Ζωοδόχου Πηγής και Ακαδημίας γωνία…..τα βλέμματα των περαστικών πέφτουν πάνω στην βιτρίνα , όπως τα φύλλα του φθινοπώρου πέφτουν από τα δέντρα και τα αφήνουν γυμνά, λες και ξεντύνονται από πρόχειρες ανάγκες και επιθυμίες και μένουν μόνο με την αλήθεια τους, γυμνά απέναντι στον αέρα, τη βροχή, το κρύο και τις ξαφνικές επισκέπτριες ηλιαχτίδες.
Κατάστημα ρούχων και παλτών «Αφοί Σαράντοι»...όσο και τα χρόνια που είναι αυτό το κατάστημα σε λειτουργία. Κατάστημα παλιό, γεμάτο μνήμες ,αφού ο πατέρας και τα παιδιά Σαράντοι μπόρεσαν με πολύ κόπο να ανοίξουν αυτό το μαγαζί μέσα στην καρδιά της δικτατορίας. Μνήμες σκληρές- μα ανθεκτικές- όσο και η παλιά βιτρίνα του ,που αποτελούνταν από μια ξύλινη σκούρα κατασκευή που ήταν και το «πρόσωπο» του μαγαζιού. Μικρή αρκετά η βιτρίνα, ίσα-ίσα που χώραγαν δύο κούκλες ξύλινες- από αυτές τις παλιές- ξύλο βαρύ γεμάτο ρόζους- και δύο παραλληλόγραμμα ράφια σαν σκαλιά το ένα κάτω από το άλλο. Εκεί δειγματίζονταν και κάποια από τα ρούχα κάθε καινούργια σεζόν. Βέβαια αυτή η φθινοπωρινή σεζόν δεν θα έρθει με καινούργια εμπορεύματα, καθώς το γέρικο κουφάρι του μαγαζιού δεν άντεξε άλλο πια, ύστερα από τη τεράστια κρίση που έχει πλήξει το κέντρο της Αθήνας και όχι μόνο,τα τελευταία χρόνια. Αυτή η «χούντα» αποδείχθηκε πιο ύπουλη και σθεναρή. Ήδη στο 2011 πολλά μαγαζιά στους γύρω δρόμους κατέβασαν τα ρολά τους οριστικά. Εκποίηση εμπορευμάτων ονομάζεται πια η λαιμητόμος των ονείρων και των προσδοκιών που συντρόφευσαν αυτές τις 4 δεκαετίες όλα τα έμψυχα και άψυχα τούτου του μαγαζιού.
Αυτή η σεζόν του φθινοπώρου λες και κρύβει μέσα της μια άρνηση εποχής..όχι για να αποτρέψει τον ερχομό της, αλλά για να μείνει σε πείσμα των δύσκολων καιρών προσκολλημένη σε προηγούμενα ζωντανά χρόνια. Όπως είναι οι αναμνήσεις των ανθρώπων ,που λίγο πριν το τέλος της γέρικης ζωής τους ξανακοιτάζουν την διαδρομή της, το ταξίδι τους μέσα από μνήμες και εικόνες. Εικόνες και μνήμες είχαν και αυτές οι δύο κούκλες, οι κούκλες της βιτρίνας. Μια με γυναικείο σώμα και μια με ανδρικό. Πάνω στο ξύλινο κορμί τους είχαν φιλοξενήσει προσδοκίες και λαχτάρες των περαστικών. Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα, άνοιξη και πάλι καλοκαίρι …όλα αυτά τα χρόνια. Αέναοι κύκλοι ζωής που χαράζονταν πάνω τους, πάνω στους ρόζους, γεμάτοι σοφές εμπειρίες, ακίνητες υπομονές, πληρωμένες ελευθερίες. Η φύση βρίσκεται παντού…στα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου, στην ελευθερία του ήλιου που έλουζε τη βιτρίνα -με το άλλοτε ανυπόφορο φως του,- στο «σας ευχαριστώ πολύ» του κυρίου Σαράντου ύστερα από τις αγορές των πελατών , αλλά και στις αμέτρητες στιγμές που βρίσκουν μαζί, πλάι την μία στην άλλη, τις κούκλες. Κούκλες που ντύθηκαν όλα αυτά τα χρόνια τις μοίρες της μόδας, τις ανάγκες των πελατών, τη φροντίδα και τακτοποίηση των ρούχων πάνω τους σε καθημερινή βάση ,έτσι ώστε να είναι έτοιμες στα πρώτα βλέμματα των υποψήφιων αγοραστών, σε αυτή την καθημερινή μάχη της επιβίωσης.
