίζονται ολάκερες οι ζωές μας στα θαύματα των Αγίων, δυστυχώς όμως ως φυλακισμένες που δεν τα αποδεχόμαστε και όχι ως παιδιά που τα απολαμβάνουν ως παιχνίδι... Ετοιμοτάξιδος πάντα να είσαι...γιατί οι ζωές δεν είναι σκοπός και προορισμός προπάντων και μονάχα, αλλά ταξίδια και αποκαλύψεις.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Το άρμα που γεννήθηκε από το μ-άρμα-ρο του...

 

Πρέπει να είναι αρμονικά όλα στις ζωές μας , ακόμα και στην καταστροφή; Αυτό διερωτήθηκα βλέποντας μια πληγωμένη μαρμάρινη ανάγλυφη αναπαράσταση του θεού Απόλλωνα, του θεού του ήλιου και της μουσικής. Ναι μεν ο ήλιος και η μουσική προδιαγράφουν τις αρμονικές ολοκληρώσεις που φέρουν μέσα τους…μα όμως αυτή η ανάγλυφη μισοκατεστραμμένη αναπαράσταση δείχνει ένα θεό λαβωμένο, πληγωμένο. Και τώρα εδώ ως θεατής και τοποτηρητής του χρόνου μου, παρατηρώ απέναντί μου το απόθεμα των θραυσμάτων του χρόνου πάνω σε ένα κομμάτι μάρμαρο. Ολόλευκο και αγνό ως προς τη πρόθεσή του, χαραγμένο επιτήδεια ως προς την αφήγησή του, λαξευμένο αρμονικά ως προς τη διδαχή του, μα απροκάλυπτα ταλαιπωρημένο και πληγωμένο ως προς το ταξίδι του στο χρόνο. Ένα κομμάτι μάρμαρο με σκαμμένες έγνοιες επάνω του, αναπαριστά το θεό που κουβαλάμε , μα ξεχάσαμε να είμαστε. Αναπαριστά την προστιθέμενη αξία που θέλουμε να έχουμε στις ζωές μας και όχι την αποδιδόμενη. Μα ο θεός Απόλλωνας σε τούτη τη ρωγμή του χρόνου, μού φανερώνει τα ολοφάνερα που δεν κοιτώ. Τι; Ότι μέσα σε μια κινητική ακινησία του αποκαλύπτει πως σε κάθε κομμάτι μαρμάρου υπάρχει και ένα άρμα. Το κυοφορεί άλλωστε και η ίδια η λέξη. Αυτός ανεβασμένος ήδη επάνω στο δικό του άρμα, μουσκεύεται από μουσική και στεγνώνει από ήλιο… Εάν κάτι με τσιγκλά, όταν αντικρίζω πλέον ένα κομμάτι μάρμαρο είναι ο παλμός της πέτρας αυτής, η σιωπή και η μιλιά που κουβαλά, περιμένοντας από εμένα, η σκέψη μου να γίνει η κίνηση μιας μνήμης πάνω στο δικό μου άρμα που να με κάνει λίγο αθάνατο μέσα στη θνητότητά μου…


Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Είμαστε οι ζωές που δεν ζήσαμε;

 


“Δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω”, σιγοψιθυρίζουμε στον εαυτό μας, ζωσμένοι, αλλά όχι σωσμένοι. Ζωσμένοι στην ανάγκη ή αιχμάλωτοι από τον πόθο της «επιτυχίας» και της «κοινωνικής καταξίωσης». Οι αλήθειες πλέον γίνονται δύσκολα αναγνωρίσιμες. Και εγώ μας ρωτώ, σε ποια γλώσσα αντικρίζεις και αντιγυρίζεις τα χρωστούμενα στο χρόνο σου? Σε ποια γλώσσα επικοινωνίας, χρόνου και συναισθήματος ξαποσταίνει η μνήμη σου? Ζούμε σε εποχές αμετουσίωτες. Αμετουσίωτη οργή, αμετουσίωτος πόνος, χωρίς διέξοδο για ανακούφιση, για συγχώρεση και αυτοσυγχώρεση. Χωρίς οι ιστορίες ζωής του καθενός μας να θέτουν τα αναγκαία, λυτρωτικά, πρωτότυπα ερωτήματά τους. Αλήθεια σε ρώτησα, σε ποια γλώσσα επικοινωνίας, χρόνου και συναισθήματος ξαποσταίνει η μνήμη σου?

