Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Το άρμα που γεννήθηκε από το μ-άρμα-ρο του...

 

Πρέπει να είναι αρμονικά όλα στις ζωές μας , ακόμα και στην καταστροφή; Αυτό διερωτήθηκα βλέποντας μια πληγωμένη μαρμάρινη ανάγλυφη αναπαράσταση του θεού Απόλλωνα, του θεού του ήλιου και της μουσικής. Ναι μεν ο ήλιος και η μουσική προδιαγράφουν τις αρμονικές ολοκληρώσεις που φέρουν μέσα τους…μα όμως αυτή η ανάγλυφη μισοκατεστραμμένη αναπαράσταση δείχνει ένα θεό λαβωμένο, πληγωμένο. Και τώρα εδώ ως θεατής και τοποτηρητής του χρόνου μου, παρατηρώ απέναντί μου το απόθεμα των θραυσμάτων του χρόνου πάνω σε ένα κομμάτι μάρμαρο. Ολόλευκο και αγνό ως προς τη πρόθεσή του, χαραγμένο επιτήδεια ως προς την αφήγησή του, λαξευμένο αρμονικά ως προς τη διδαχή του, μα απροκάλυπτα ταλαιπωρημένο και πληγωμένο ως προς το ταξίδι του στο χρόνο. Ένα κομμάτι μάρμαρο με σκαμμένες έγνοιες επάνω του, αναπαριστά το θεό που κουβαλάμε , μα ξεχάσαμε να είμαστε. Αναπαριστά την προστιθέμενη αξία που θέλουμε να έχουμε στις ζωές μας και όχι την αποδιδόμενη. Μα ο θεός Απόλλωνας σε τούτη τη ρωγμή του χρόνου, μού φανερώνει τα ολοφάνερα που δεν κοιτώ. Τι; Ότι μέσα σε μια κινητική ακινησία του αποκαλύπτει πως σε κάθε κομμάτι μαρμάρου υπάρχει και ένα άρμα. Το κυοφορεί άλλωστε και η ίδια η λέξη. Αυτός ανεβασμένος ήδη επάνω στο δικό του άρμα, μουσκεύεται από μουσική και στεγνώνει από ήλιο… Εάν κάτι με τσιγκλά, όταν αντικρίζω πλέον ένα κομμάτι μάρμαρο είναι ο παλμός της πέτρας αυτής, η σιωπή και η μιλιά που κουβαλά, περιμένοντας από εμένα, η σκέψη μου να γίνει η κίνηση μιας μνήμης πάνω στο δικό μου άρμα που να με κάνει λίγο αθάνατο μέσα στη θνητότητά μου…


Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Είμαστε οι ζωές που δεν ζήσαμε;

 


“Δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω”, σιγοψιθυρίζουμε στον εαυτό μας, ζωσμένοι, αλλά όχι σωσμένοι. Ζωσμένοι στην ανάγκη ή αιχμάλωτοι από τον πόθο της «επιτυχίας» και της «κοινωνικής καταξίωσης». Οι αλήθειες πλέον γίνονται δύσκολα αναγνωρίσιμες. Και εγώ μας ρωτώ, σε ποια γλώσσα αντικρίζεις και αντιγυρίζεις τα χρωστούμενα στο χρόνο σου? Σε ποια γλώσσα επικοινωνίας, χρόνου και συναισθήματος ξαποσταίνει η μνήμη σου? Ζούμε σε εποχές αμετουσίωτες. Αμετουσίωτη οργή, αμετουσίωτος πόνος, χωρίς διέξοδο για ανακούφιση, για συγχώρεση και αυτοσυγχώρεση. Χωρίς οι ιστορίες ζωής του καθενός μας να θέτουν τα αναγκαία, λυτρωτικά, πρωτότυπα ερωτήματά τους. Αλήθεια σε ρώτησα, σε ποια γλώσσα επικοινωνίας, χρόνου και συναισθήματος ξαποσταίνει η μνήμη σου?

Ζούμε εποχές φίλες και φίλοι μου που βομβαρδιζόμαστε με δελεαστικές διαφημίσεις που απλουστεύουν την πραγματικότητά μας , έως ότου την ακυρώσουν. Καλυπτόμαστε κάτω από τη ευμάρεια των δανεικών. Δανεικών συναισθημάτων, δανεικών ονείρων, δανεικών επιθυμιών, δανεικών φόβων, δανεικών χαμόγελων , δανεικών πόνων, δανεικών ευτυχιών. Τα δικά μας, τα ολότελα δικά μας που έχουν χαθεί ή ξεχαστεί? Ζούμε πλέον ως υπερκαταναλωτές των πάντων. Πρέπει όμως να θυμηθούμε και την ιδιότητα του πολίτη. Πρέπει να θυμηθούμε εμάς. Γιατί ειδάλλως μήπως είμαστε ό,τι έχουμε ξεχάσει? Ας αναλογιστούμε τι προέχει στη ζωή μας…σχέση ή χρήση? Να κατέχουμε ή να μοιραζόμαστε?