Υπήρχαν φορές που ένιωθαν φτηνές…ένιωθαν πολλά περιπαικτικά μάτια να τις κοιτάζουν εξονυχιστικά και αυτές εκεί ακίνητες να δείχνουν τις πραγμάτειες τους με την τιμή τους….σαν πουτάνες που στέκονται εκεί και οι περαστικοί κάνουν μάτι… μάτι στις επιθυμίες τους. Αν είχαν στόμα τι θα είχαν να μας πουν άραγε? Μα μιλούν. Αρκεί να είσαι ικανός να τις ακούσεις, να τις αφουγκραστείς. Μιλούν, ακούν, βλέπουν, σκέφτονται μέρα νύχτα εκεί…συμφωνούν, διαφωνούν ,απλά στερούνται το δικαίωμα της κίνησης..λες και έχουν το ρόλο του άκοπου, ακίνητου φρουρού της πραγματικότητας. Δεν θυμάσαι εκείνο το απόγευμα της Δευτέρας, όπου τα μαγαζιά ήταν κλειστά? Τσουχτερό το κρύο εκείνον τον Δεκέμβρη του 2008 και εκείνος ο πιτσιρικάς αφού είχε αποκάμει όλη τη μέρα παίζοντας το ακορντεόν για να μαζέψει κανένα νόμισμα για να αγοράσει κάτι να φάει, έκατσε να ξαποστάσει στο προσκέφαλο της βιτρίνας…ήταν η αγαπημένη του, του θύμιζε την οικογένειά του, τον μπαμπά και τη μαμά του…στην Τσετσενία της πρώην ΕΣΣΔ. Τους δικούς του ,τους πιάσαν στα σύνορα και τους στείλαν πίσω. Αυτός κατάφερε να ξεγλιστρήσει πίσω από τους μεγάλους κορμούς των δέντρων στο Δέλτα του Έβρου πριν από μερικούς μήνες. Και να σου τώρα δω ο δωδεκάχρονος πιτσιρικάς σουλατσάριζε εδώ και εκεί όλο το κέντρο της Αθήνας, με το πρώτο ήχο του σκουπιδιάρικου- από τα ξημερώματα. Τα πόδια του αδύνατα και ταλαιπωρημένα. Ξύλινα και ακούραστα. Ο μικρός Οδυσσέας έβρισκε καταφύγιο για τον ύπνο του, στην εσοχή που είχε το μαγαζί του κυρίου Σαράντου. Εκεί άπλωνε την πραγμάτειά του..καμιά χαρτόκουτα και το βαρύ παλτό του που κουβαλούσε κατάσαρκα πάνω του. Σωσίβιο στο κρύο. Λίγο πριν κοιμηθεί πήγαινε στη βιτρίνα και τους μίλαγε, τους τα έλεγε όλα…για το φόβο του που είναι μόνος, για το πόσο του λείπουν οι δικοί του, για την πείνα του, για τα όνειρά του… ναι είχε όνειρα αυτός ο μελαχρινός πιτσιρικάς. Τι όνειρα? Να ένα από αυτά ήταν να μπει και αυτός στην βιτρίνα στο κενό που υπήρχε ανάμεσα στο μπαμπά κούκλο και στην μαμά κούκλα και να ξαναγίνουν έτσι…οικογένεια. Το προσδοκούσε κάθε μέρα, τούς έβλεπε εκεί να στέκονται αγέρωχοι, έτοιμοι για το κλικ μιας φωτογραφίας που θα γραφόταν στο κλικ της καρδιάς του. Τους έβλεπε εκεί, με τα ζεστά παλτά τους, ντυμένοι με τα όμορφα κασκόλ και καπέλα τους και πριν τους πει καληνύχτα, τούς έπαιζε εκείνο το τσετσένικο σκοπό στο ακορντεόν που έπαιζε ο πατέρας του κάθε Κυριακή καθώς γύρναγαν από την εκκλησία στο μεσημεριανό τραπέζι…Άνοιγε και έκλεινε τα συναισθήματά του σε αυτό το ακορντεόν και η μουσική που έβγαινε ήταν συμπαντική..