Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Η καρδιά σου δεν είναι δική σου ,εάν χτυπά μόνο για σένα...


Καμιά φορά και κανέναν καιρό,
σε ένα χωριό ,πολύ μακριά, αλλά πολύ γνωστό στις ζωές μας , υπήρχαν δυο τεχνίτες. Και οι δυο τους κατασκεύαζαν καμπάνες .Ο πρώτος, ετοίμαζε με βιασύνη πολλά καλούπια μαζί για να παράγει περισσότερες καμπάνες. Το καλούπι τους ,το έψηνε ίσα-ίσα , τις έντυνε με χρυσοποίκιλτα στολίδια, τις ανέβαζε στο κάρο του και τριγύρναγε τα γύρω χωριά για να τις πουλήσει , να εξαπλωθεί η φήμη του, αλλά και τα χρήματα που κέρδιζε. Ο δεύτερος, δεν βιάζονταν. Έλιωνε την κατάλληλη ποσότητα χαλκού και κασσίτερου στην σωστή αναλογία. Προσπαθούσε να υπάρχει καλό ψήσιμο και καλή χήτευση. Έκαιγε επί ώρες κάρβουνα και τα ανανέωνε μέχρι να ψηθεί τελείως ολόκληρο το καλούπι.Ύστερα δημιουργούσε τη σφύρα. Αυτή την ολοστρόγγυλη αιωρούμενη μπάλα .Έτσι η καμπάνα του δεν θα καταπονείται και ο ήχος της θα ήταν φυσικός, μελωδικός, χωρίς παραμορφώσεις. Ο χρόνος περνούσε , και οι καμπάνες πουλήθηκαν. Και όπως στις τωρινές ζωές μας -φτάνει τούτο το ρυτιδωμένο παραμύθι να μας βάλει ένα σπιρτόξυλο στα βλέφαρά μας για να μην κοιμηθούμε από τις επαναληψιμότητες της κάθε μέρας μας-  έφτασε η ανάγκη λοιπόν να ηχήσουν αυτές οι καμπάνες και να μας δείξουν τον χρόνο που κανένα ρολόι δεν δείχνει ποτέ. Το χρόνο της δυσκολίας , του κινδύνου, που μας επισκέπτονται απρόσκλητα , είτε σε εμάς, είτε σε ανθρώπους που νοιαζόμαστε. Οι καμπάνες τους πρώτου τεχνίτη, άρχισαν να χτυπούν γοργά, απελπιστικά...να προλάβουν να ειδοποιήσουν , μα ο ήχος τους ανήμπορος, ανάπηρος, αταξίδευτος. Καλούπια ράγισαν και ο ήχος τους παραμορφώνονταν, δεν σήμαινε τίποτα. Σαν ουρλιαχτό ανθρώπου σε ταινία , που έχουμε κλείσει τον ήχο. Καταλαβαίνεις τότε κάτι? Η καμπάνα του δεύτερου τεχνίτη, ήχησε και αυτή. Και είχε κάτι να πει. Το γλωσσίδι της καμπάνας τούτης δημιουργούσε λέξεις , προτάσεις , νοήματα που ταξίδευαν με τα σύννεφα και τον αέρα, από χωριό σε χωριό και παίρναν μορφή. Σαν μια μουσική που τα κύτταρά της φτιάχναν σώμα, σκελετό, παίρναν τη μορφή της δυσκολίας που έρχονταν στο κατώφλι σου. Το σήμαντρο, σήμαινε στη ζωή σου. Για να δοκιμάσει τις αντοχές σου και τα αντανακλαστικά σου....
Επιμύθιο: εσύ , το κάθε εσύ, μάθε να λάμπεις , μάθε να σβήνεις. Μάθε στο αληθοτόπι του τώρα να ζεις και να σέβεσαι στον χρόνο σου, τους χρόνους των αλλαγών, των συναισθημάτων σου, των δυσκολιών σου, των συνανθρώπων σου .Μη βιαστείς να κρίνεις. Μη βιαστείς να φύγεις. Μη βιαστείς να βοηθήσεις με τρόπους άτροπους, ακατάλληλους. Άκου τη φύση. Άσε τον χρόνο να σε κάνει πιο σοφό. Πιο δίκαιο. Η καρδιά σου δεν είναι δική σου ,εάν χτυπά μόνο για σένα. Γιατί χωρίς να το καταλάβεις θα έχει φύγει, δεν θα μπορείς να μετράς τους χτύπους της πλέον…
Και ζήσαν αυτοί καλά, και εμείς?

Θέλω να είμαι μια γενναία ψυχή με απερίσκεπτο μυαλό...


  Ως μάρτυρας της καθημερινότητάς μας , πιστεύω στον παλιό καθρέφτη, τον φαγωμένο από χρόνια, που μέσα του βλέπω το είδωλο του κόσμου ανεστραμμένο. Ειδάλλως θα συναναστρέφομαι τις βίαιες συμπεριφορές μας και στους εαυτούς μας , αλλά και προς στους ανθρώπους που νοιαζόμαστε. Αγωνίζομαι να μην επαναληφθεί η αναπνοή μου σε ματαιότητες, να μεταναστεύσω στην πραγματικότητα με ένα παραμύθι, να πλέω στο άδειο της ελευθερίας μου, να μην αρκούμαι σε αναμνήσεις σε καταστάσεις που έχουν τον θάνατο μέσα τους σε όλες τις μορφές του, ούτε σε άσαρκα κορμιά...να μεταλάβω το θαύμα της ζωής χωρίς φόβο, να τρέξω με τη σημαία της ταχύτητας στο χέρι όχι για να σκαλώσω σε απρόοπτα και εντάσεις, αλλά για να φθάσω έγκαιρα. Θέλω να είμαι μια γενναία ψυχή με απερίσκεπτο μυαλό για να μπορώ να χρησιμοποιώ τη δύναμη χωρίς αλαζονεία. Όχι τη δύναμη της εξουσίας , αλλά της ίδιας μου της ζωής. Και αυτό δεν παζαρεύεται...

Κάποτε τα αγάλματα θα κλέψουν τα πρόσωπά μας...


  Κάποτε τα αγάλματα θα κλέψουν τα πρόσωπά μας και θα τραγουδήσουν κατάμαυρες αλήθειες, μια ιδέα στεγανή, μια αγάπη κουρελιασμένη. Δε λέω είναι ωραία καμιά φορά η αμηχανία μας, αλλά πολλές φορές την μετατρέπουμε σε αδιαφορία και αναβλητικότητα...και τότε...τότε οι μόνες βέρες που θα φοράμε για να παντρευτούμε τη ζωή θα είναι οι κύκλοι κάτω από τα μάτια μας...

Ζήσε πολυτελώς χωρίς πολυτέλειες...


  Τα πρόσωπα είναι αυτά που κινούν την δημιουργική αμφισβήτηση του κόσμου και όχι οι ιδεολογίες πλέον. Τούτο κατάλαβε :ο σπόρος εάν δεν πεθάνει , δεν ζει .Το ίδιο γίνεται και με μας τους ανθρώπους .Όποιος πεθαίνει από τα πάθη του, αυτός πραγματικά παρατείνει τον βίο του. Θάνατος, δηλαδή ρήξη με το κακό παρελθόν .Είναι ανάγκη , κατεξοχήν σήμερα, να ισχύσει μέσα σου. Διαφορετικά η ανάσταση για τη ζωή μας θα είναι ένα εξωτερικό και όχι ένα εσωτερικό γεγονός, σαν ένα συμβάν μιας παλιάς εποχής....Αγγίζω την επώδυνη αυτογνωσία, αυτή που φτάνει στα άκρα της γνώσης μας για την σχέση του έσω και του έξω κόσμου και μου ψιθυρίζει πως η ύπαρξή μας δεν αρθρώνεται. Ανοίγω στα μάτια μου τη βεντάλια της αλήθειας και αυτή με δροσίζει με αλήθειες σαν ψέματα και ψέματα αληθινά σαν τις ζωές μας...Πάλεψε να μην κάνεις εκπτώσεις στα οράματά σου , ούτε οράματα στις εκπτώσεις σου. Ζήσε πολυτελώς χωρίς πολυτέλειες, μην γίνεσαι άλλοθι για μια ζωή στην φτήνια που εξαντλείται στο άκουσμα ενός καινούργιου ψέματος .....

Ότι πεις , ότι σκεφτείς, αυτό είσαι.....


    Στη μεταξύ μας συνεύρεση θα βρούμε λύσεις στα προβλήματα μας που εκλαμβάνονται ως άλυτα μόνον από ανίκανους να αγαπήσουν την αναγνώριση του εαυτού τους στους άλλους. Το αίμα είναι πάντα κόκκινο και ο θάνατος σκότος. Μην αφήνουμε τους άλλους να αποφασίζουν για εμάς πριν από εμάς και συνήθως ερήμην μας. Η ζωή και η ανθρωπιά είναι στοιχήματα συνέχειας και συνέπειας σε καθημερινή βάση. Κερδίζονται με αγώνες. Όχι με ψευδαισθήσεις και βόλεμα. Θα είσαι ή νεκρός ή ζωντανός, ήρωας ή προδότης της ζωής σου. Δεν ξέρεις τι δύναμη κρύβεις. Με την πάροδο του χρόνου συνειδητοποιώ τα όρια της δραστηριότητας στην οποία αφιερώνω τη ζωή μου. Μια δραστηριότητα που δε γράφεται , βιώνεται μόνο και προσπαθεί αβοήθητη να αντιμετωπίσει τη σιωπή που δεν γράφεται. Παλεύω να ξετρυπώσω την ικανότητά μου να μαζέψω όλη αυτή την απόγνωση και να την κάνω γνώση. Ο πραγματικός μου χρόνος δεν συμπίπτει με αυτόν του ρολογιού μου. Ότι πεις , ότι σκεφτείς, αυτό είσαι.....