Ζούμε εποχές φίλες και φίλοι μου που βομβαρδιζόμαστε με δελεαστικές διαφημίσεις που απλουστεύουν την πραγματικότητά μας , έως ότου την ακυρώσουν. Καλυπτόμαστε κάτω από τη ευμάρεια των δανεικών. Δανεικών συναισθημάτων, δανεικών ονείρων, δανεικών επιθυμιών, δανεικών φόβων, δανεικών χαμόγελων , δανεικών πόνων, δανεικών ευτυχιών. Τα δικά μας, τα ολότελα δικά μας που έχουν χαθεί ή ξεχαστεί? Ζούμε πλέον ως υπερκαταναλωτές των πάντων. Πρέπει όμως να θυμηθούμε και την ιδιότητα του πολίτη. Πρέπει να θυμηθούμε εμάς. Γιατί ειδάλλως μήπως είμαστε ό,τι έχουμε ξεχάσει? Ας αναλογιστούμε τι προέχει στη ζωή μας…σχέση ή χρήση? Να κατέχουμε ή να μοιραζόμαστε?

Και κάπως έτσι συνοδοιπόροι ζωής, πλάθουμε πλέον τον εαυτό μας καθ’ ομοίωσίν  της εικόνας και μόνο, καθώς η έγνοια μας είναι να σοκάρουμε και όχι να φανερώσουμε. Και κάπως έτσι η ζωή μας κυλάει σαν μια ροή αναμονών στο οθονικό μας σύμπαν και μόνο. Συνηθίσαμε να πιστεύουμε πως ο χρόνος είναι χρήμα και έτσι γίναμε τσιγκούνηδες με τους άλλους…σταματήσαμε να μοιραζόμαστε τον χρόνο μας μαζί τους. Έχουμε πλέον την ικανότητα όχι απλώς να ξεχνάμε, αλλά να θυμόμαστε επιλεκτικά. Γινήκαμε οι περισσότεροι από εμάς άνθρωποι σε καθεστώς πνευματικής οκνηρίας ή και πλήρους παραίτησης.

Γινήκαμε η πλειοψηφία των οθονανθρώπων. Μια επιβεβλημένη, καμουφλαρισμένη, δικτατορική «δημοκρατία» των οθονανθρώπων. Βλέπει, μιλάει η ζωή μας, που μια οθόνη τη γεμίζει, την αδειάζει, την τρομάζει. Βλέπουμε πολλά, στεκόμαστε σε λίγα. Μα ο «εχθρός» είναι μέσα μας και αυτό γιατί δεν έχουμε τη δύναμη και το συναίσθημα να πλησιάσουμε, να κατανοήσουμε, να συμπονέσουμε, να συνυπάρξουμε,να συγχωρήσουμε. Οι μέρες μας περνάνε σε έναν καταναγκασμό της επανάληψης…και οι λέξεις μας? Αχ αυτές οι λέξεις μας! Οι λέξεις μας τελικά κατάντησαν να είναι ό,τι κάνουμε και ό,τι τις ορίζουμε να κάνουν. Δεν είναι πλέον λέξεις σαν ξυπνητήρια μνήμης!

Μα καμιά φορά συνάνθρωπε στοχάσου πως ο χρόνος στις ζωές μας επιμηκύνεται όχι για να μας παρηγορήσει, αλλά και για να μας προετοιμάσει, γιατί οι κραυγές μας πλέον δε μετουσιώνονται σε διαμαρτυρίες, αλλά σε ανέξοδα και αδιέξοδα αναφιλητά. Γιατί δυστυχώς το είναι μας επικυρώνεται από το φαίνεσθαί μας. Γιατί κρατάμε πλέον αυτά που είναι κατεξοχήν για πέταμα. Γιατί ζούμε ως αμνήμονες και αγνώμονες. Γιατί η πληροφορία που καταιγιστικά δεχόμαστε άκριτα κάθε μέρα είναι μια «γνώση» δίχως σκέψη. Γιατί…είμαστε οι ζωές που δεν ζήσαμε?