ξαπόσταιναν οι ψυχές των δρόμων, άστραφταν τα φώτα των βιτρινών , όπως τα αστέρια ,άκουγε την καληνύχτα του μπαμπά και της μαμάς κούκλας προς σε αυτόν για να τον συντροφεύσουν στο ενύπνιο όνειρο και τούτης της νύχτας.
Μα και αυτές για να αντέξουν αυτές τις παγερές βραδιές , μίλαγαν με τη σιωπή τους, για τον έρωτά τους. Ήταν ένας ιδιότυπος έρωτας, καθώς ποτέ δεν μπόρεσαν να αγγίξουν το χέρι ο ένας του άλλου, τα χείλη να βάλουν τα όρια στο άλλο στόμα, οι ανάσες τους να έπεφταν σαν ζέση λυτρωτική στο λαιμό τους. Αλλά ήταν ο πιο απελέκητος έρωτας. Είναι ο έρωτας αυτός όπου τα άκρα της καρδιάς παίζουν τα παιχνίδια που θα έπαιζαν τα άκρα των σωμάτων. Απελέκητη από τη φθορά και την επανάληψη ,αφού ποτέ δεν υπήρξε η πρώτη φορά σε όλα αυτά για αυτές…και η πίστη τους είχε πάρει το ρόλο της προσμονής μέχρι την πρώτη απογοήτευση που όμως ποτέ δεν έρχεται, με το ξύλινο σώμα τους τότε να γεμίζει από όλες τις εποχές… τα κύτταρά τους να είναι οι ρίζες της άνοιξης, τα νεύρα τους οι καρποί του καλοκαιριού, τα φύλλα τους οι στιγμές που πέφτουν και που θα ξαναβλαστήσουν, θα γίνουν πρώτα λίπασμα και αυτής της ζωής, ζωής ανθοφόρας, αναγεννησιακής. Ζωή με χαρμολύπη. Μέχρι να κοπούν και να γίνουν κούκλες σε μια βιτρίνα. Δεν τις άφησαν να έχουν σε όλα αυτά την πρώτη τους φορά. Παρά μονάχα τους επιβλήθηκε αυτή η απελέκητη ακινησία, που φαινόταν μόνο στα βλέμματα των ανθρώπων. Ενώ μέσα τους κουβάλαγαν ήδη μια γεννουσιουργό ζωή, γεμάτη με τα μυστικά του δάσους, τις φωλιές των πουλιών ,με τα τραγούδια τους, τα ξωτικά που έπαιζαν με τις αστραπές και τις αχτίδες για να φωτίζουν τις ανείπωτες ιστορίες τους, τις ρίζες που άπλωναν τα νεύρα τους για να αισθανθούν τη θαλπωρή της μάνας γης και τα κλαδιά τους που ξεμυτούσαν όλο και πιο ψηλά λες και θα άγγιζαν τον πατέρα ουρανό τους. Όλα αυτά καλά κρυμμένα σε αυτή την ακινησία. Και λίγοι αυτοί, που ήταν ικανοί να δουν την κίνηση της ζωής μέσα σε αυτήν την ακινησία. Λες και οι κινήσεις όλων των ανθρώπων που είναι μυριάδες με πολλές κατευθύνσεις και χρόνους σημαίνουν πως πάντα οδηγούν σε τοκετούς που γεννούν ζωή. Συνήθως όμως οδηγούν σε μια τελματική επιφανειακή ακινησία, σε μια ύπουλη αδράνεια του νου και της καρδιάς.