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Κούκλες....(Χριστουγεννιατικη ιστορία).....


     Ζωοδόχου  Πηγής  και  Ακαδημίας  γωνία…..τα  βλέμματα των  περαστικών πέφτουν  πάνω στην  βιτρίνα , όπως  τα  φύλλα  του  φθινοπώρου  πέφτουν από  τα  δέντρα  και  τα  αφήνουν  γυμνά, λες  και  ξεντύνονται  από  πρόχειρες  ανάγκες  και  επιθυμίες  και  μένουν  μόνο  με  την  αλήθεια  τους, γυμνά  απέναντι  στον αέρα, τη  βροχή, το  κρύο  και τις  ξαφνικές επισκέπτριες ηλιαχτίδες.                                                                                                        

    Κατάστημα ρούχων  και παλτών  «Αφοί  Σαράντοι»...όσο  και  τα  χρόνια  που  είναι  αυτό  το  κατάστημα  σε  λειτουργία. Κατάστημα  παλιό,  γεμάτο  μνήμες ,αφού  ο πατέρας  και  τα  παιδιά  Σαράντοι  μπόρεσαν  με  πολύ κόπο  να  ανοίξουν  αυτό  το μαγαζί  μέσα  στην  καρδιά  της  δικτατορίας. Μνήμες  σκληρές- μα  ανθεκτικές-  όσο  και  η παλιά  βιτρίνα  του ,που  αποτελούνταν  από  μια  ξύλινη  σκούρα  κατασκευή  που  ήταν  και  το  «πρόσωπο» του  μαγαζιού. Μικρή  αρκετά  η  βιτρίνα, ίσα-ίσα  που  χώραγαν  δύο  κούκλες  ξύλινες- από  αυτές  τις  παλιές- ξύλο  βαρύ  γεμάτο  ρόζους- και  δύο  παραλληλόγραμμα  ράφια σαν σκαλιά  το  ένα  κάτω  από  το  άλλο. Εκεί  δειγματίζονταν  και  κάποια από  τα  ρούχα  κάθε  καινούργια  σεζόν. Βέβαια  αυτή  η  φθινοπωρινή  σεζόν  δεν  θα  έρθει  με  καινούργια εμπορεύματα, καθώς  το  γέρικο  κουφάρι  του μαγαζιού  δεν  άντεξε  άλλο πια, ύστερα  από  τη τεράστια  κρίση  που  έχει  πλήξει  το κέντρο της Αθήνας  και  όχι  μόνο,τα  τελευταία  χρόνια. Αυτή η «χούντα»  αποδείχθηκε πιο ύπουλη και σθεναρή. Ήδη  στο 2011  πολλά μαγαζιά στους γύρω  δρόμους κατέβασαν  τα  ρολά  τους  οριστικά. Εκποίηση  εμπορευμάτων  ονομάζεται  πια  η  λαιμητόμος των ονείρων  και  των  προσδοκιών που  συντρόφευσαν  αυτές  τις 4 δεκαετίες όλα τα  έμψυχα  και  άψυχα τούτου του μαγαζιού.
    Αυτή η σεζόν  του  φθινοπώρου λες και  κρύβει μέσα  της  μια άρνηση  εποχής..όχι  για  να  αποτρέψει  τον ερχομό της, αλλά για να μείνει  σε  πείσμα των  δύσκολων  καιρών  προσκολλημένη  σε προηγούμενα ζωντανά  χρόνια. Όπως  είναι  οι  αναμνήσεις των ανθρώπων ,που  λίγο  πριν το  τέλος της  γέρικης  ζωής τους ξανακοιτάζουν την  διαδρομή  της, το  ταξίδι  τους  μέσα  από  μνήμες  και  εικόνες. Εικόνες και  μνήμες είχαν και  αυτές οι  δύο  κούκλες, οι κούκλες  της  βιτρίνας. Μια  με  γυναικείο σώμα  και  μια  με  ανδρικό. Πάνω στο ξύλινο κορμί τους είχαν  φιλοξενήσει  προσδοκίες και  λαχτάρες των περαστικών. Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα, άνοιξη  και  πάλι  καλοκαίρι …όλα  αυτά  τα  χρόνια. Αέναοι  κύκλοι  ζωής που  χαράζονταν  πάνω τους, πάνω  στους  ρόζους, γεμάτοι  σοφές  εμπειρίες, ακίνητες  υπομονές, πληρωμένες  ελευθερίες. Η  φύση  βρίσκεται  παντού…στα  πεσμένα  φύλλα του  φθινοπώρου, στην  ελευθερία  του  ήλιου  που  έλουζε  τη  βιτρίνα -με  το  άλλοτε  ανυπόφορο  φως  του,- στο  «σας  ευχαριστώ  πολύ»  του  κυρίου  Σαράντου  ύστερα από  τις αγορές των πελατών , αλλά και  στις  αμέτρητες  στιγμές  που  βρίσκουν  μαζί, πλάι την  μία  στην  άλλη, τις  κούκλες. Κούκλες  που  ντύθηκαν όλα  αυτά  τα  χρόνια  τις μοίρες  της  μόδας, τις  ανάγκες  των  πελατών, τη  φροντίδα  και  τακτοποίηση  των  ρούχων  πάνω  τους  σε  καθημερινή  βάση ,έτσι ώστε  να  είναι  έτοιμες  στα  πρώτα  βλέμματα  των  υποψήφιων  αγοραστών, σε  αυτή  την  καθημερινή  μάχη  της  επιβίωσης.
  Υπήρχαν φορές που  ένιωθαν  φτηνές…ένιωθαν  πολλά  περιπαικτικά  μάτια  να  τις  κοιτάζουν  εξονυχιστικά  και  αυτές  εκεί  ακίνητες  να  δείχνουν τις  πραγμάτειες τους  με  την  τιμή  τους….σαν  πουτάνες  που  στέκονται  εκεί  και  οι  περαστικοί  κάνουν  μάτι… μάτι  στις  επιθυμίες  τους. Αν  είχαν  στόμα  τι  θα  είχαν  να  μας  πουν  άραγε? Μα  μιλούν. Αρκεί  να  είσαι  ικανός  να  τις  ακούσεις, να  τις αφουγκραστείς. Μιλούν, ακούν, βλέπουν, σκέφτονται  μέρα  νύχτα  εκεί…συμφωνούν, διαφωνούν ,απλά  στερούνται  το  δικαίωμα  της  κίνησης..λες και  έχουν  το  ρόλο  του  άκοπου, ακίνητου φρουρού της πραγματικότητας. Δεν θυμάσαι  εκείνο  το  απόγευμα  της  Δευτέρας, όπου  τα  μαγαζιά  ήταν  κλειστά? Τσουχτερό το  κρύο  εκείνον τον  Δεκέμβρη  του 2008  και  εκείνος  ο πιτσιρικάς  αφού  είχε  αποκάμει  όλη  τη  μέρα  παίζοντας  το  ακορντεόν για  να  μαζέψει  κανένα  νόμισμα  για  να  αγοράσει  κάτι  να  φάει, έκατσε  να  ξαποστάσει  στο  προσκέφαλο  της  βιτρίνας…ήταν  η  αγαπημένη του, του θύμιζε  την  οικογένειά  του, τον  μπαμπά  και  τη  μαμά  του…στην  Τσετσενία της πρώην  ΕΣΣΔ. Τους δικούς του ,τους  πιάσαν στα  σύνορα και  τους  στείλαν πίσω. Αυτός κατάφερε  να  ξεγλιστρήσει πίσω  από τους  μεγάλους  κορμούς των  δέντρων  στο Δέλτα του Έβρου πριν  από  μερικούς  μήνες. Και να σου τώρα δω  ο  δωδεκάχρονος  πιτσιρικάς  σουλατσάριζε  εδώ  και  εκεί  όλο  το  κέντρο  της  Αθήνας, με  το  πρώτο ήχο  του  σκουπιδιάρικου- από  τα  ξημερώματα. Τα  πόδια  του αδύνατα και ταλαιπωρημένα. Ξύλινα και ακούραστα. Ο μικρός  Οδυσσέας  έβρισκε  καταφύγιο  για  τον  ύπνο του, στην  εσοχή  που  είχε  το  μαγαζί  του  κυρίου  Σαράντου. Εκεί  άπλωνε την  πραγμάτειά  του..καμιά  χαρτόκουτα  και το  βαρύ  παλτό  του  που  κουβαλούσε  κατάσαρκα  πάνω  του. Σωσίβιο  στο  κρύο. Λίγο πριν  κοιμηθεί  πήγαινε  στη  βιτρίνα  και  τους μίλαγε, τους τα  έλεγε όλα…για το φόβο του  που  είναι  μόνος, για  το  πόσο του  λείπουν  οι  δικοί του, για την  πείνα του, για  τα  όνειρά του… ναι  είχε  όνειρα αυτός ο μελαχρινός  πιτσιρικάς. Τι  όνειρα? Να  ένα  από αυτά  ήταν  να  μπει  και  αυτός στην  βιτρίνα  στο  κενό  που  υπήρχε  ανάμεσα στο μπαμπά κούκλο και  στην  μαμά  κούκλα και να  ξαναγίνουν έτσι…οικογένεια. Το  προσδοκούσε κάθε  μέρα, τούς  έβλεπε  εκεί  να  στέκονται  αγέρωχοι, έτοιμοι  για  το  κλικ  μιας  φωτογραφίας  που  θα  γραφόταν  στο  κλικ  της  καρδιάς  του. Τους  έβλεπε εκεί,  με  τα  ζεστά  παλτά  τους, ντυμένοι  με  τα  όμορφα  κασκόλ και  καπέλα  τους  και  πριν  τους  πει  καληνύχτα,  τούς  έπαιζε  εκείνο  το  τσετσένικο  σκοπό  στο  ακορντεόν που  έπαιζε  ο  πατέρας  του  κάθε  Κυριακή  καθώς  γύρναγαν  από  την  εκκλησία  στο μεσημεριανό  τραπέζι…Άνοιγε  και  έκλεινε  τα  συναισθήματά του σε αυτό το ακορντεόν και η μουσική που έβγαινε ήταν  συμπαντική..ξαπόσταιναν  οι  ψυχές  των  δρόμων, άστραφταν  τα  φώτα  των  βιτρινών , όπως  τα  αστέρια ,άκουγε  την  καληνύχτα  του  μπαμπά  και  της  μαμάς  κούκλας  προς  σε  αυτόν  για  να  τον  συντροφεύσουν  στο  ενύπνιο  όνειρο  και  τούτης  της νύχτας.