Φίλες, φίλοι μου ας θυμηθούμε πως ό,τι ωραίο βλέπει κανείς γύρω του, το έχει και μέσα του. Ας μην ξεχνάμε πως μπορεί να έχουμε γίνει καλύτεροι στο να μιλάμε για το τι συμβαίνει, για όλα αυτά τα δεινά της ανθρωπότητας, δεν γίναμε όμως καλύτεροι στο να εμποδίσουμε να συμβεί. Ας μην λησμονήσουμε πως καταστρατηγούμε τα παιδιά μας να αποστηθίζουν πληροφορίες σε μια γλώσσα όπου οι έννοιες και οι αξίες έχουν χαθεί, έχουν εκμαυλιστεί. Ακόμα και οι πόνοι μας δε μπορούν να πουν τις αλήθειες τους. Και κάπως έτσι οι μέρες μας , οι μήνες μας , τα χρόνια μας κυλούν χωρίς σκοπό….γιατί δεν πηγαίνουμε κάπου, απλά προσπαθούμε να αποδράσουμε  από εκεί που τις περισσότερες φορές είμαστε.

Μα η ζωή δεν είναι να έχεις και να αποκτάς, αλλά να είσαι και να γίνεσαι. Πόσος χρόνος σου λείπει? Πόσο μνήμη? Άρα και η ευθύνη και η ελευθερία που αυτή η μνήμη φέρει μέσα της? Πόσο στριμώχνεσαι καθημερινά? Πόσο πύκνωση, πόσο συμπίεση, πόσο ταχύτητα να αντέξει η ζωή μας? Αυτές τις μέρες αποφάσισα να κάνω παρέλαση. Για έμενα. Για τα μέσα μου. Έκανα παρέλαση στις πορείες μου, στους φόβους μου, στις ελπίδες μου και πουθενά δεν με είδα να κρατώ τη σημαία μου. Καθώς υπήρξα εγκλωβισμένος μεταξύ φόβου και δικαιολογίας.

Μα αυτό που δεν χωράει σε στατιστικές είναι η ίδια η πραγματικότητα των ζωών μας. Γιατί όλα ανατρέπονται με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, αλλά πρέπει να αντέξουμε. Φίλες μου, φίλοι μου το όριο στις ζωές μας πρέπει να είναι οι μέγιστες δυνατότητες που ο καθένας μας φέρει μέσα του. Εάν θέλουμε να καταλάβουμε πραγματικά αυτά που ζούμε, οφείλουμε να αναλάβουμε και τις ευθύνες μας. Ειδάλλως δε θα ζούμε με επικοινωνία αλλά «επί της κοινωνίας». Ας συνειδητοποιήσουμε πως αυτό που χάθηκε δεν είναι το παρελθόν, αλλά η τωρινή αυθεντικότητα των στιγμών που ζούμε. Ας μη βιαζόμαστε να απογοητευτούμε, έρχονται χειρότερα, που ίσως δημιουργήσουν τα καλύτερα. Από εμάς εξαρτάται. Ας απολαύσουμε την ελευθερία μας μα και την ευθύνη των επιλογών της. Όποιες και να είναι αυτές . Καθώς ζούμε σε εποχές βίαιων αληθειών, μην ξεχνάμε πως η μνήμη μας, η μνήμη του καθενός μας, είναι η μοναδική μας πατρίδα…και με τα καλά της και με τα κακά της. Και να θυμόμαστε ότι το ποιοι είμαστε δεν αλλάζει, αλλάζει όμως αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε.

Άνθρωπε υπάρχει ένα εσωτερικό τοπίο μέσα μας, μέσα στον καθένα μας, μια γεωγραφία ψυχής, που περνάμε ολόκληρη τη ζωή μας αναζητώντας τα σύνορά του. Και αυτό γίνεται μονάχα εάν ζήσουμε τα ερωτήματά μας και εφόσον αγαπάμε…ώστε να καταλάβουμε τον εαυτό μας μέσα από τον συνάνθρωπό μας. Άνθρωπε, κατέχουμε πράγματα, ακόμα και ανθρώπους δυστυχώς, για να ξεχάσουμε ότι δεν κατέχουμε τον εαυτό μας και δεν ορίζουμε επουδενί την Ιστορία μας πλέον. Δεν αντέχουμε ούτε τη μνήμη, ούτε την κρίση. Σχεδόν παραιτηθήκαμε από την υποχρέωση της διαμαρτυρίας…απλώς προσπερνάμε. Απορροφημένοι από στόχους, στενόμυαλοι και άμεσα εξαργυρώσιμοι μονάχα σε ύλη. Έχουμε αναρωτηθεί όμως πως μας απέμεινε μονάχα η ηθική? Αυτός ο έλεγχος που μας δίνει η συνείδησή μας μπας και επιβιώσουμε. Έχουμε αναρωτηθεί πως τελικά μόνο το ψέμα ξεχνιέται? Λέμε ψέματα και μετά ξεχνάμε τι είπαμε. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια.