Ακούραστοι παρατηρητές της καθημερινότητας, σιωπηλοί «εξομολογητές» των σκέψεων των περαστικών που ακούμπαγαν πάνω τους, υπομονετικοί κομπάρσοι που «ενσάρκωναν» τους ρόλους που τους επιβάλλονταν. Αφού ήταν τόσο δυνατές συναισθηματικά οι καταστάσεις αυτές που δεν νοιάζονταν με τι ρούχα ήταν ντυμένες, αλλά πρόσμεναν να ντυθούν με τις εσωτερικές σκέψεις όλων αυτών που στέκονταν αντίκρυ τους και τους παρατηρούσαν. Ή που απλά κάθονταν εκεί απέναντί τους –λες και ήταν σημείο αναφοράς- σε γεγονότα προσωπικά των ανθρώπων …όπως εκείνο την άνοιξη ,στο χωρισμό ενός ζευγαριού.
« -Είσαι ένα κορμί χωρίς ψυχή, όπως αυτές οι κούκλες της βιτρίνας
-Δεν είναι έτσι, δεν με καταλαβαίνεις…
-Τα έσβησες όλα μονοκοντυλιά.. σε αγαπώ Θωμά, όμως εσύ τα καταστρέφεις όλα. Όλα, όλα με ακούς? Εσύ ακούς μόνο τον εγωισμό σου.
-Πες ότι θες, ότι φταίω εγώ για όλα Ελπίδα ,αλλά το θέμα τελείωσε μεταξύ μας. Δεν ωφελεί να αναζητάς αυτό που έχει φύγει και εγώ έχω φύγει από τη σχέση αυτή εδώ και καιρό. Γεια σου και να προσέχεις. Να βρεις κάποιον που σου αξίζει…
-Για μένα αξίζεις εσύ!
-Αντίο..να προσέχεις ».
-Ανοησίες δεν τις λέει ? Δεν συμφωνείς? Από τι να προσέχει άντρα μου?( ρώτησε η κούκλα τον κούκλο)
-Να προσέχει… να προσέχει… Αλήθεια από τι εννοούσε?
-Ίσως να εννοούσε να προσέχει να μην αγαπά κορμιά στεγνά, χωρίς ψυχή, ξύλινα… χωρίς να έχουν μέσα τους τα αινίγματα και τις μνήμες της φύσης ,που μέσα από τα συναισθήματα σιγά- σιγά λύνονται και δεν ξεχνιούνται. Αντριεύουν και οδηγούν σε άλλους χρησμούς που θα ερμηνευθούν με τον καιρό και θα οδηγήσουν σε άλλα αινίγματα.
-Δηλαδή αυτό είναι η ζωή ..αινίγματα και χρησμοί γυναίκα μου ?
-Κάπως έτσι… Αλλά ίσως τελικά το αίνιγμα δεν πρέπει να λύνεται ,αλλά να βιώνεται και τότε πίστεψέ με θα βγουν όλες οι αλήθειες. Αλήθειες χωρίς λήθη ,γιατί τα βιώματα αυτά θα χαρτογραφούνται μέσα στην ψυχή ,αλλά και στους χρησμούς που ο τελικός σκοπός τους να μην είναι να ερμηνεύονται ,αλλά να στέκονται εκεί δείχνοντας το χρηστικό στοιχείο που έχει ο καθένας τους και που θα πρέπει να τον ανακαλύπτουμε για να κάνουμε πιο ζωηφόρες τις απελέκητες βεβαιότητες μας , μέχρι να πελεκηθούν στο σχήμα του τέλους, της ολοκλήρωσης μιας χρονικής στιγμής που από τη ρωγμή της θα πλημμυρίσουν τα έσω μας με φως και μόνο με φως.