    Μα  και  αυτές  για  να  αντέξουν  αυτές  τις  παγερές  βραδιές , μίλαγαν  με  τη  σιωπή  τους, για  τον  έρωτά  τους. Ήταν ένας  ιδιότυπος  έρωτας, καθώς  ποτέ  δεν  μπόρεσαν  να  αγγίξουν  το  χέρι  ο  ένας  του  άλλου, τα  χείλη  να  βάλουν  τα  όρια  στο  άλλο  στόμα, οι  ανάσες τους  να  έπεφταν  σαν ζέση  λυτρωτική  στο  λαιμό τους. Αλλά  ήταν  ο πιο  απελέκητος  έρωτας. Είναι  ο  έρωτας  αυτός  όπου  τα  άκρα  της  καρδιάς  παίζουν  τα  παιχνίδια  που  θα  έπαιζαν  τα  άκρα  των  σωμάτων.  Απελέκητη  από  τη  φθορά  και  την  επανάληψη ,αφού ποτέ  δεν  υπήρξε  η  πρώτη  φορά  σε όλα  αυτά  για  αυτές…και  η  πίστη  τους είχε  πάρει  το ρόλο  της  προσμονής  μέχρι  την  πρώτη  απογοήτευση  που  όμως  ποτέ  δεν  έρχεται,  με  το  ξύλινο  σώμα  τους  τότε  να  γεμίζει  από  όλες  τις  εποχές… τα  κύτταρά  τους να  είναι  οι  ρίζες  της  άνοιξης, τα  νεύρα  τους  οι  καρποί  του  καλοκαιριού, τα  φύλλα  τους  οι  στιγμές  που  πέφτουν  και  που  θα  ξαναβλαστήσουν, θα γίνουν  πρώτα  λίπασμα  και  αυτής  της  ζωής, ζωής  ανθοφόρας, αναγεννησιακής. Ζωή  με  χαρμολύπη. Μέχρι  να  κοπούν  και  να  γίνουν  κούκλες  σε  μια  βιτρίνα. Δεν τις  άφησαν  να  έχουν  σε  όλα  αυτά  την  πρώτη  τους  φορά. Παρά  μονάχα  τους  επιβλήθηκε  αυτή  η  απελέκητη  ακινησία, που  φαινόταν  μόνο  στα  βλέμματα  των ανθρώπων. Ενώ  μέσα  τους  κουβάλαγαν  ήδη  μια  γεννουσιουργό ζωή, γεμάτη  με  τα  μυστικά  του  δάσους, τις  φωλιές των πουλιών ,με τα  τραγούδια  τους, τα  ξωτικά  που έπαιζαν  με  τις αστραπές  και  τις  αχτίδες  για  να  φωτίζουν  τις  ανείπωτες ιστορίες τους, τις  ρίζες  που  άπλωναν  τα  νεύρα  τους  για  να  αισθανθούν  τη  θαλπωρή  της  μάνας  γης  και  τα  κλαδιά  τους  που  ξεμυτούσαν  όλο  και  πιο  ψηλά  λες  και  θα  άγγιζαν  τον  πατέρα  ουρανό  τους. Όλα  αυτά  καλά  κρυμμένα  σε  αυτή  την  ακινησία. Και  λίγοι  αυτοί,  που  ήταν  ικανοί  να δουν την  κίνηση  της  ζωής  μέσα  σε  αυτήν  την  ακινησία. Λες  και  οι  κινήσεις όλων  των  ανθρώπων  που  είναι  μυριάδες  με  πολλές κατευθύνσεις  και  χρόνους  σημαίνουν  πως  πάντα  οδηγούν  σε  τοκετούς  που  γεννούν  ζωή. Συνήθως  όμως  οδηγούν  σε  μια  τελματική  επιφανειακή  ακινησία, σε μια  ύπουλη  αδράνεια  του  νου  και  της  καρδιάς. 
    Ακούραστοι  παρατηρητές  της  καθημερινότητας, σιωπηλοί  «εξομολογητές»  των  σκέψεων  των  περαστικών  που  ακούμπαγαν πάνω  τους, υπομονετικοί  κομπάρσοι  που  «ενσάρκωναν»  τους  ρόλους  που τους επιβάλλονταν. Αφού ήταν τόσο  δυνατές  συναισθηματικά  οι  καταστάσεις  αυτές  που  δεν  νοιάζονταν με τι  ρούχα  ήταν  ντυμένες, αλλά  πρόσμεναν  να  ντυθούν  με  τις  εσωτερικές  σκέψεις όλων αυτών  που  στέκονταν  αντίκρυ  τους  και  τους  παρατηρούσαν. Ή  που  απλά  κάθονταν  εκεί  απέναντί τους –λες  και  ήταν  σημείο  αναφοράς- σε  γεγονότα  προσωπικά  των  ανθρώπων …όπως  εκείνο  την  άνοιξη ,στο  χωρισμό ενός  ζευγαριού.
« -Είσαι ένα  κορμί  χωρίς  ψυχή, όπως  αυτές  οι  κούκλες  της βιτρίνας
    -Δεν  είναι  έτσι, δεν  με καταλαβαίνεις…
    -Τα  έσβησες  όλα  μονοκοντυλιά.. σε  αγαπώ  Θωμά, όμως  εσύ  τα  καταστρέφεις  όλα. Όλα, όλα  με ακούς? Εσύ  ακούς  μόνο  τον  εγωισμό  σου.
   -Πες  ότι θες, ότι φταίω  εγώ  για όλα  Ελπίδα ,αλλά  το  θέμα  τελείωσε  μεταξύ  μας. Δεν  ωφελεί  να  αναζητάς αυτό που  έχει  φύγει  και  εγώ  έχω  φύγει  από  τη  σχέση αυτή  εδώ και καιρό. Γεια  σου  και  να  προσέχεις. Να  βρεις  κάποιον που  σου  αξίζει…
   -Για  μένα  αξίζεις  εσύ!
   -Αντίο..να  προσέχεις ».                                                                                                                          
 -Ανοησίες  δεν  τις  λέει ? Δεν συμφωνείς? Από  τι  να  προσέχει άντρα  μου?( ρώτησε  η  κούκλα  τον  κούκλο)
 -Να  προσέχει… να  προσέχει… Αλήθεια από τι  εννοούσε? 
-Ίσως  να  εννοούσε  να  προσέχει  να μην  αγαπά κορμιά  στεγνά, χωρίς  ψυχή, ξύλινα… χωρίς  να  έχουν  μέσα  τους  τα  αινίγματα  και  τις  μνήμες της  φύσης  ,που  μέσα  από  τα  συναισθήματα  σιγά- σιγά  λύνονται  και  δεν  ξεχνιούνται. Αντριεύουν  και οδηγούν σε  άλλους  χρησμούς  που  θα  ερμηνευθούν με  τον  καιρό  και  θα  οδηγήσουν  σε  άλλα  αινίγματα.
 -Δηλαδή  αυτό  είναι  η  ζωή ..αινίγματα  και  χρησμοί  γυναίκα  μου ?
-Κάπως έτσι… Αλλά ίσως  τελικά  το  αίνιγμα  δεν  πρέπει  να  λύνεται ,αλλά  να  βιώνεται και  τότε  πίστεψέ  με  θα  βγουν  όλες  οι  αλήθειες. Αλήθειες  χωρίς  λήθη ,γιατί  τα  βιώματα  αυτά  θα  χαρτογραφούνται  μέσα  στην  ψυχή  ,αλλά  και  στους  χρησμούς  που  ο  τελικός  σκοπός  τους  να  μην  είναι  να  ερμηνεύονται  ,αλλά να  στέκονται  εκεί  δείχνοντας   το  χρηστικό  στοιχείο  που  έχει  ο  καθένας τους  και  που  θα  πρέπει  να  τον  ανακαλύπτουμε  για  να  κάνουμε  πιο  ζωηφόρες τις  απελέκητες  βεβαιότητες  μας , μέχρι  να  πελεκηθούν  στο  σχήμα  του  τέλους, της  ολοκλήρωσης  μιας  χρονικής  στιγμής  που  από  τη  ρωγμή  της  θα  πλημμυρίσουν  τα  έσω  μας με φως  και  μόνο  με  φως.