Και κάπως έτσι συνοδοιπόροι ζωής, πλάθουμε πλέον τον εαυτό μας καθ’ ομοίωσίν  της εικόνας και μόνο, καθώς η έγνοια μας είναι να σοκάρουμε και όχι να φανερώσουμε. Και κάπως έτσι η ζωή μας κυλάει σαν μια ροή αναμονών στο οθονικό μας σύμπαν και μόνο. Συνηθίσαμε να πιστεύουμε πως ο χρόνος είναι χρήμα και έτσι γίναμε τσιγκούνηδες με τους άλλους…σταματήσαμε να μοιραζόμαστε τον χρόνο μας μαζί τους. Έχουμε πλέον την ικανότητα όχι απλώς να ξεχνάμε, αλλά να θυμόμαστε επιλεκτικά. Γινήκαμε οι περισσότεροι από εμάς άνθρωποι σε καθεστώς πνευματικής οκνηρίας ή και πλήρους παραίτησης.

Γινήκαμε η πλειοψηφία των οθονανθρώπων. Μια επιβεβλημένη, καμουφλαρισμένη, δικτατορική «δημοκρατία» των οθονανθρώπων. Βλέπει, μιλάει η ζωή μας, που μια οθόνη τη γεμίζει, την αδειάζει, την τρομάζει. Βλέπουμε πολλά, στεκόμαστε σε λίγα. Μα ο «εχθρός» είναι μέσα μας και αυτό γιατί δεν έχουμε τη δύναμη και το συναίσθημα να πλησιάσουμε, να κατανοήσουμε, να συμπονέσουμε, να συνυπάρξουμε,να συγχωρήσουμε. Οι μέρες μας περνάνε σε έναν καταναγκασμό της επανάληψης…και οι λέξεις μας? Αχ αυτές οι λέξεις μας! Οι λέξεις μας τελικά κατάντησαν να είναι ό,τι κάνουμε και ό,τι τις ορίζουμε να κάνουν. Δεν είναι πλέον λέξεις σαν ξυπνητήρια μνήμης!

Μα καμιά φορά συνάνθρωπε στοχάσου πως ο χρόνος στις ζωές μας επιμηκύνεται όχι για να μας παρηγορήσει, αλλά και για να μας προετοιμάσει, γιατί οι κραυγές μας πλέον δε μετουσιώνονται σε διαμαρτυρίες, αλλά σε ανέξοδα και αδιέξοδα αναφιλητά. Γιατί δυστυχώς το είναι μας επικυρώνεται από το φαίνεσθαί μας. Γιατί κρατάμε πλέον αυτά που είναι κατεξοχήν για πέταμα. Γιατί ζούμε ως αμνήμονες και αγνώμονες. Γιατί η πληροφορία που καταιγιστικά δεχόμαστε άκριτα κάθε μέρα είναι μια «γνώση» δίχως σκέψη. Γιατί…είμαστε οι ζωές που δεν ζήσαμε?

Φίλες, φίλοι μου ας θυμηθούμε πως ό,τι ωραίο βλέπει κανείς γύρω του, το έχει και μέσα του. Ας μην ξεχνάμε πως μπορεί να έχουμε γίνει καλύτεροι στο να μιλάμε για το τι συμβαίνει, για όλα αυτά τα δεινά της ανθρωπότητας, δεν γίναμε όμως καλύτεροι στο να εμποδίσουμε να συμβεί. Ας μην λησμονήσουμε πως καταστρατηγούμε τα παιδιά μας να αποστηθίζουν πληροφορίες σε μια γλώσσα όπου οι έννοιες και οι αξίες έχουν χαθεί, έχουν εκμαυλιστεί. Ακόμα και οι πόνοι μας δε μπορούν να πουν τις αλήθειες τους. Και κάπως έτσι οι μέρες μας , οι μήνες μας , τα χρόνια μας κυλούν χωρίς σκοπό….γιατί δεν πηγαίνουμε κάπου, απλά προσπαθούμε να αποδράσουμε  από εκεί που τις περισσότερες φορές είμαστε.

Μα η ζωή δεν είναι να έχεις και να αποκτάς, αλλά να είσαι και να γίνεσαι. Πόσος χρόνος σου λείπει? Πόσο μνήμη? Άρα και η ευθύνη και η ελευθερία που αυτή η μνήμη φέρει μέσα της? Πόσο στριμώχνεσαι καθημερινά? Πόσο πύκνωση, πόσο συμπίεση, πόσο ταχύτητα να αντέξει η ζωή μας? Αυτές τις μέρες αποφάσισα να κάνω παρέλαση. Για έμενα. Για τα μέσα μου. Έκανα παρέλαση στις πορείες μου, στους φόβους μου, στις ελπίδες μου και πουθενά δεν με είδα να κρατώ τη σημαία μου. Καθώς υπήρξα εγκλωβισμένος μεταξύ φόβου και δικαιολογίας.