Και οι μέρες περνούσαν αδιάκοπα , γεμάτες επαναλήψεις, κενά πράξεων και νοημάτων. Περνούσαν σαν αντίστροφη διαδικασία…λίγο πριν το τέλος αφού οι πωλήσεις του καταστήματος έπεφταν κατακόρυφα. Το λουκέτο προ των πυλών. Το μόνο που έδινε ακόμα ζωή σε αυτό το μαγαζί ήταν οι ζωές των άλλων..το καταφύγιο του Οδυσσέα και οι ιστορίες ανθρώπων που τις κράταγαν σαν μυστικά ζωής οι κούκλες. Όπως εκείνη πριν δύο καλοκαίρια. Αύγουστος, η Αθήνα πανέμορφη, παράξενα ήσυχη, που στα σπλάχνα της πλέον δεν στριμώχνονταν άνθρωποι και αυτοκίνητα, άγχη και κορναρίσματα…αλλά τα λεύκα και τα ερυθρά αιμοσφαίρια έρρεαν ανενόχλητα στο αίμα της ,στους δρόμους της, στους τόπους της. Πανσέληνος Αυγούστου, πανσέληνος περιπάτου. Η Υπακοή είχε κατέβει με τη δίδυμη αδελφή της την Ελευθερία για μια απόδραση- βόλτα στους μεγάλους δρόμους της πόλης. Ιδανική στιγμή να την σκαπουλάρουν από τις στενόχωρες πολυκατοικίες των Πατησίων. Ιδανικός χρόνος μέσα στο χώρο, αφού η Ελευθερία, στην έξοδό της προς στο φως της ζωής συνάντησε σκοτάδι. Εκ γεννετής τυφλή, με την όραση των αισθήσεων της να δίνει τη μάχη για το πως, το που ,και το γιατί των πραγμάτων που δεν έβλεπε. Το δεκανίκι της η φαντασία και τα μάτια της αδελφής της. Οι δύο 19χρονες αδελφές είχαν εφεύρει ένα δικό τους παιχνίδι, που εκείνο το βράδυ οι δυο κούκλες έμελλε να πρωταγωνιστήσουν σε αυτό. Οι όροι απλοί. Η Υπακοή περιέγραφε τα πιο επίμαχα χαρακτηριστικά των βιτρινών και η Ελευθερία προσπαθούσε να βρει τι φιλοξενούσαν όλες αυτές οι βιτρίνες. Νικητής? Η ζωή που υπάρχει και πέρα από τις αισθήσεις, πες την έκτη αίσθηση, πες την όραση ψυχής, πες την ακόρεστη δίψα για να κερδίσει έστω και στην στροφή που οδηγεί λίγο πριν το σκοτεινό τούνελ.
-Θυμάσαι?
-Τι να θυμηθώ γυναίκα μου?
-Μας είχαν αφήσει άντυτες εκείνη την Κυριακή, ένεκα αλλαγή βιτρίνας τη Δευτέρα πρωί- πρωί.
-Μα είχε ανυπόφορη ζέστη για αυτό..άφησαν το ξύλο μας να αναπνεύσει.
-Ίσως , αλλά ήταν η πρώτη μας φορά που εκτεθήκαμε γυμνοί, που αφεθήκαμε με την ελευθερία της γύμνιας μας σε αυτό το τυφλό βλέμμα που μπόρεσε να δει τόσα πολλά, τόσο βαθιά… που η ντροπή μας έγινε αόρατη, που οι πόροι των σωμάτων μας ανέπνευσαν με το μυαλό, τη φαντασία αυτής της κοπέλας. Λες και ήμασταν η θεραπεία της , μια θεραπεία που κράταγε σε εγρήγορση όλες τις άλλες αισθήσεις της. Αισθήσεις που την κάναν νικήτρια όχι μόνο απέναντι στην ανημποριά της να μην βλέπει ,αλλά και στις αναπηρίες των ανθρώπων να την δουν κατάματα….ισότιμα.