        Και  οι  μέρες  περνούσαν αδιάκοπα  , γεμάτες  επαναλήψεις, κενά  πράξεων  και  νοημάτων. Περνούσαν  σαν  αντίστροφη  διαδικασία…λίγο πριν το τέλος αφού οι πωλήσεις  του  καταστήματος  έπεφταν  κατακόρυφα. Το  λουκέτο  προ  των πυλών. Το  μόνο  που  έδινε  ακόμα ζωή  σε  αυτό  το μαγαζί  ήταν  οι  ζωές  των  άλλων..το  καταφύγιο  του  Οδυσσέα  και  οι  ιστορίες  ανθρώπων που τις κράταγαν  σαν  μυστικά ζωής οι κούκλες. Όπως  εκείνη  πριν  δύο  καλοκαίρια. Αύγουστος, η  Αθήνα  πανέμορφη, παράξενα  ήσυχη, που στα  σπλάχνα  της  πλέον  δεν  στριμώχνονταν  άνθρωποι  και  αυτοκίνητα, άγχη  και  κορναρίσματα…αλλά τα  λεύκα και τα ερυθρά  αιμοσφαίρια  έρρεαν  ανενόχλητα στο αίμα  της ,στους  δρόμους της, στους τόπους της. Πανσέληνος  Αυγούστου, πανσέληνος  περιπάτου. Η  Υπακοή  είχε  κατέβει  με  τη  δίδυμη  αδελφή  της  την  Ελευθερία  για  μια  απόδραση- βόλτα στους μεγάλους δρόμους  της πόλης. Ιδανική  στιγμή να  την  σκαπουλάρουν  από  τις  στενόχωρες  πολυκατοικίες  των  Πατησίων. Ιδανικός  χρόνος  μέσα  στο χώρο, αφού η  Ελευθερία, στην έξοδό  της  προς  στο  φως  της  ζωής  συνάντησε  σκοτάδι. Εκ γεννετής  τυφλή, με  την  όραση  των  αισθήσεων  της  να  δίνει  τη  μάχη  για  το  πως, το που ,και  το  γιατί  των  πραγμάτων  που  δεν  έβλεπε. Το  δεκανίκι  της  η  φαντασία  και  τα  μάτια  της  αδελφής  της. Οι  δύο  19χρονες αδελφές  είχαν  εφεύρει  ένα  δικό  τους  παιχνίδι, που  εκείνο  το  βράδυ  οι  δυο  κούκλες  έμελλε  να  πρωταγωνιστήσουν  σε  αυτό. Οι  όροι  απλοί. Η  Υπακοή  περιέγραφε  τα  πιο  επίμαχα  χαρακτηριστικά των  βιτρινών και  η Ελευθερία  προσπαθούσε  να  βρει  τι  φιλοξενούσαν  όλες  αυτές  οι  βιτρίνες. Νικητής? Η  ζωή  που  υπάρχει  και  πέρα  από  τις  αισθήσεις, πες  την  έκτη  αίσθηση, πες  την  όραση  ψυχής, πες  την  ακόρεστη  δίψα  για  να  κερδίσει  έστω  και  στην  στροφή  που  οδηγεί  λίγο  πριν  το  σκοτεινό  τούνελ.


  -Θυμάσαι?
  -Τι  να  θυμηθώ  γυναίκα  μου?
  -Μας  είχαν  αφήσει  άντυτες  εκείνη  την  Κυριακή, ένεκα  αλλαγή  βιτρίνας  τη  Δευτέρα  πρωί- πρωί.
  -Μα  είχε  ανυπόφορη  ζέστη  για  αυτό..άφησαν  το  ξύλο  μας  να  αναπνεύσει. 
 -Ίσως  , αλλά  ήταν  η πρώτη  μας  φορά  που  εκτεθήκαμε  γυμνοί, που  αφεθήκαμε  με την  ελευθερία  της  γύμνιας  μας  σε  αυτό  το  τυφλό  βλέμμα  που  μπόρεσε  να  δει  τόσα  πολλά, τόσο  βαθιά… που  η  ντροπή  μας  έγινε  αόρατη, που  οι  πόροι  των  σωμάτων  μας ανέπνευσαν  με  το  μυαλό, τη  φαντασία  αυτής της  κοπέλας. Λες  και  ήμασταν  η  θεραπεία  της , μια  θεραπεία  που  κράταγε  σε  εγρήγορση όλες  τις  άλλες  αισθήσεις  της. Αισθήσεις που την  κάναν νικήτρια όχι  μόνο  απέναντι  στην  ανημποριά  της να  μην  βλέπει ,αλλά  και  στις αναπηρίες των  ανθρώπων  να  την  δουν  κατάματα….ισότιμα.

      Το μπαστούνι   της  ακούμπησε στο  παλιό  κουφάρι, στο  περίγραμμα  της  βιτρίνας.
« - Λοιπόν  αυτή  εδώ  επιλέγω. Πάμε? Πόσο είναι  το σκορ?
  -Νομίζω  ισοπαλία..θες  τούτη  εδώ  η  βιτρίνα  να  κρίνει  το  παιχνίδι? Ο  χαμένος  κερνά  παγωτό.
 -Πάμε  λοιπόν, είμαι έτοιμη.
 -Μια  ψηλή  και μια κοντή. Χωρίς  χρώμα  ή  μάλλον  έχουν  το χρώμα  του  δάσους, έτσι  για  να  το  κάνω  πιο  ενδιαφέρον. Δεν  υπάρχει  τίποτα  τριγύρω, κανένα  αντικείμενο, καμιά  τιμή. Απλά  τώρα  που  κοιτάζω  πιο  προσεχτικά  έχουν  κάτι  πάνω  τους ,όπως έχουν τις ρυτίδες  οι  άνθρωποι…»

 -Έλα  άντρα  μου, συγκεντρώσου , μαζί μόνο  μπορούμε να  γίνουμε  ένα και  να  τις  στείλουμε από  τα  γυμνά  κορμιά μας την ομορφιά  των γυμνών  δέντρων που  αποκαλύπτουν  την  απλότητά  τους… τα  κλαδιά  που  έγιναν γωνιές  για φωλιές  κύκλων  ζωής, που  έγιναν  στηρίγματα  για  φύλλα, που έγιναν χέρια  που θα  κρατούν  καρπούς. 
 -Έχεις  δίκιο, πάμε  να  δείξουμε  τη ζωή  της  φύσης  ενάντια  στην  ακινησία  μας  , όπως  αυτή η  κοπέλα  δεν  μπορεί  να  δει, εμείς  δεν  μπορούμε  να  κινηθούμε. Πάμε λοιπόν  να  ενώσουμε  τις  αναπηρίες  μας, με  την  εσώτερη κίνηση  μας  που  θα  οδηγήσει  στην  εσώτερη  όρασή  της.


« -Έλα  λοιπόν  Ελευθερία, για  πες? Σε  δυσκόλεψε  λίγο?
  -Όχι..εε, όχι  απλώς  πρώτη  φορά  μου  τυχαίνει  να  περιγράψω  τις  εμπειρίες  της  φύσης  μέσα  από  τις  ιστορίες  των  ρόζων  αυτών  των  ξύλινων γυμνών κούκλων.
  -Μα  πως  το  κατάλαβες?
  -Ένιωσα  το  άγγιγμα  τους  μέσα μου γυμνό, ανιδιοτελές, καθάριο.. ανθρώπινο. Ένιωσα  πως  μετά  τη  γέννα  και  των  δυο  μας  προικιστήκαμε με  τις  δυνατές  αδυναμίες  μας να  αντιλαμβανόμαστε τους  κόσμους  μέσα  από  μια  διαφορετική  ματιά  ας  πούμε, πως  γίνεται να  αισθανθείς  ένα  ακίνητο άγγιγμα? Μυστήριο  θα πεις αλλά  το  ένιωσα  αυτό. Το  αισθάνθηκα  ως  μια  προέκταση  ζεστασιάς  που  δύσκολα  στο  δίνουν  οι  άνθρωποι τριγύρω, αφού  οι  περισσότεροι  με  αγγίζουν  από  λύπη. Αφού  εγώ  δεν  θέλω  να  με λυπούνται  αδελφούλα  αυτοί  γιατί  με λυπούνται? Ε?
 -Μην  αναστατώνεσαι  , έλα  έλα  πάμε  να  φύγουμε. Ήταν  μια  κακή  ιδέα  αυτό το  παιχνίδι. Έλα  πάμε  για  παγωτό.» 

 -Είδες  άντρα  μου? Υπάρχουν  άνθρωποι  που  νιώθουν εντελώς  μόνοι  εκεί  έξω…μόνοι μέσα  σε  τόσες  αμέτρητες  παρουσίες. Ευτυχώς εγώ  έχω εσένα..
 - Και  εγώ  εσένα! Κοινή  η  ρίζα μας… Κοιμήσου  τώρα. Αύριο  μας  περιμένει  δύσκολη  μέρα.     Καληνύχτα.
 -Καληνύχτα.         