Μα αυτό που δεν χωράει σε στατιστικές είναι η ίδια η πραγματικότητα των ζωών μας. Γιατί όλα ανατρέπονται με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, αλλά πρέπει να αντέξουμε. Φίλες μου, φίλοι μου το όριο στις ζωές μας πρέπει να είναι οι μέγιστες δυνατότητες που ο καθένας μας φέρει μέσα του. Εάν θέλουμε να καταλάβουμε πραγματικά αυτά που ζούμε, οφείλουμε να αναλάβουμε και τις ευθύνες μας. Ειδάλλως δε θα ζούμε με επικοινωνία αλλά «επί της κοινωνίας». Ας συνειδητοποιήσουμε πως αυτό που χάθηκε δεν είναι το παρελθόν, αλλά η τωρινή αυθεντικότητα των στιγμών που ζούμε. Ας μη βιαζόμαστε να απογοητευτούμε, έρχονται χειρότερα, που ίσως δημιουργήσουν τα καλύτερα. Από εμάς εξαρτάται. Ας απολαύσουμε την ελευθερία μας μα και την ευθύνη των επιλογών της. Όποιες και να είναι αυτές . Καθώς ζούμε σε εποχές βίαιων αληθειών, μην ξεχνάμε πως η μνήμη μας, η μνήμη του καθενός μας, είναι η μοναδική μας πατρίδα…και με τα καλά της και με τα κακά της. Και να θυμόμαστε ότι το ποιοι είμαστε δεν αλλάζει, αλλάζει όμως αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε.

Άνθρωπε υπάρχει ένα εσωτερικό τοπίο μέσα μας, μέσα στον καθένα μας, μια γεωγραφία ψυχής, που περνάμε ολόκληρη τη ζωή μας αναζητώντας τα σύνορά του. Και αυτό γίνεται μονάχα εάν ζήσουμε τα ερωτήματά μας και εφόσον αγαπάμε…ώστε να καταλάβουμε τον εαυτό μας μέσα από τον συνάνθρωπό μας. Άνθρωπε, κατέχουμε πράγματα, ακόμα και ανθρώπους δυστυχώς, για να ξεχάσουμε ότι δεν κατέχουμε τον εαυτό μας και δεν ορίζουμε επουδενί την Ιστορία μας πλέον. Δεν αντέχουμε ούτε τη μνήμη, ούτε την κρίση. Σχεδόν παραιτηθήκαμε από την υποχρέωση της διαμαρτυρίας…απλώς προσπερνάμε. Απορροφημένοι από στόχους, στενόμυαλοι και άμεσα εξαργυρώσιμοι μονάχα σε ύλη. Έχουμε αναρωτηθεί όμως πως μας απέμεινε μονάχα η ηθική? Αυτός ο έλεγχος που μας δίνει η συνείδησή μας μπας και επιβιώσουμε. Έχουμε αναρωτηθεί πως τελικά μόνο το ψέμα ξεχνιέται? Λέμε ψέματα και μετά ξεχνάμε τι είπαμε. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια.

Ζούμε σε εποχές που η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, μας οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουμε τον κόσμο ως έχει. Καμία αλλαγή, καμία προσδοκία. Ζούμε σε εποχές που οι λέξεις μας είναι σαν τα νομίσματα. Μέσα από μια υπέρμετρη πληθωριστική χρήση τους, χάνεται και η πραγματική αξία του νοήματός τους και κάπως έτσι διαστρεβλώνουμε αυτό που μας συμβαίνει επειδή το φοβόμαστε. Ζούμε σε εποχές που απλά γινόμαστε επίπεδοι πίνακες ανακοινώσεων, γιατί λογοκρίνουμε τα συναισθήματά μας και τις αλήθειες μας και οδηγούμαστε στην ψευδαίσθηση ότι είμαστε ελεύθεροι. Μα η ελευθερία του να υπακούς, δεν είναι ελευθερία. Περνάει ο χρόνος μας με μια γερασμένη νοσταλγία να έχει απομείνει για να μας ανακαλέσει. Περνάει ο χρόνος μας, παγιδευμένοι ανάμεσα στο γενικό και στο ειδικό φόβο. Κάτι σαν φοβισμένοι πολιορκημένοι.  Περνάει ο χρόνος και εμείς μεγαλώνουμε και θεωρούμε τον Ενεστώτα ως σημείο τήξης ή πήξης των συμβάντων μας. Θα γυρίσουμε πότε να κοιτάξουμε τη γλώσσα και τα συναισθήματά μας? Αυτή και αυτά που εγκαταλείψαμε από τα παιδικά μας χρόνια? Αξίζουμε τις επιλογές μας? Και αυτές δικαιώνουν τις επιρροές μας?

Φίλες μου, φίλοι μου στη φυλακή της αυτολύπησης και της κατάθλιψής μας, οι μόνοι  δεσμοφύλακες είμαστε εμείς. Στη ζωή παίρνεις αυτό που διεκδικείς και όχι πάντα αυτό που αξίζεις. Οπότε ας κοιτάξουμε να δούμε τι δε μπορούμε, τι δεν προλάβαμε να κάνουμε και τι χρωστάμε στις επόμενες γενιές. Ας λαχταρήσουμε ένα ταξίδι στους μέσα τόπους μας. Τη ζωή πρέπει να την τιμήσουμε για να μας αποκαλυφθεί. Ας συνειδητοποιήσουμε πως εάν δε μπορούμε ή δε θέλουμε να είμαστε μέρος της λύσης όλων αυτών που ζούμε , ας μην είμαστε τουλάχιστον μέρος του προβλήματος. Ας στοχαστούμε πως οι λύσεις γεννιούνται, δε σερβίρονται. Ας κατανοήσουμε πως η μνήμη μας είναι η μαρτυρία και η προίκα μας. Η προσωπική μας αποσκευή, σε αυτό το ταξίδι που ορίζεται ως ζωή. Και πως μια καθαρή καρδιά είναι ότι πιο αντιεξουσιαστικό σε αυτά που ζούμε και δεχόμαστε αμαχητί στις μέρες μας. Ειδάλλως θα είμαστε ό,τι έχουμε ξεχάσει. Ένα ερωτηματικό στο τέλος αυτής της πρότασης μπορεί και να φέρει και τη λύτρωσή μας. Γιατί δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, μα δύσκολες ερωτήσεις που ο καθένας οφείλει να κάνει μέσα του. Το σημαντικό είναι να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε. Να στρεφόμαστε και να κοιτάζουμε και τον διπλανό μας όχι ως εμπόδιο, αλλά ως συνοδοιπόρο… Τότε θα έχει κερδηθεί κάτι μεγάλο. Ειδάλλως δεν θα είμαστε θεατές στη ζωή, αλλά το «άρτος και το θέαμα».


Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Η αισιοδοξία μιας αλήθειας...


 

Οι λάτρεις των βιβλίων μιας δυστοπικής πραγματικότητας, μπορούν πλέον δυστυχώς αντί να αναγνώσουν αυτά τα βιβλία, μπορούν να «διαβάζουν» με περισσή ευκολία και να ερμηνεύουν μάλιστα την πραγματικότητα την οποία ζούμε σήμερα. Έτσι δεν είναι; Πώς αλλιώς οι πολλαπλές δυνατότητες επιλογής, με χαρακτήρα καθαρά υπερκαταναλωτισμού, μπορούν να καταπνίξουν πολλά σημαντικά στη ζωή μας, όπως την αισιοδοξία, την ελπίδα, την ολιγάρκεια και την επίγνωση των ορίων μας; Πώς η κάθε είδους εξουσία μεγάλη ή μικρή δεν τα πάει καλά με τη μνήμη μας; Φίλες, φίλοι μου κακά τα ψέματα…γνώση που είναι ξεκομμένη από την πράξη, δεν είναι γνώση. Δυστυχώς πλέον ο μοναδικός τρόπος διαφυγής μας είναι ένα «αν». Καθώς πλέον φορτώνουμε το 24ωρο μας με ανούσια θελήματα και ζούμε στο άγχος ενός Ενεστώτα που κατέληξε τετελεσμένος. Σιγά-σιγά και επιτηδευμένα χάνεται και η μνήμη μας και η ικανότητα μας να αναγνωρίζουμε και να ορίζουμε ακόμα και εμάς τους ίδιους και συνυπάρχουμε πλέον σε χρόνους που ανακυκλώνουν υπερβολές και ψευδαισθήσεις.

Άνθρωπε σε μια εποχή που μοιάζει να απωθεί τις αλήθειες της, μη φοβάσαι το θάνατο. Να φοβάσαι τη ζωή εκείνη που δεν προλαβαίνεις να βελτιώσεις πριν το θάνατό σου. Ειδάλλως θα προσπαθούμε να εξασφαλίζουμε αυταπάτες και να ζούμε μέσα από αυτές και να αφήνουμε στις λιγοστές, πονόψυχες επετείους μας να μας θυμίζουν τις ανοιχτές πληγές μας ή την αμνησία μας. Ευτυχώς θα πω εγώ, η επόμενη γενιά θα μας κρίνει από την αντίδραση που είχε η δικιά μας γενιά απέναντι στο φόβο και πως τον αντιμετωπίσαμε. Αλήθεια με τι ταΐζει  η δικιά μας γενιά τη δική μας ψυχική ακινησία; Με τι αναπληρώνει τις απώλειές της; Ποιός ο ρόλος των ανεπαρκειών στη ζωή μας;

 Στο αληθοτόπι του τώρα γινόμαστε κουρασμένα κύματα, που δεν αντέχουμε να φτάσουμε ούτε καν στα όρια των ακτών μας. Μπας και σωθούμε. Ξεψυχάμε…Στο αληθοτόπι του χθες γίναμε καλοταϊσμένα οικόσιτα ζώα, που όσο πιο χορτάτα είναι, τόσο πιο νωθρά και αδιάφορα γίνονται. Στο αληθοτόπι του μέλλοντος μας απέμεινε μια καρδιά γεμάτη με φλεγμονές φόβων και μια κηδεμονία έτοιμων απαντήσεων. Ώρα λοιπόν να δούμε στο αληθοτόπι της ψυχής μας! Μπας και σταματήσουμε να ζούμε στην τυραννία του περιττού. Μπας και σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε τον συνάνθρωπό μας από το θάνατό του, αλλά από τη ζωή του. Η αλήθεια όσο σκληρή και να είναι, πάντα σου αποταμιεύει χρόνο και ψυχικά αποθέματα βοηθώντας μας να ξέρουμε ποιοι είμαστε, ποιες φωνές αντηχούμε και να ξέρουμε πόσοι είμαστε. Η αισιοδοξία μιας αλήθειας αυτό είναι…να αγωνίζεσαι, να κερδίζεις, να χάνεις, να ζεις…Αλήθεια που συνιστά το είναι σου και σε διεκδικεί….

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Η αλήθεια μιας λέξης κρύβει μέσα της και την αθανασία της...