Το μπαστούνι της ακούμπησε στο παλιό κουφάρι, στο περίγραμμα της βιτρίνας.
« - Λοιπόν αυτή εδώ επιλέγω. Πάμε? Πόσο είναι το σκορ?
-Νομίζω ισοπαλία..θες τούτη εδώ η βιτρίνα να κρίνει το παιχνίδι? Ο χαμένος κερνά παγωτό.
-Πάμε λοιπόν, είμαι έτοιμη.
-Μια ψηλή και μια κοντή. Χωρίς χρώμα ή μάλλον έχουν το χρώμα του δάσους, έτσι για να το κάνω πιο ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει τίποτα τριγύρω, κανένα αντικείμενο, καμιά τιμή. Απλά τώρα που κοιτάζω πιο προσεχτικά έχουν κάτι πάνω τους ,όπως έχουν τις ρυτίδες οι άνθρωποι…»
-Έλα άντρα μου, συγκεντρώσου , μαζί μόνο μπορούμε να γίνουμε ένα και να τις στείλουμε από τα γυμνά κορμιά μας την ομορφιά των γυμνών δέντρων που αποκαλύπτουν την απλότητά τους… τα κλαδιά που έγιναν γωνιές για φωλιές κύκλων ζωής, που έγιναν στηρίγματα για φύλλα, που έγιναν χέρια που θα κρατούν καρπούς.
-Έχεις δίκιο, πάμε να δείξουμε τη ζωή της φύσης ενάντια στην ακινησία μας , όπως αυτή η κοπέλα δεν μπορεί να δει, εμείς δεν μπορούμε να κινηθούμε. Πάμε λοιπόν να ενώσουμε τις αναπηρίες μας, με την εσώτερη κίνηση μας που θα οδηγήσει στην εσώτερη όρασή της.
« -Έλα λοιπόν Ελευθερία, για πες? Σε δυσκόλεψε λίγο?
-Όχι..εε, όχι απλώς πρώτη φορά μου τυχαίνει να περιγράψω τις εμπειρίες της φύσης μέσα από τις ιστορίες των ρόζων αυτών των ξύλινων γυμνών κούκλων.
-Μα πως το κατάλαβες?
-Ένιωσα το άγγιγμα τους μέσα μου γυμνό, ανιδιοτελές, καθάριο.. ανθρώπινο. Ένιωσα πως μετά τη γέννα και των δυο μας προικιστήκαμε με τις δυνατές αδυναμίες μας να αντιλαμβανόμαστε τους κόσμους μέσα από μια διαφορετική ματιά ας πούμε, πως γίνεται να αισθανθείς ένα ακίνητο άγγιγμα? Μυστήριο θα πεις αλλά το ένιωσα αυτό. Το αισθάνθηκα ως μια προέκταση ζεστασιάς που δύσκολα στο δίνουν οι άνθρωποι τριγύρω, αφού οι περισσότεροι με αγγίζουν από λύπη. Αφού εγώ δεν θέλω να με λυπούνται αδελφούλα αυτοί γιατί με λυπούνται? Ε?
-Μην αναστατώνεσαι , έλα έλα πάμε να φύγουμε. Ήταν μια κακή ιδέα αυτό το παιχνίδι. Έλα πάμε για παγωτό.»
-Είδες άντρα μου? Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν εντελώς μόνοι εκεί έξω…μόνοι μέσα σε τόσες αμέτρητες παρουσίες. Ευτυχώς εγώ έχω εσένα..
- Και εγώ εσένα! Κοινή η ρίζα μας… Κοιμήσου τώρα. Αύριο μας περιμένει δύσκολη μέρα. Καληνύχτα.