Ζούμε σε εποχές που η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, μας οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουμε τον κόσμο ως έχει. Καμία αλλαγή, καμία προσδοκία. Ζούμε σε εποχές που οι λέξεις μας είναι σαν τα νομίσματα. Μέσα από μια υπέρμετρη πληθωριστική χρήση τους, χάνεται και η πραγματική αξία του νοήματός τους και κάπως έτσι διαστρεβλώνουμε αυτό που μας συμβαίνει επειδή το φοβόμαστε. Ζούμε σε εποχές που απλά γινόμαστε επίπεδοι πίνακες ανακοινώσεων, γιατί λογοκρίνουμε τα συναισθήματά μας και τις αλήθειες μας και οδηγούμαστε στην ψευδαίσθηση ότι είμαστε ελεύθεροι. Μα η ελευθερία του να υπακούς, δεν είναι ελευθερία. Περνάει ο χρόνος μας με μια γερασμένη νοσταλγία να έχει απομείνει για να μας ανακαλέσει. Περνάει ο χρόνος μας, παγιδευμένοι ανάμεσα στο γενικό και στο ειδικό φόβο. Κάτι σαν φοβισμένοι πολιορκημένοι.  Περνάει ο χρόνος και εμείς μεγαλώνουμε και θεωρούμε τον Ενεστώτα ως σημείο τήξης ή πήξης των συμβάντων μας. Θα γυρίσουμε πότε να κοιτάξουμε τη γλώσσα και τα συναισθήματά μας? Αυτή και αυτά που εγκαταλείψαμε από τα παιδικά μας χρόνια? Αξίζουμε τις επιλογές μας? Και αυτές δικαιώνουν τις επιρροές μας?

Φίλες μου, φίλοι μου στη φυλακή της αυτολύπησης και της κατάθλιψής μας, οι μόνοι  δεσμοφύλακες είμαστε εμείς. Στη ζωή παίρνεις αυτό που διεκδικείς και όχι πάντα αυτό που αξίζεις. Οπότε ας κοιτάξουμε να δούμε τι δε μπορούμε, τι δεν προλάβαμε να κάνουμε και τι χρωστάμε στις επόμενες γενιές. Ας λαχταρήσουμε ένα ταξίδι στους μέσα τόπους μας. Τη ζωή πρέπει να την τιμήσουμε για να μας αποκαλυφθεί. Ας συνειδητοποιήσουμε πως εάν δε μπορούμε ή δε θέλουμε να είμαστε μέρος της λύσης όλων αυτών που ζούμε , ας μην είμαστε τουλάχιστον μέρος του προβλήματος. Ας στοχαστούμε πως οι λύσεις γεννιούνται, δε σερβίρονται. Ας κατανοήσουμε πως η μνήμη μας είναι η μαρτυρία και η προίκα μας. Η προσωπική μας αποσκευή, σε αυτό το ταξίδι που ορίζεται ως ζωή. Και πως μια καθαρή καρδιά είναι ότι πιο αντιεξουσιαστικό σε αυτά που ζούμε και δεχόμαστε αμαχητί στις μέρες μας. Ειδάλλως θα είμαστε ό,τι έχουμε ξεχάσει. Ένα ερωτηματικό στο τέλος αυτής της πρότασης μπορεί και να φέρει και τη λύτρωσή μας. Γιατί δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, μα δύσκολες ερωτήσεις που ο καθένας οφείλει να κάνει μέσα του. Το σημαντικό είναι να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε. Να στρεφόμαστε και να κοιτάζουμε και τον διπλανό μας όχι ως εμπόδιο, αλλά ως συνοδοιπόρο… Τότε θα έχει κερδηθεί κάτι μεγάλο. Ειδάλλως δεν θα είμαστε θεατές στη ζωή, αλλά το «άρτος και το θέαμα».


Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Η αισιοδοξία μιας αλήθειας...