 

Υπάρχουν λέξεις στη ζωή που άλλοτε τις διαβρώνεις και άλλοτε σε διαβρώνουν. Υπάρχουν λέξεις στη ζωή που σε μπερδεύουν με τις νοηματικές τους ερμηνείες, λες και εμείς οι άνθρωποι αυτές περιμέναμε για να έχουμε άλλοθι στις ήδη μπερδεμένες ζωές μας. Για εμένα η λέξη αυτή ήταν το σίδερο. Άλλοτε προστατευτικά, όπως στη νηπιακή μου ηλικία, που προσπαθούσα να τρουπώσω το κεφάλι μου στα σιδερένια κάγκελα του μπαλκονιού για να δω τι συμβαίνει στον έξω κόσμο. Άλλοτε στοργικά, σαν έβλεπα τη μάνα μου να σιδερώνει τα καλά μου ρούχα εν όψει μια εορτής. Άλλοτε ψυχαγωγικά εν είδει τραγουδιού «Και σίδερα μασάει ο Κουταλιανός». Και πότε απελευθερωτικά, όταν έφηβος πλέον σκαρφάλωνα τα σιδερένια κάγκελα του σχολείου και χυνόμουν σαν αγρίμι με μια μπάλα, έτοιμος να ταυτιστώ με ιδρώτα, με τρεξίματα, με γρατσουνιές με έπαθλο τη νίκη.

 Από τότε πέρασε χρόνος…συμπαγής, αραιός, σφαλερός, αινιγματικός, μα πάντα επιδοτούμενος. Κάπως έτσι τον νιώθω σαν επιδοτεί τη λέξη «σίδερο», με την πιο άυλη μορφή της σε μια τελεσίδικη πραγματικότητα. Να νιώθω, να νιώθουμε, φυλακισμένοι πίσω από τα σίδερα μια φυλακής που εμείς δημιουργήσαμε, αγνοώντας υποτιμητικά πως η πόρτα αυτής, είναι απλά κλειστή και όχι κλειδωμένη. Λες και η λέξη «σίδερο» μπορεί να ανακρίνει το χρόνο μου, να με κάνει να μαρτυρήσω. Τι άραγε; Λες και η λέξη «σίδερο» άκοπα, άσκοπα τόσα χρόνια έχει στοιχειώσει φόβους, ελπίδες, συναισθήματα.

Κι όμως μέσα της η λέξη αυτή κυοφορεί την πιο παρηγορητική ευχή… «σιδερένιος, σιδερένιος από εδώ και πέρα», ευχόμαστε ο ένας στον άλλον όταν ξεπερνάμε συνήθως κάποιο πρόβλημα υγείας. Νομίζω πως ποτέ ολότελα δε θα μπορέσω να αναμετρηθώ με αυτή τη λέξη. Απεναντίας, φοβόμουν μήπως κάποια μέρα μου ζητήσει το λόγο που την εκστομίζω χωρίς την αξία της. Χωρίς να επακολουθεί ένα μου συγγνώμη. Και τότε συνειδητοποιώ πως η αλήθεια μιας λέξης κρύβει μέσα της και την αθανασία της. Όπως και η λέξη «σίδερο». Από την «Εποχή του Σιδήρου»…έως την σκουριά που άφηκα να εμφανιστεί σε αυτά τα κάγκελα που μπόμπιρας έχωνα το κεφάλι μου για να ανακαλύψω τον έξω κόσμο. Που στηριζόμουν και προστατευόμουν από αυτά. Κάτι σαν όρια και όρους που η λέξη αυτή μου επέβαλλε.

Υπάρχουν λέξεις στη ζωή που άλλοτε τις διαβρώνεις και άλλοτε σε διαβρώνουν. Όπως το σίδερο. Μόνο που και στις δυο περιπτώσεις, ο δικός σου χρόνος μέσα στον Χρόνο, είναι η αιτία που θα γίνει μια οριστική διάβρωση, ή ένα γυαλόχαρτο που  θα του δώσει ξανά αξία και χρηστικότητα. Αρκεί η ζωή μου να τρακάρει με την αλήθεια αυτής της λέξης. Έστω και με τη σκουριά της. Σε αυτήν την παλινδρόμηση της μνήμης μου απόψε, σε αυτή την αθέλητη ειλικρίνειά μου, το σίδερο για εμένα θα είναι πάντα αυτή η νοηματική γλυκοπαντοχή των παιδικών μου χρόνων.

 

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Το νήμα που έγινε νάμα...

Μία φορά και κανέναν καιρό, ζούσε μια γιαγιά…που κατά κάποιον τρόπο ήταν, είναι και θα είναι η γιαγιά όλων μας. Το όνομά της , Μνήμη. Αυτή η γιαγιά που λέτε στο αέναο τώρα του χρόνου του καθενός μας, έπλεκε με δυο κουβάρια κλωστές. Με μια λευκή και με μια μαύρη. Πότε με τις μεγάλες τις βελόνες στις μασχάλες της, πότε με το βελονάκι στα ακροδάχτυλα του χρόνου της. Αναλόγως με τις αναμνήσεις που συγκρατούσε ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Στο διάβα του χρόνου του. Χρόνος όπως λέμε τόπος και τρόπος για τον καθέναν μέσα μας. Η μαύρη κουβαρίστρα έδινε την κλωστή της, το νήμα της ίσια, ευθύβολα, σαν μια ισοπεδωτική ευθεία όπου τίποτα το αναπάντεχο δε συνέβαινε. Ως μια ατέρμονα απαισιόδοξη κλωστή, κάτι σαν την γραμμή που δείχνει το καρδιογράφημα σαν η καρδιά μας παύει να χτυπά για εμάς.