        H  πόλη  καιρό  με  τον  καιρό, μέρα  με  τη  μέρα  οσφρίζεται  τις  καινούργιες  μυρωδιές  και  αποδιώχνει  από  πάνω  της  το  πέπλο  της  αιθαλομίχλης  από  τα  κρύα  βράδια  του  χειμώνα. Λες  και  ο  δρόμος  της  Ζωοδόχου  Πηγής  να  φόρεσε  την  ανοιξιάτικη  αλλαξιά  της, να  ξεπρόβαλλε  τα  μονοπάτια  της  και  να  περίμενε  όλοι  οι  δρόμοι  να  διασταυρωθούν  με τον  δικό  της. Το  δρόμο  της… Απρίλης  πια. Μήνας  που  αρχίζει  με  ψεύτικες  αλήθειες  ή  αληθινά  ψέματα. Μήνας  όπου  διαδέχεται έναν  σκληρό  και  κρύο  Μάρτη. Ήδη  τα  άνθη  των  δέντρων  δίνουν  την  δικιά  τους  παράσταση  και  τα  μικρά  πουλιά  συνοδεύουν  στον  δικό  τους  ήχο  την  ορχήστρα  της  φύσης  για  να ευχαριστήσουν  όλες  τις αισθήσεις  των περαστικών. Ο  κύριος  Χρόνης  σιγοντάρει  με  ένα  όμορφο  σκοπό  σφυρίζοντας  στην  βόλτα  του  με  τη  γυναίκα  του, την  κυρία  Πίστη. Χρόνια  τώρα  πελάτες  του  κυρίου  Σαράντη. Δεκαετίες  ολάκερες. Σαν αυτούς  τους  ανθρώπους  που  μένουν  πιστοί  σε  οτιδήποτε  το  εκτιμούν, σε  οτιδήποτε  τους  ικανοποιεί,  ακόμα  και  σαν  μια καλή  συνήθεια. Τα  σώματά  τους , κουβαλούσαν τις πάμπολλες  δεκαετίες  της  ζωής  τους. 82  χρόνων  ο  κύριος  Χρόνης, 75  χρόνων η κυρία  Πίστη. Πενήντα  χρόνια  συνοδοιπόροι  σε  αυτή  τη  ζωή , με  αγάπη , σεβασμό  και  εμπιστοσύνη  ο  ένας  για  τον  άλλον. Πενήντα χρόνια. Γεμάτα  πίστη  στο  χρόνο  που  είναι  μαζί. Σήμερα  λοιπόν  είχαν  την  επέτειό τους. Και όπως κάθε επέτειος  τα  τελευταία  χρόνια, έρχονταν  εδώ  στο  μαγαζί  του  κυρίου  Σαράντη  για  να  πάρουν  ένα δώρο  ο  ένας  στον  άλλον. Ο κύριος  Χρόνης πάντοτε  στις  βόλτες  τους τη  κρατούσε  από  το  χέρι  την  αγαπημένη  του  Πίστη. Ιδίως  τον  τελευταίο  καιρό  που  η κυρία  Πίστη  είχε  αστάθεια  στα  βήματά  της  λόγω  μιας  πάθησης. Το  σκαρί  του κυρίου Χρόνη  πιο  ανθεκτικό  απέναντι  στη  φθορά  των  δεκαετιών  που  πέρασαν  από  το  σώμα  του.
-Αγαπημένη  μου  Πίστη, φτάσαμε. Θα  ξαναδούμε  μετά  από  καιρό  και  τον  φίλο  μας, τον  κύριο Σαράντη… θα  μας  πει  και  τα  νέα  του  βέβαια.
-Και  εμείς  Χρόνη  μου  τι  νέα  έχουμε  να  του  πούμε?(είπε  με  βαθύ  αναστεναγμό). Τι  νέα?  Ότι  κάθε  μέρα  που  περνά  όλο  και  νιώθω  πιο  ανήμπορη, πιο  κουρασμένη? Και  ταλαιπωρώ και  εσένα  μαζί  μου!
-Μα  τι  λες  Πίστη  μου? Δεν είναι έτσι. Και  εάν τα σώματά  μας  δεν  ακολουθούν  τα  πεταρίσματα  της  καρδιάς  μας  εμείς  φταίμε? Όχι  βέβαια..(είπε  γελώντας)
Ένα  δάκρυ  συγκίνησης  γλίστρησε  στο  ζαρωμένο  μάγουλό  της  μα το  ταξίδι  του  σύντομο, γιατί  ένα  γνώριμο, οικείο, ζεστό  χέρι  ήταν  εκεί  να  το σκουπίσει. Του κυρίου  Χρόνη.
-Γλυκιά μου, η  πίστη  στα  συναισθήματα  μου  για  εσένα, η πίστη  σε  αυτά  που  καταφέραμε, η πίστη  στο  να  μην  αφήσουμε  τις  ψυχές  μας  να  γεράσουν έκανε  τα  πενήντα  χρόνια  που  είμαστε  μαζί  να μην έχουν αρχή  και  τέλος. Πενήντα  χρόνια  σαν  μια  αναπνοή  που  εισπνεύσαμε και  τώρα  εκπνέουμε  τις  εμπειρίες  της  με  όλες  τις  χαρές  και  τις  λύπες. Οι  μνήμες  μας , έχουν  μείνει  χαραγμένες  πάνω  στα  σώματά  μας. Μέσα  στα  σώματά  μας. Μέσα  στα  χέρια  μας  που  είναι  κρατημένα  με  στοργή  και  αγάπη  αυτή  τη  στιγμή… έλα  τώρα  μην λυπάσαι….Άντε  για  δες  τη  βιτρίνα  Πίστη  μου  για  να  δεις  αν  σου  αρέσει  κάτι….
Ο  κούκλος  και  η  κούκλα  αφουγκράζονταν  την   κουβέντα  του ηλικιωμένου  ζευγαριού.
-Δηλαδή  εμείς  δεν  θα  γεράσουμε μαζί?  Δεν  θα  μου  κρατήσεις  και  μένα  το  χέρι  μου? είπε  με  παράπονο  η  κούκλα  στον κούκλο.
-Θα  γίνει  και  αυτό. Το  νιώθω. Θα  γίνει  και  το  άγγιγμά  μας  θα  γίνει  παντοτινό. Όσο  για  το  εάν  γεράσουμε  μαζί….μα  ήδη  όλα αυτά  τα  χρόνια  τα  δικά  μου  γηρατειά  συντροφεύουν  τα  δικά  σου  και τα  δικά  σου τα  δικά  μου, αγάπη  μου. Είμαστε  όμως  στο  δικό  μας χρόνο, σε  αυτόν της  ακινησίας. Μην το  ξεχνάς….Θα  έρθει  η  στιγμή  που  η  πίστη στην  αγάπη  μας θα  μας  ελευθερώσει  και  τότε  εσύ  και  εγώ, εγώ  και  εσύ  δεν  θα  είμαστε  ούτε  εγώ  ούτε  εσύ. Θα  είμαστε  ένα. ‘Εχε  πίστη!     
    Οι  μήνες  και  οι  εποχές  έδιναν  τα  κλειδιά  του χρόνου  η  μια στην  άλλη …Έφτασε  ο  χειμώνας ,καθάριος, λιτός, παγωμένος. Εκεί, που  ο  ίδιος  ζητά  το αντίπαλο  δέος  του. Παντού  και  με  οποιοδήποτε   τρόπο. Για  να  έχει  αξία  η  εποχή  του. Ο  μικρός  Οδυσσέας  έβρισκε  πιο  συχνά  κατάλυμα στην εσοχή του  μαγαζιού, αφού  πλέον οι  μέρες  και  οι  νύχτες  ήταν ίδιες. Κρύες  και  μοναχικές. Το  μαγαζί  του  κυρίου  Σαράντη  έκλεισε. Μπήκε  λουκέτο. Πήραν  εδώ  και  λίγες  μέρες  όλο  το  εμπόρευμα  του  και το  έδωσαν  κοψοχρονιάς σε  πωλητές  που  είχαν  πάγκους  σε  πανηγύρια. Οτιδήποτε  άλλο  πήγαινε  σε  ένα  σωρό  από  σκουπίδια  ,που  είχε  δημιουργηθεί  λίγο  παράμερα  από το  μαγαζί  με  τα  πλέον  φθαρμένα  άψυχα  αντικείμενά  του. Εκεί  μια  μέρα  ο  Οδυσσέας  βρήκε  πεταμένες  και  τις  δυο  κούκλες. Ξεβιδωμένες  από  τη  μέση  και κάτω  σε  δυο  μέρη. Με  μιας  λοιπόν  ο  μικρός  μουσικάντης  τής  πήρε  στο  μικρό του  καταφύγιο  και  έτσι  με  αυτόν  τον  τρόπο  είχε  ξανά  την οικογένεια  μαζί του. Τους έπαιζε  τη μουσική του ,τους  αφηγούνταν  τί  θυμόταν από  την  πατρίδα του ,τους έκανε  χίλιες δυο  ερωτήσεις οι οποίες  έβρισκαν  απάντηση  στα  όνειρά  του. Μα  προπάντων,  τους  είχε  τοποθετήσει  να  είναι  τα  δυο  κορμιά  τους  σαν  μια  ανθρώπινη  φάτνη, έστω και  με  αυτόν  τον  άδοξο  τρόπο  το  χέρι  του  κούκλου  ακουμπούσε  πλέον το χέρι της κούκλας.Αυτό το άγγιγμά τους σήμαινε  και  την  ολοκλήρωσή  τους. Ολοκλήρωση  μιας  ζωής  που  πλέον  έγιναν  ένα  και  αυτό  το  ένα, ένα  με  τη  φύση. Πλέον  το  ζητούμενό  τους  ήταν  να  προστατεύσουν  το παιδί  τους  .Τον Οδυσσέα.
  Είχαν έρθει Χριστούγεννα.Σήμερα παραμονή  Χριστουγέννων.Ο  μικρός  φίλος  μας  εξαντλημένος   και  ταλαιπωρημένος. Τα  χρήματα που κέρδισε ήταν ελάχιστα. Αυτή  η  κρίση  πρωτίστως  έδειχνε  ξεδιάντροπα  τη  φτώχεια  των  ανθρώπινων  συναισθημάτων  και  μετά  τη  συνέπεια  της  στη  φτώχεια  των  περιθωριακών  ανθρώπων. Διαπεραστικό  το  κρύο. Εδώ  και κανά  δυο  βδομάδες. Ο  Οδυσσέας  το  βράδυ  της  παραμονής  μάζεψε  κάτι  ξύλα  που  βρήκε  στο κάδο απορριμμάτων  και  άναψε  μια  φωτιά  σε  ένα  βαρέλι  που είχε  βρει. Αυτή  ήταν  η  δικιά του  θέρμανση. Δυστυχώς  τα  ξύλα  λίγα  για  τόσο  κρύο. Δεν  θα  του  έφταναν  για  αυτή  τη  νύχτα. Αποκαμωμένος,  όπως  ήταν δεν  είχε  το  κουράγιο  να  ψάξει  να  βρει  κάτι  περισσότερο. Ίσα- ίσα  που  άναψε  τη  φωτιά  και  αποκοιμήθηκε  από  την  εξάντλησή  του  κάτω  από  τις  δυο  κούκλες. Στην  μάχη  αυτή , καθώς  οι  ώρες  περνούσαν , το  παγερό  κρύο  κέρδιζε  την  φλόγα  που  κόντευε  να  ξεμείνει  από  ανάσες  και  λιγόστευε  σιγά- σιγά…
 Σαν  σήμερα  γεννήθηκε  ο  Χριστός. Σαν  σήμερα  οι  ψυχές  των  ανθρώπων  βρήκαν  τον  Σωτήρα  τους. Σαν  σήμερα  λοιπόν  δυο  άλλες  ψυχές  ήθελαν  να  βρουν  τη  δικιά  τους  σωτηρία.
-Αγάπη  μου, δεν θα  αντέξει  να  βγάλει  το  βράδυ  ο  μικρός  μας  φίλος.
-Το  νιώθω πως  είναι  ακατόρθωτο  για  αυτόν.
-Είναι  η  ώρα  μας, μας το λεν  οι  ψυχές  μας.
-Ναι  ψυχή  μου  είναι  η  ώρα που η  ακινησία  μας  θα  μετουσιωθεί  σε αγάπη  φωτεινή ,ζεστή…. όταν «καίγεται» μια ψυχή , εξιλεώνεται , γίνεται ένα με τον Δημιουργό της.
-Σε  αγαπώ…
-Σε  αγαπώ  και  εγώ! Θα  είμαστε  πλέον  μαζί  για  πάντα , από  κάπου  αλλού  όμως.