 

Οι λάτρεις των βιβλίων μιας δυστοπικής πραγματικότητας, μπορούν πλέον δυστυχώς αντί να αναγνώσουν αυτά τα βιβλία, μπορούν να «διαβάζουν» με περισσή ευκολία και να ερμηνεύουν μάλιστα την πραγματικότητα την οποία ζούμε σήμερα. Έτσι δεν είναι; Πώς αλλιώς οι πολλαπλές δυνατότητες επιλογής, με χαρακτήρα καθαρά υπερκαταναλωτισμού, μπορούν να καταπνίξουν πολλά σημαντικά στη ζωή μας, όπως την αισιοδοξία, την ελπίδα, την ολιγάρκεια και την επίγνωση των ορίων μας; Πώς η κάθε είδους εξουσία μεγάλη ή μικρή δεν τα πάει καλά με τη μνήμη μας; Φίλες, φίλοι μου κακά τα ψέματα…γνώση που είναι ξεκομμένη από την πράξη, δεν είναι γνώση. Δυστυχώς πλέον ο μοναδικός τρόπος διαφυγής μας είναι ένα «αν». Καθώς πλέον φορτώνουμε το 24ωρο μας με ανούσια θελήματα και ζούμε στο άγχος ενός Ενεστώτα που κατέληξε τετελεσμένος. Σιγά-σιγά και επιτηδευμένα χάνεται και η μνήμη μας και η ικανότητα μας να αναγνωρίζουμε και να ορίζουμε ακόμα και εμάς τους ίδιους και συνυπάρχουμε πλέον σε χρόνους που ανακυκλώνουν υπερβολές και ψευδαισθήσεις.

Άνθρωπε σε μια εποχή που μοιάζει να απωθεί τις αλήθειες της, μη φοβάσαι το θάνατο. Να φοβάσαι τη ζωή εκείνη που δεν προλαβαίνεις να βελτιώσεις πριν το θάνατό σου. Ειδάλλως θα προσπαθούμε να εξασφαλίζουμε αυταπάτες και να ζούμε μέσα από αυτές και να αφήνουμε στις λιγοστές, πονόψυχες επετείους μας να μας θυμίζουν τις ανοιχτές πληγές μας ή την αμνησία μας. Ευτυχώς θα πω εγώ, η επόμενη γενιά θα μας κρίνει από την αντίδραση που είχε η δικιά μας γενιά απέναντι στο φόβο και πως τον αντιμετωπίσαμε. Αλήθεια με τι ταΐζει  η δικιά μας γενιά τη δική μας ψυχική ακινησία; Με τι αναπληρώνει τις απώλειές της; Ποιός ο ρόλος των ανεπαρκειών στη ζωή μας;

 Στο αληθοτόπι του τώρα γινόμαστε κουρασμένα κύματα, που δεν αντέχουμε να φτάσουμε ούτε καν στα όρια των ακτών μας. Μπας και σωθούμε. Ξεψυχάμε…Στο αληθοτόπι του χθες γίναμε καλοταϊσμένα οικόσιτα ζώα, που όσο πιο χορτάτα είναι, τόσο πιο νωθρά και αδιάφορα γίνονται. Στο αληθοτόπι του μέλλοντος μας απέμεινε μια καρδιά γεμάτη με φλεγμονές φόβων και μια κηδεμονία έτοιμων απαντήσεων. Ώρα λοιπόν να δούμε στο αληθοτόπι της ψυχής μας! Μπας και σταματήσουμε να ζούμε στην τυραννία του περιττού. Μπας και σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε τον συνάνθρωπό μας από το θάνατό του, αλλά από τη ζωή του. Η αλήθεια όσο σκληρή και να είναι, πάντα σου αποταμιεύει χρόνο και ψυχικά αποθέματα βοηθώντας μας να ξέρουμε ποιοι είμαστε, ποιες φωνές αντηχούμε και να ξέρουμε πόσοι είμαστε. Η αισιοδοξία μιας αλήθειας αυτό είναι…να αγωνίζεσαι, να κερδίζεις, να χάνεις, να ζεις…Αλήθεια που συνιστά το είναι σου και σε διεκδικεί….

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Η αλήθεια μιας λέξης κρύβει μέσα της και την αθανασία της...