 

Η άλλη κουβαρίστρα έδινε το νήμα της ολόλευκο. Από τα χαμηλά της στα ψηλά της. Εκεί που παρά τα όποια προβλήματα, παρά τις επίμονους πόνους και τις διχασμένες απώλειες, το νήμα τραβούσε ίσα με τον ουρανό, εκεί που τα όνειρα κατοικούν. Και  πλέκονταν και μπλέκονταν με τα σύννεφα, μέχρι και αυτά να πάρουν την μοίρα μιας βροχής λυτρωτικής πάνω μας, μπας και μας ξεπλύνουν από τις ένοχες δειλίες μας και τους ανυπόταχτους φόβους μας.

 

Βέβαια υπήρχαν και εκείνοι οι χρόνοι, οι προσωπικοί, που οι κλωστές έβαζαν τρικλοποδιά η μια στην άλλη. Και τα κουβάρια αντί να ξετυλίγονταν , μετατρέπονταν σε μια μπερδεμένη μπάλα, λαβύρινθος, όπου καμιά ανάμνηση μέσα μας δεν έβρισκε  την αξία της, την πραγμάτωση της, τη διδαχή της…την αγάπη.

 

Θα μου πείτε…γιατί σκοπός των αναμνήσεών μας είναι να βρούμε την αγάπη; Νομίζω πως ναι…Μόνο μέσα από την αυτογνωσία της αγάπης, ο καθένας μας θα βρει το κουράγιο να μπορεί να συγχωρεί και να πάει παρακάτω. Πρώτα τον εαυτό μας και ύστερα τον συνάνθρωπό μας. Μόνο έτσι η μνήμη δεν θα γίνει μνήμα, αλλά το νήμα θα γίνει νάμα. Νάμα που ράβουμε τις σοφές πληγές μας, γιατί είναι δικές μας. Να βάζουμε για να ράψουμε το κουμπί της υπομονής και της μπόρεσης σε κάθε όνειρό μας. Να μαντάρουμε τις δειλίες μας με θάρρος. Νήμα όπως νάμα σοφίας…καθαρό, ατόφιο…από την πηγή μας.

 

Τελικά οι μνήμες σε αθωώνουν ή σε καταδικάζουν;……με ρωτά ο εαυτός μου. Δεν ξέρω…μπορεί και τα δύο. Μα το θέμα δεν είναι η αθώωση ή η έκτιση των «ποινών» μας. Το θέμα είναι το αποτύπωμα που αφήνουν μέσα στο χρονοντούλαπο της ψυχής σου.

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μια αιώνια γιαγιά. Που τη λέγαν, Μνήμη. Συλλογική, ατομική, ιστορική, πνευματική, συναισθηματική, υλική, πονετική, δουλική, συμφεροντολογική, εγωιστική, αλληλέγγυα, επουλωτική, καρδιακή….παιδική. Κάποτε το νήμα των ζωών μας θα τελειώσει. Μα η  αιώνια γιαγιά Μνήμη θα συνεχίσει να πλέκει…μνήμες που θα μείνουν κληροδότημα στις επόμενες γενιές. Γιατί μνήμη , όπως χρόνος. Χρόνος όπως τόπος και τρόπος που έχουμε μέσα μας και αφήνει τα ίχνη του ο χρόνος αυτός προς τα έξω. Και εάν η μνήμη ήταν ρολόι, δεν θα είχε δείχτες. Παρά μονάχα δυο κλωστές που θα έδειχναν το που είμαστε και τι κάνουμε. Θα είχε το νήμα και το νάμα. Ας πλέξουμε με το νήμα και το νάμα που έχει ο καθένας μέσα του ρούχα ζέσης, αγκαλιάς, θαλπωρής κατανόησης, σεβασμού, ελευθερίας και συγχώρεσης. Ρούχα πίστης μιας μνήμης που ξέρει να κερδίζει χάνοντας ενίοτε. Που ξέρει να παίρνει…δίνοντας πρώτα. Να σωματοποιείται σε ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα…μια ανάσα. Ειδάλλως θα έχουμε διάρκειες στις ανεπάρκειές μας και θα απωθούμε τις μελαγχολίες μας χωρίς να τις πενθούμε. Ειδάλλως θα ζούμε στα πωλητήρια των αναμνήσεών μας και θα στοιβαζόμαστε ως απουσίες στις παρουσίες των ανθρώπων που νοιαζόμαστε.

 

Μια φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή τώρα, ζούσε μια αιώνια γιαγιά….Η Μνήμη μας. Και με το νήμα που έγινε νάμα κόπιαζε στοργικά και καρτερικά, αγκομαχούσε να μας «πλέξει» για να είμαστε έτοιμοι πάντα και ας μην γνωρίζουμε το πότε και το γιατί.

 

…..αλλά είπαμε πως όλο αυτό είναι ένα παραμύθι….έτσι δεν είναι; Ή μήπως όχι;

 

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Η σκιά είναι η μελαγχολία του φωτός...