Οι  ψυχές  των  κούκλων  βοηθούν  την  ψυχή  του  Οδυσσέα  και  με  ένα  σάλτο, σαν  θαύμα  Χριστουγέννων, η ακινησία  τους  προδόθηκε  ευχάριστα. Καθώς  καιγόντουσαν  στο  βαρέλι,  το  κάψιμο  του  ξύλου  τους , έβγαζε  έναν  ήχο σαν αυτόν του  τσετσένικου  τραγουδιού του πατέρα  του  Οδυσσέα. Που  μίλαγε  για  κάτι  ξυλοκόπους  στα  αχανή  δάση  της  Ρωσίας ,οι  ,οποίοι  χάνονταν σε αυτά, μα  που επέστρεφαν μετά  από  καιρό  με  την  απλόχερη  πραγμάτεια , που  τους  έδινε  η  φύση  για  να θρέψουν  αυτούς  και  τις  οικογένειές  τους. Μιλούσε  για  μια  μυστική  συμφωνία  Θεού  και  ανθρώπου.
   Ζωοδόχου  Πηγής  και  Ακαδημίας  γωνία, εκεί  που  κατοικούν  τα  θαύματα  και  σε  όσους  περνάν  από  εκεί  τους  δίνεται  η  βέβαιη αίσθηση  ότι  κατοικούν  μέσα  τους.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Η σκέψη μου απόψε σουλατσάρει στα στενά δρομάκια της πόλης ..


   Γελώ για να μην κλάψω. Σαν ένας δεινός καταδύτης της καρδιάς, σαν ένας άυλος διανοούμενος που δεν γνωρίζει παρά μονάχα δυο αξίες, το εφικτό και το ανέφικτο .Στο έσχατο της πραγματικότητάς μου, η προσωπική μου ζωή βρίθει από ανασφάλειες, από συναισθήματα, από λάθη, από εμπειρίες. Τα λύτρα της παρουσίας μου αναζητούν τον καλύτερο κλέφτη για να δοθούν. Εύχομαι να είναι κάποιο βλέμμα ενός παιδιού. Εκεί σε αυτό το βλέμμα θα βρει αξία το δρομολόγιο της ζωής μου. Για αυτό ζηλεύω τα παιδιά. Για αυτό θα πρέπει να παραμείνουμε παιδιά και να συνεχίζουμε να παίζουμε. Το ωραιότερο είναι να μην πνίγει το παιδί που φέρει ο καθένας μέσα μας. Γιατί αυτό το παιδί ,το οποίο έχουμε μέσα μας, είναι αυτό που μας βοηθάει να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Έτσι διατηρώ ακόμα την ανάγκη να κάνω λάθη και αταξίες, να βρίσκω  τη σωτηρία μέσα σε έναν κόσμο στον οποίο οι φόβοι μου θέλουν να ησυχάσουν. Για αυτό σου λέω μην σκοτώνεις το παιδί μέσα σου. Ειδάλλως θα υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο? Έτσι όπως ζούμε μάλλον όχι. Βγάλτε λοιπόν την ψυχή σας σε κοινή θέα , έξω από την αποστειρωμένη γυάλα της ηθικής και της έκφρασης. Βγείτε από την κατεστημένη λογική που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της ομοιομορφίας. Ας παρατήσουμε αυτόν τον αγώνα της κατά μόνας εγωιστικής επιβίωσης....η σκέψη μου απόψε σουλατσάρει στα στενά δρομάκια της πόλης για να βρει κάποιο παιδί να παίξει.

Τούτο να θυμάσαι:παντού και πάντα να με προσέχεις...


    Πρέπει να δίνεις παλάτια στις ιδέες σου και όχι φυλακές.Νομίζω ότι έχω μια τρομακτική ικανότητα να υποφέρω τα πάντα, αλλά την ιδέα ότι ίσως συμβάλλω στο να κάνω τον πόνο του ανθρώπου πιο πολύ, δεν την αντέχω.Όχι αυτό δεν το αντέχω.Τι δικαίωμα έχει κανείς να κάνει τον πόνο ακόμη μεγαλύτερο όταν αυτός περισσεύει?Θέλω να εκθέτω τα πάντα με απλότητα, περίσκεψη και απόλυτη κυριαρχία, τόσο ευχάριστα που δε θα γίνομαι κουραστικός, χωρίς προσωπικές αιχμές , αλλά γενναιόδωρος, ευφυής.Θέλω να διακατέχομαι από επιθυμίες ελεύθερες στην παρόρμησή τους, τόσο δικαιολογημένες για το δίκιο τους , που να αρνούμαι ακόμη και την ιδέα να αμφιβάλλω για τη συμπεριφορά μου.Να είναι όλα τόσο όμοια και συνάμα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους.Για αυτό σου λέω χρωμάτισε τη μέρα σου μοναδικά.Άσε μέσα στο διάβα της να αναδύονται μορφές ασκητικές, συγκαλυμμένες, απρόσωπες, παιδιάστικες και μαζί ανησυχητικές.Σαν μουσική θα έλεγα, σπαρακτική, μελαγχολική,απελπισμένη , μα και άλλοτε γεμάτη ένταση για αυτό το θαύμα που λέγεται ζωή.Τούτο να θυμάσαι:παντού και πάντα να με προσέχεις .Κι εγώ θα κάνω το ίδιο για σένα...