 

Υπάρχουν λέξεις στη ζωή που άλλοτε τις διαβρώνεις και άλλοτε σε διαβρώνουν. Υπάρχουν λέξεις στη ζωή που σε μπερδεύουν με τις νοηματικές τους ερμηνείες, λες και εμείς οι άνθρωποι αυτές περιμέναμε για να έχουμε άλλοθι στις ήδη μπερδεμένες ζωές μας. Για εμένα η λέξη αυτή ήταν το σίδερο. Άλλοτε προστατευτικά, όπως στη νηπιακή μου ηλικία, που προσπαθούσα να τρουπώσω το κεφάλι μου στα σιδερένια κάγκελα του μπαλκονιού για να δω τι συμβαίνει στον έξω κόσμο. Άλλοτε στοργικά, σαν έβλεπα τη μάνα μου να σιδερώνει τα καλά μου ρούχα εν όψει μια εορτής. Άλλοτε ψυχαγωγικά εν είδει τραγουδιού «Και σίδερα μασάει ο Κουταλιανός». Και πότε απελευθερωτικά, όταν έφηβος πλέον σκαρφάλωνα τα σιδερένια κάγκελα του σχολείου και χυνόμουν σαν αγρίμι με μια μπάλα, έτοιμος να ταυτιστώ με ιδρώτα, με τρεξίματα, με γρατσουνιές με έπαθλο τη νίκη.

 Από τότε πέρασε χρόνος…συμπαγής, αραιός, σφαλερός, αινιγματικός, μα πάντα επιδοτούμενος. Κάπως έτσι τον νιώθω σαν επιδοτεί τη λέξη «σίδερο», με την πιο άυλη μορφή της σε μια τελεσίδικη πραγματικότητα. Να νιώθω, να νιώθουμε, φυλακισμένοι πίσω από τα σίδερα μια φυλακής που εμείς δημιουργήσαμε, αγνοώντας υποτιμητικά πως η πόρτα αυτής, είναι απλά κλειστή και όχι κλειδωμένη. Λες και η λέξη «σίδερο» μπορεί να ανακρίνει το χρόνο μου, να με κάνει να μαρτυρήσω. Τι άραγε; Λες και η λέξη «σίδερο» άκοπα, άσκοπα τόσα χρόνια έχει στοιχειώσει φόβους, ελπίδες, συναισθήματα.

Κι όμως μέσα της η λέξη αυτή κυοφορεί την πιο παρηγορητική ευχή… «σιδερένιος, σιδερένιος από εδώ και πέρα», ευχόμαστε ο ένας στον άλλον όταν ξεπερνάμε συνήθως κάποιο πρόβλημα υγείας. Νομίζω πως ποτέ ολότελα δε θα μπορέσω να αναμετρηθώ με αυτή τη λέξη. Απεναντίας, φοβόμουν μήπως κάποια μέρα μου ζητήσει το λόγο που την εκστομίζω χωρίς την αξία της. Χωρίς να επακολουθεί ένα μου συγγνώμη. Και τότε συνειδητοποιώ πως η αλήθεια μιας λέξης κρύβει μέσα της και την αθανασία της. Όπως και η λέξη «σίδερο». Από την «Εποχή του Σιδήρου»…έως την σκουριά που άφηκα να εμφανιστεί σε αυτά τα κάγκελα που μπόμπιρας έχωνα το κεφάλι μου για να ανακαλύψω τον έξω κόσμο. Που στηριζόμουν και προστατευόμουν από αυτά. Κάτι σαν όρια και όρους που η λέξη αυτή μου επέβαλλε.

Υπάρχουν λέξεις στη ζωή που άλλοτε τις διαβρώνεις και άλλοτε σε διαβρώνουν. Όπως το σίδερο. Μόνο που και στις δυο περιπτώσεις, ο δικός σου χρόνος μέσα στον Χρόνο, είναι η αιτία που θα γίνει μια οριστική διάβρωση, ή ένα γυαλόχαρτο που  θα του δώσει ξανά αξία και χρηστικότητα. Αρκεί η ζωή μου να τρακάρει με την αλήθεια αυτής της λέξης. Έστω και με τη σκουριά της. Σε αυτήν την παλινδρόμηση της μνήμης μου απόψε, σε αυτή την αθέλητη ειλικρίνειά μου, το σίδερο για εμένα θα είναι πάντα αυτή η νοηματική γλυκοπαντοχή των παιδικών μου χρόνων.

 

Άδεια η θέση...

  Άδεια η θέση, καθώς προσπαθείς να ράψεις τους χρόνους σου-που το ρολόγι σου δείχνει-, με στρίφωμα ανυπομονησίας σε μια βαλίτσα με το ονομα...