 

       Δεν είμαι συχνά έντιμος με τις αναμνήσεις μου…Κάμποσες φορές, μου δημιουργώ σκιές…όπως τότε στα καλοκαίρια μας, στο χωριό μας στην Καρδίτσα. Πρωταγωνιστές , εγώ, η αδελφή μου η Ειρήνη και η λάμπα στο παλιό δωμάτιο. Δημοτικό πηγαίναμε ακόμη και οι δυο μας. Βρίσκαμε τότε δραπέτευση στις διακοπές μας, από την ζέστη του Αυγούστου, ξαπλώνοντας χάμω σε μια κουρελού και εκεί κατά το απόβραδο, με τη φαντασία μας σκηνοθέτη, πρωταγωνιστούσαμε με τη λάμπα στο ταβάνι. Γύρω γύρω από τη λάμπα, υπήρχε το φόρεμά της. Στο σχήμα συνήθως μας ομπρέλας ή ενός διάτρητου αλεξίπτωτου. Τότε στα χωριά, οι γιαγιάδες, καλή η ώρα όπως η αγαπημένη μας γιαγιά Βούλα, έπλεκε με το βελονάκι της το σχέδιο που ήθελε να δώσει στο πλεκτό της, το βούταγε καλά -καλά σε ζαχαρόνερο και μετά αφού είχε επιλέξει ένα σκεύος-μαγειρικό συνήθως-με στρογγυλό τελείωμα, το γύριζε ανάποδα και εκεί επάνω έβαζε το μουσκεμένο πλεκτό και το έβγαζε έξω στον ήλιο για 2-3 μέρες να στεγνώσει καλά…να κοκκαλώσει. Και ύστερα με αυτό ντύνονταν η λάμπας ως άλλη γυναίκα αναγεννησιακής εποχής. Με το που άναβε, μας χάριζε μέσα από το διάτρητο πλεκτό της, σκιές στο ταβάνι ανυπέρβλητης ομορφιάς και ονειράτων. Και εγώ με την αδελφή μου, άλλοτε ως πεταλούδες μικρές, άλλοτε ως έντομα νυχτόβια, πετάγαμε και πετάγαμε γύρω από το φως. Προσγειωνόμασταν σε αυτόν τον παράξενο και λαμπερό πλανήτη που έμοιαζε σαν δίχτυ ενίοτε, σαν απόχη, που έπιανε φαντασία και όνειρο, γέλια και απόκαμα, ιστορίες και μυστήρια.

       Δεν είμαι συχνά έντιμος με τις αναμνήσεις μου…γεννήθηκα ανυπόμονος για αυτές…μπας και μου επιτραπεί παρήγορα ότι ο θάνατος θα καθυστερήσει. Μα το βελόνι πλέον τώρα έχει απομείνει ορφανό από τα χέρια της γιαγιάς μου. Και εγώ κάθε καλοκαίρι βλέποντας το φως και τις σκιές αυτής της λάμπας στο παλιό δωμάτιο, φεύγω όλο και πιο δύσκολα από τη σκιά του εαυτού μου. Πιστεύω πως τελικά σκιά και φως, συζούν αρμονικά. Σαν ένα κέρμα με δυο όψεις. Σαν η σκιά να είναι η προέκταση του φωτός κατά κάποιο τρόπο και τούμπαλιν. Καλύτερα σκιά, παρά σκοτάδι. Γιατί με τη σκιά θα έχω το φως για σκηνοθέτη στη ζωή μου. Όλο το φως του κόσμου για εμένα χωρά σε εκείνη τη λάμπα, που με άφηνε να ταξιδεύω στον πλανήτη με τις σκιές….Γιατί τι άλλο είναι η σκιά παρά η μελαγχολία ενός φωτός;

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Έχεις δώσει ποτέ χρόνο στο χρόνο σου;

Έχεις αφήσει ποτέ το χρόνο να κυριαρχήσει στις σκέψεις σου;…τούτο αναρωτήθηκα απόψε το βράδυ, λίγες ώρες πριν την παραμονή Χριστουγέννων. Λίγο πριν ο καθείς μας κάνει τον απολογισμό του και για τούτη τη χρονιά που πέρασε. Χρόνος όπως ένα άγγιγμα, ένα συναίσθημα, ένα φόβο…μια γέννηση. Είτε ως Ιστορία, είτε ως ματαιότητα. Και οι μάχες που έδωσες τι απέγιναν; Εάν έδωσες…Σε αυτές που σου απέμειναν πιστές τουλάχιστον-για αυτές τις λιγοστές μα τίμιες μάχες- να μπαίνεις με κουράγιο, είτε κερδίζεις, είτε χάνεις…αυτά να είναι τα προσωρινά σου και το κουράγιο σου να είναι η μονιμότητά σου. Γιατί σε κάθε κουρ-άγιο γεννιέται πάντα και κάθε άγιο. Όπως ακριβώς η γέννηση του Θεανθρώπου…μια γέννηση, ένα θαύμα που μας έδειξε στοργικά μα και λυτρωτικά πως μονάχα εκεί που η Αγάπη μας βρίσκει ανήκουμε…μονάχα εκεί…πουθενά αλλού. Μας δίδαξε πώς να δίνουμε τα πάντα από τον εσώτερο Εαυτό μας, ακόμα και στο ελάχιστο που θέλουμε να κάνουμε. Αυτή είναι η ευτυχία της Αγάπης. Είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου, τη ζωή σου, τον συνάνθρωπό σου…είναι ένα ευλογημένο «πως» και όχι τι και πόσα θα πετύχεις.