Κι όταν όλα θα τελειώσουν, τότε μόνο θα αναμετρηθούμε ψυχή μου…


     Δρόμοι που βράζουν , εικόνες που πέφτουν από παντού και κάποιοι μας κακοποιούν μέρα τη μέρα .Απόψε δεν καταφέρνω να χωνέψω τη ζωή μου. Μην το καθυστερείτε άλλο. Δώστε μια κλωτσιά σε όλα αυτά τα ¨προς διεκπεραίωση¨. Θέλω έρωτες που αρχίζουν και έρωτες που τελειώνουν και όχι ανθρώπους που λυτρώνονται κρυφακούγοντας όσα διαδραματίζονται πίσω από τους τοίχους του διπλανού διαμερίσματος....Θέλω να καταστρώσω όλα αυτά που βλέπω σε ένα δικό μου τρόπο βλέμματος. Να το ονομάσω με μια ματιά. Την δικιά μου. Την καθημερινή. Τη ζωηφόρο αναγκαία ματιά. Τη δικιά μου .Τη ματιά του ζην του σωματικού και του ψυχικού και του πνευματικού. Κατακτητικά και γνησίως πειρατικά .Να ταξιδεύει η αγωνία μου παντού, προς το ριψοκίνδυνο, το καινούργιο που διαπραγματεύεται τη ζωή με το θάνατο. Και να χάνω ή να κερδίζω. Να υπόσχομαι μια κίνηση της ιστορίας προς το ανασφαλές. Στο διάολο η νοικοκυρίστικη ησυχία και η αμηχανία της εκτίμησης. Να εξορμήσω στην ιστορία του σύμπαντος κόσμου όχι ως φτωχός συγγενής...Εύχομαι να ζήσουμε σε έναν πλανήτη χωρίς σύνορα. Ποιες θα ήταν τότε οι πατρίδες μας? Οι αληθινές μας αγάπες...θα ήταν. Σαν ένα διαρκή παρόν. Σαν πηγή ζωής. Μόνο στην αγάπη ο Θεός έδωσε το δικαίωμα να χαράζει τους χάρτες των πατρίδων μας. Σαν μια έρημο με μια απέραντη έκταση αισθημάτων , που η άμμος είναι τα εκατομμύρια ζωντανά πλάσματα...εμείς. Μόνον έτσι θα αποκτήσουμε συνείδηση της αξίας μας .Τι με κάνει και ξέρω ότι ζω? Ότι θα πεθάνω και το ξέρω. Είμαστε τα μόνα ζώα που ξέρουν ότι θα πεθάνουν. Το ξέρουμε εκ των προτέρων. Για αυτό λυσσάω...Κι όταν όλα θα τελειώσουν, τότε μόνο θα αναμετρηθούμε ψυχή μου…

Ξέρεις να γκρεμίζεις τα αγκρέμιστα?


   Ξέρεις με τη φωτιά ενός χαμόγελου να ανάβεις το τσιγάρο μπροστά στο χαμό ? Να παίρνεις τζούρες και να βγάζεις καπνούς ινδιάνικους, γεμάτους σήματα και νοήματα? Ξέρεις πως πίσω από τους χρόνους κατρακυλάνε τα κεφάλια μας και οι χρόνοι καίνε και γίνονται στάχτη? Ξέρεις να γκρεμίζεις τα αγκρέμιστα? Ξέρεις να ακουμπάς το ολόγιομο φεγγάρι πάνω από το σκοτάδι? Ξέρεις ότι το σήμερα για το αύριο οδεύει , μα το αύριο γκρεμίζει το σήμερα? Ξέρεις να κουβαλάς τον αγώνα μέσα στο κεφάλι σου? Ξεράδια! Ξέρεις άραγε όλα αυτά να τα αποδεικνύεις βιωματικά, καθημερινά, αέναα?....Αλλά ξέρουμε πως να τρώμε τις λέξεις που πασκίζουν να μπήξουν στην καρδιά μας κενά νοήματα. Ξέρουμε να υπνωτιζόμαστε με καταναλωτικά αγαθά και να αραδιάζουμε τους εαυτούς μας σαν πεινασμένους. Ξέρουμε να αποκαλούμε αυτόν που ανοίγει την καρδιά του σε εμάς ανισόρροπο. Και όμως δεν πέφτει καμιά φάπα στην πίστη μας.....Μην παγιδεύεσαι ....Συνέχισε να ζεις με τα μάτια πέρα από ορίζοντες σε ορίζοντες και να είσαι το κύμα της χέρσας γης που περπατάς. Κοίτα με! Έχω την ανάγκη να με κοιτάξεις , μπας και δεις στα μάτια μου τον εαυτό σου .Και εγώ το ίδιο σε σένα .Μην απογοητεύεσαι. Εκείνους που φεύγουν από τη ζωή σου γιατί επέλεξαν διαφορετικά ,πίσω μην καλείς. Μην μοιρολογάς με το κλάμα σου. Κάποιος που δεν έχεις γνωρίσει ακόμα, διψά. Μπορείς να τον ξεδιψάσεις. Διαφορετικά οι σκιές θα μεγαλώνουν με το σώμα σου, που θα γέρνει περισσότερο , τα χρώματα θα σβήνουν, και εκείνα τα πουλιά , τα πνευματικά σου πουλιά που χανόντουσαν στους ορίζοντες των παιδικών σου χρόνων αναζητώντας γη για να καρποφορήσουν οι ανησυχίες σου και οι προσδοκίες σου, θα πεθάνουν από τις θλίψεις σου στην κιβωτό της μοναξιάς σου και της ανημπόριας  σου. Άσε με να χωρέσω στα μάτια σου και ύστερα κλάψε με , ταξίδεψε με σαν μονάκριβο δάκρυ για να ξεδιψάσω στο στόμα σου την άγονη ζωή σου.

Είμαι μια αλαργινή πιθανότητα....


    Κουράστηκα να ακούω πια τα γλυκανάλατα παραμύθια.Άδικα θα πασκίσετε να με δείτε να φοβάμαι με τον τρόπο που θέλετε.Είμαι ένας αναποτελείωτος καημός.Είμαι μια αλαργινή πιθανότητα, ακριβώς γιατί δεν είμαι μια πιθανότητα.Θέλω να κλάψω μια φορά δίχως να καρτερώ τίποτα, να κλάψω μονάχος μου, για τον εαυτό μου μονάχα.Θα χαλάσω το κέφι των καρδιών σας γιατί δεν θα φτάσω σε εκείνο το συνηθισμένο τέρμα, στην απελπισμένη φύση, στην γυμνή αδειοσύνη. Αφήνω τον εαυτό μου να πέσει μέσα στον ύπνο.Είναι υπέροχα τα όνειρά μου.Είμαι έξω όλο.Δεν φυλακίστηκα σε αυτά καμιά φορά.Και στα οδυνηρά ξυπνήματά μου δίνω ύπνο.Δεν έχω άλλη ελευθερία από το να σκέφτομαι.Τα ονόματα μου τα χάραξα στην καρδιά μου για να μην τα ξεχάσω....Θες να μάθεις ποια είναι? Άσε την καρδιά σου τότε δίπλα στην δική μου και σήκω φύγε.....Με τη δύναμη της ματιάς μου κοιτώ μέσα στο σκοτάδι.Με την παλάμη του χεριού μου ακουμπάω τη νύχτα, όπου ο κόσμος είναι πιο δικός μας, πιο κοντά μας , πιο μικρός ,αφού μιλάμε με την καρδιά μας για αυτούς που αγαπάμε και για τους εαυτούς μας.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Θυμάσαι την γεύση των δαχτύλων σου?


      Ό,τι δεν το μαθαίνουν οι άλλοι , δεν συμβαίνει? Το παθαίνω και εγώ με τα παράπονά μου. Τίποτα άλλο άραγε δεν αντέχει πέρα από αυτό που δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει? Πολλές φορές θέλω να ξεπεράσω τα όρια και να ονειρευτώ. Πολλές φορές. Μα ακόμα περισσότερες πιάνομαι να είμαι ρεαλιστής....Και τι να κάνω λοιπόν? Πεθύμησα να ξαναγίνω μωρό...να μου πέφτει η πιπίλα των ονείρων μου και κάπου εκεί το μητρικό χέρι να μου την ξαναφέρνει στο στόμα και με ένα χάδι και το σιγομουρμουρητό ενός τραγουδιού να με νανουρίσει ώστε να παραδοθώ, να χαθώ, με ασφάλεια, εκεί που όλα είναι τόσο ακίνδυνα, τόσο συννεφένια. Θα τα πω όλα. Θα τα πω όλα έτσι κι αλλιώς. Ένα κορμί είναι ο άνθρωπος , ένα και μόνο και ακούει από τα κάγκελα της αληθινής του φυλακής του, γιατί του λείπει ο χρόνος να σκεφτεί .Έτσι νομίζει.....Μην διαλέγεις τον αιώνα που σου ταιριάζει, αλλά δημιούργησε σε αυτόν που ανήκεις. Πλήρωσε με τα έργα σου , την αθανασία σου. Σκέψου ότι οι ανάσες των ανθρώπων αναλώνουν και αναλώνονται στον ίδιο αέρα. Σκόπιμο θα ήταν λοιπόν να φροντίζουμε λίγο περισσότερο τον αέρα που αναπνέουμε. Αντί για πλαδαρές γενικεύσεις και επιτηδευμένες ευχές, πρόβαλε την φαντασία σου. Αυτή που είχες παιδί και με την οποία ξεκλείδωνες όλες τις βαριές πόρτες της καρδιάς σου, αλλά και των γύρω σου. Δεν υπάρχουν χαμένες υποθέσεις, παρά μόνο εκείνες που εγκατέλειψες .Κανείς δεν μπορεί να ανέβει στην πλάτη σου εκτός εάν εσύ σκύψεις. Ας αφήσουμε τις χαρτογραφήσεις του κόσμου. Ας χαρτογραφήσουμε τον άνθρωπο. Αυτός αποτελεί τα σύνορά του. Αυτός είναι ο κόσμος όλος. Πρέπει να είμαστε όλοι εντός του μέλλοντός μας και για τη ζωή και για το θάνατο. Ας συλλαβίσουμε λοιπόν την ποίηση της ήττας ως μάθημα απογύμνωσης και αυτογνωσίας. Και ας πιστέψουμε στην ιερότητα της προσπάθειας κάθε ανθρώπου να διαπεράσει το εμπόδιο του άγνωστου και της άγνοιας. Όπως όταν ήσουν μικρό παιδί και προσπαθούσες να ανοίξεις το βάζο με το γλυκό , να ακουμπήσεις τα δάχτυλα σου μέσα και ύστερα με ανυπομονησία και λαχτάρα να γευτείς την επιθυμία σου. Θυμάσαι την γεύση των δαχτύλων σου?