Έχεις δώσει ποτέ χρόνο στον χρόνο σου; Πως γίνεται αυτό; Με καπετάνιο την Αγάπη. Τέτοια ανυπέρβλητη, λυτρωτική μας έδωσε η γέννηση του Θεανθρώπου μας. Γιατί μας δώρισε τη δυνατότητα να γεννηθούμε με την επιλογή να είμαστε αυτό που θέλει η ψυχή μας. Γιατί…μια ανοιχτή καρδιά θέλει ο άνθρωπος για να ζεσταθεί. Τίποτα άλλο.

Σε τι νούμερο φοράς τα όνειρά σου; Και σε τι την πραγματικότητά σου; Μου αποκρίνεσαι: « Δεν είμαι έτοιμος να απαντήσω»….ποτέ δεν θα είσαι έτοιμος φίλε μου, ποτέ. Μονάχα αφέσου τούτα τα Χριστούγεννα στην αγάπη που μας εμφύσησε ο Ιησούς Χριστός μας. Που μας αγαπά χωρίς προσδοκίες. Όλους. Που μας αγαπά χωρίς καμία διάκριση, χωρίς καμία διαίρεση, χωρίς καμία απορρόφηση, χωρίς καμία κατάργηση. Μας αγαπά σαν  έναν αιώνα που γεννιέται κάθε μέρα. Η αγάπη Του είναι η ρίζα από όπου μεγαλώνουν όλες μας οι διαστάσεις.

Καμιά αλλαγή μέσα μας , άρα και έξω μας δεν γίνεται χωρίς πόνο. Ειδάλλως δεν υπάρχει μεταμόρφωση. Ο κόσμος  μέσα σου, ο κόσμος γύρω σου υπάρχει και θα υπάρχει στο βαθμό που τον μοιράζεσαι. Χριστούγεννα σημαίνει να χαρίζεις χωρίς δυσκολία ό,τι αγαπάς. Ο Ιησούς Χριστός μας , μας χάρισε το Φως Του, χαρίζοντας τη ζωή Του…

Μέρες που οι ψίθυροι, μας κατακλύζουν χωρίς να ακούγονται. Μέρες που διψούν την ισορροπία μας, μέσα από τις αλλαγές μας. Μέρες που καλημερίζουν τα αγέννητά μας. Άνθρωπε ο χρόνος είναι για να είσαι….Μα πάντα, στο αποστράγγισμα της κάθε μέρας νιώσε πως η αγάπη είναι η κατάλληλη στιγμή που ανήκει στο «για πάντα» και «δια πάντα» Η αγάπη είναι ο άτμητος χρόνος μας. Γιατί χωρίς αγάπη γίνεσαι παρελθόν και ψέμα.

Αρχίζει και σκοτεινιάζει….ο ουρανός ανάβει τα άστρα του ως θυμίαμα για τις ζωές μας και εγώ ξάφνου νιώθω ένα ζεσταμένο κερί που φωτίζει τις ρωγμές του και κατανοώ ότι οι άνθρωποι φτιάχνουν την Ιστορία, οι ζωές μας. Και ότι πρέπει τούτες τις μέρες να δούμε  με ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας και τα άξια και τα ανάξια. Ο Ηράκλειτος λέει ότι ο Θεός ούτε κρύβει, ούτε φανερώνει, αλλά σημαίνει. Στο δικό σου φως δες τι «σημαίνεις» στα σκοτάδια των γύρω σου. Αυτό είναι Χριστούγεννα. Αυτό είναι αγάπη…

Όσο για εμένα, τούτο το απόβραδο…παραμονή Χριστουγέννων, αφήνω για μια μονάχα φορά το παιδί μέσα μου, να μου κάνει την τελευταία του ερώτηση και για τον φετινό χρόνο που κοντοζυγώνει στο τελείωμά του….. «Όταν γεννιέσαι είναι για πάντα;»….Σκύβω το κεφάλι μου με αμηχανία και ανημποριά και αφήνω το βλέμμα μου να βρει απάγκιο στη φάτνη ….και σε ένα παλιό «Αλφαβητάριον». Για να διαβάσω ξανά από την αρχή, ως μικρό παιδί πως το «αγαπώ» του Θεανθρώπου μας με τη γέννηση Του, είναι το ίδιο «Αλφαβητάριον» της ζωής ολάκερης…καθώς περιέχει όλα τα γράμματά της από το ¨α¨ ως και το ¨ω¨. Τούτο το απόβραδο μονάχα το παιδί μέσα μου θέλω να είμαι. Γιατί τα παιδιά δεν κατοικούν στον χρόνο…είναι ο Χρόνος.

                                          Ευλογημένη Χριστού-γέννηση μέσα μας.

 

Το άρμα που γεννήθηκε από το μ-άρμα-ρο του...

  Πρέπει να είναι αρμονικά όλα στις ζωές μας , ακόμα και στην καταστροφή; Αυτό διερωτήθηκα βλέποντας μια πληγωμένη μαρμάρινη ανάγλυφη αναπαρ...