Ποιό είναι το ωράριο της ζωής?


   Ποιό είναι το ωράριο της ζωής? Οι άνθρωποι δουλεύουν όλη τη μέρα και το βράδυ ανταμώνουν τα πρόσωπά τους χωρίς να μιλούν.Μιλούν μόνο για το παρελθόν τους, που μπορεί να είναι παλιά βιβλία, παλιές φωτογραφίες, παιδικά όνειρα.Μιλούν μόνο μέσα από το κλάμα για τις ζωές που γεμίζουν με όνειρα και αναμνήσεις και όχι με ελπίδες.Πάρτε το χαμπάρι.Ζούμε σε έναν κόσμο που μας πληγώνει όχι γιατί ζούμε σε αυτόν, αλλά γιατί δεν μπορούμε απλώς να τον παρατηρούμε.Με άλλα λόγια είμαστε ένα κομμάτι μιας ιστορίας που ξετυλίγεται μέσα μας.Για αυτό σου ψιθυρίζω να προσπαθήσεις να αλλάξεις για πρώτη φορά τον εαυτό σου, γιατί δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά του να παίζεις και να υπάρχεις.Να έχεις πολύ έντονη την ανάγκη να φτάσεις εκεί που σε χρειάζονται.Γιατί να ξέρεις πως πλέον πολύ δύσκολα λέμε σε κάποιον κάτι ουσιαστικό.Με την γλώσσα ψυχής αγγέλου λοιπόν ψιθυρίστε το στον εαυτό σας , πριν σας κλέψει η σκληρή σας πραγματικότητα.

Τα μαρμάρινα πλήκτρα της ψυχής...


   Τα μαρμάρινα πλήκτρα της ψυχής μου παίζουν μουσική. Συμπαντική. Ανήκουστη. Ανείπωτη, Σαγηνευτική. Παραμυθένια. Πολλές φορές με εκπλήσσει η ψυχή μου. Έχω να μάθω ακόμα πολλά από αυτήν. Σήμερα επέλεξε να με νανουρίσει σε ρυθμούς άτακτους μέσα στην τακτική ζωή μου. Σε χρόνους άχρονους , μέσα σε μια ζωή υπολογισμένη. Λοιπόν ποτέ δεν θα καταφέρω , νομίζω, να καταλάβω τον εαυτό μου. Μερικές φορές είναι σαν το πιο απωθημένο κομμάτι που δεν θα γνωρίσω ποτέ. Άλλωστε τα πιο όμορφα μυστήρια στις ζωές μας , δεν κρύβονται σε στενά, αλλά στο μυαλό και στις ψυχές μας. Μυστήρια σαν προσωπικές μυθολογίες για τον καθέναν μας. Δεν είναι ωραίο? Δεν θες με την αθώα περιέργεια παιδιού να στις εξιστορήσουν?...Σήμερα η ψυχή μου ακουμπά τα πλήκτρα της. Πλήκτρο και νότα. Νότα και κραδασμός. Κραδασμός και συναίσθημα. Συναίσθημα και απλότητα. Απλότητα και φωτεινότητα. Φωτεινότητα και άγγελοι. Άγγελοι τριγύρω μας και μέσα μας. Πάντα προαιώνια έτοιμοι να μας προστατέψουν-που ξέρεις-ακόμα και από εμάς τους ίδιους. Από τους εγωισμούς μας. Και να μας δώσουν τα φτερά τους για να κατακτήσουμε ολάκερο τον κόσμο. Τον έσω κόσμο μας πρώτα. Και ύστερα τον υπόλοιπο...Το να ζεις είναι δύσκολο. Το να αγαπάς ακόμα δυσκολότερο. Καθώς έχουμε βάλει την αγάπη σε καλούπια υπόσχεσης ή απειλής. Και έτσι όλοι μας λέμε τις ιστορίες μας. Σαν να εκτίουμε ποινές σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Και τα κορμιά μας δεν προλαβαίνουν να σκουριάσουν, γιατί .......καιγόμαστε. Καιγόμαστε και μπουκωνόμαστε με φράσεις γεμάτες αγωνία, οι οποίες, μας ανάβουν σαν σπίρτα με αφοπλιστική ικανότητα και ειλικρίνεια. Ανάβουν σαν σπίρτα στο πυκνό σκοτάδι φωτίζοντας για δευτερόλεπτα τα πρόσωπά μας. Σε αυτά τα δευτερόλεπτα λοιπόν θα σφυρίξω ανέμελα την μελωδία που ακούω από τα πλήκτρα της ψυχής μου και θα χαμογελάσω...

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Εμείς η μιλιά της Ιστορίας....


  Εμείς η μιλιά της Ιστορίας , πλέον μιλούμε για μέρες περασμένες, που είναι πια όνειρο. Βυθιζόμαστε στα σκουπίδια των πιο βαθιών εκπλήξεων. Γινόμαστε σελίδες βιβλίου που δεν τις διαβάζει κανείς .Γελαστήκαμε τόσα χρόνια. Σαν τυφλό πηγάδι. Το κάθε βήμα μας βροντάει στο μυαλό μας, μπας και το ξυπνήσει. Μα πάλι είμαστε σκλάβοι στο γέρμα κάθε μέρας, αφού πιστεύουμε σε παραμυθένιους καταναλωτικούς παραδείσους. Μέσα στο μυαλό μου ακούστηκε η σάλπιγγα του σιωπητηρίου. Ίσως οι σιωπές μας πλέον έχουν να πουν περισσότερα. Μη μιλάτε..ακούστε...ακούστε το χτύπο της καρδιάς σας, έστω και σαν ύστατη πράξη...Ασυγκράτητη ακούγεται, σαν καλπασμός αδάμαστου αλόγου. Σε τούτη μου τη λαχτάρα λοιπόν θέλω να ζήσω. Υπάρχει ύλη, που είναι μαζί μου, όχι μαζί μου , μέσα στο αίμα μου, που με καίει ,μα με τρέφει. Με αναγεννά. Εμείς η μιλιά της ιστορίας μας, μην αφήσουμε τα φώτα μας στην αγκαλιά των ίσκιων μας. Μην ακούσουμε το θάνατο να χαχανά καθώς θα συντρίβει τα οστά των θέλω μας. Μην δούμε την πείνα των προσδοκιών μας να προβάλει τα χέρια της και να μας μουντζώνει. Μη μυρίζουμε ύπνο ξυνισμένο, πιο πεθαμένοι και από ζωντανοί…Πάνω στην τάβλα των σκέψεων του μυαλού μου βγήκε ρητή διαταγή: ρούφα το μεδούλι της ζωής…

Ε ψιτ?


   Ε ψιτ? Ξύπνα ρε! Ξέρεις που βρίσκεσαι?Στην πραγματικότητα.Είσαι όμηρος μιας απελπισμένης μοναξιάς,γιατί ο φόβος σου είναι να φοβάσαι το φόβο σου.Το μυστικό της αλήθειας του ψέματος αυτού του κόσμου είναι τα τυπωμένα βλέμματα και οι κραυγές τους, που βλέπεις γύρω σου.Οι βιωμένες μέχρι μυαλού οστέων. Οι απελπισμένες ελπίδες. Ε ψιτ? Γίνε ανήσυχος, ανικανοποίητος, γεμάτος κουράγιο.Γεμάτος από ζωηφόρο δύναμη, σφρίγος και ενέργεια, κάτι σαν μήνυμα ζωής.Οι σχέσεις με τους ανθρώπους που νοιαζόμαστε όμως λήγουν, δεν αυτοσυντηρούνται. Και αυτό γιατί εξαντλούμαστε στο πρωτότυπο και στους χαριτωμένους λόγους.Γιατί γλείφουμε την μοναξιά μας.Δεν αφηνόμαστε να ελπίσουμε, αλλά παροτρυνόμαστε να υπολογίζουμε.Ε ψιτ? Άγγιξε την καρδιά αυτής που αγαπάς και φίλα την.Κράτα τα όνειρά σου και αναζήτα τα.Πίστεψε στα ιδανικά σου και κοίτα τα.Όλος ο κόσμος είναι δικός σου.Να το θυμάσαι αυτό.Και να το δείχνεις.Παντού και πάντα....Άφησε την καρδιά σου να ξανακοιτάξει την αθωότητα και υποπτεύσου την αξία του αιρετικού λόγου για να μπει στις σκέψεις σου.Ε ψιτ?

Το αλογάκι και η καμπάνα...

Μια φορά και κανέναν καιρό, δηλαδή στις μέρες μας, ζούσε ένα αλογάκι, όμορφο, αδάμαστο, ανένταχτο σε χαλινάρια και σαμάρια. Έτρεχε στους λόγ...