-Καληνύχτα.
H πόλη καιρό με τον καιρό, μέρα με τη μέρα οσφρίζεται τις καινούργιες μυρωδιές και αποδιώχνει από πάνω της το πέπλο της αιθαλομίχλης από τα κρύα βράδια του χειμώνα. Λες και ο δρόμος της Ζωοδόχου Πηγής να φόρεσε την ανοιξιάτικη αλλαξιά της, να ξεπρόβαλλε τα μονοπάτια της και να περίμενε όλοι οι δρόμοι να διασταυρωθούν με τον δικό της. Το δρόμο της… Απρίλης πια. Μήνας που αρχίζει με ψεύτικες αλήθειες ή αληθινά ψέματα. Μήνας όπου διαδέχεται έναν σκληρό και κρύο Μάρτη. Ήδη τα άνθη των δέντρων δίνουν την δικιά τους παράσταση και τα μικρά πουλιά συνοδεύουν στον δικό τους ήχο την ορχήστρα της φύσης για να ευχαριστήσουν όλες τις αισθήσεις των περαστικών. Ο κύριος Χρόνης σιγοντάρει με ένα όμορφο σκοπό σφυρίζοντας στην βόλτα του με τη γυναίκα του, την κυρία Πίστη. Χρόνια τώρα πελάτες του κυρίου Σαράντη. Δεκαετίες ολάκερες. Σαν αυτούς τους ανθρώπους που μένουν πιστοί σε οτιδήποτε το εκτιμούν, σε οτιδήποτε τους ικανοποιεί, ακόμα και σαν μια καλή συνήθεια. Τα σώματά τους , κουβαλούσαν τις πάμπολλες δεκαετίες της ζωής τους. 82 χρόνων ο κύριος Χρόνης, 75 χρόνων η κυρία Πίστη. Πενήντα χρόνια συνοδοιπόροι σε αυτή τη ζωή , με αγάπη , σεβασμό και εμπιστοσύνη ο ένας για τον άλλον. Πενήντα χρόνια. Γεμάτα πίστη στο χρόνο που είναι μαζί. Σήμερα λοιπόν είχαν την επέτειό τους. Και όπως κάθε επέτειος τα τελευταία χρόνια, έρχονταν εδώ στο μαγαζί του κυρίου Σαράντη για να πάρουν ένα δώρο ο ένας στον άλλον. Ο κύριος Χρόνης πάντοτε στις βόλτες τους τη κρατούσε από το χέρι την αγαπημένη του Πίστη. Ιδίως τον τελευταίο καιρό που η κυρία Πίστη είχε αστάθεια στα βήματά της λόγω μιας πάθησης. Το σκαρί του κυρίου Χρόνη πιο ανθεκτικό απέναντι στη φθορά των δεκαετιών που πέρασαν από το σώμα του.
-Αγαπημένη μου Πίστη, φτάσαμε. Θα ξαναδούμε μετά από καιρό και τον φίλο μας, τον κύριο Σαράντη… θα μας πει και τα νέα του βέβαια.
-Και εμείς Χρόνη μου τι νέα έχουμε να του πούμε?(είπε με βαθύ αναστεναγμό). Τι νέα? Ότι κάθε μέρα που περνά όλο και νιώθω πιο ανήμπορη, πιο κουρασμένη? Και ταλαιπωρώ και εσένα μαζί μου!
-Μα τι λες Πίστη μου? Δεν είναι έτσι. Και εάν τα σώματά μας δεν ακολουθούν τα πεταρίσματα της καρδιάς μας εμείς φταίμε? Όχι βέβαια..(είπε γελώντας)
Ένα δάκρυ συγκίνησης γλίστρησε στο ζαρωμένο μάγουλό της μα το ταξίδι του σύντομο, γιατί ένα γνώριμο, οικείο, ζεστό χέρι ήταν εκεί να το σκουπίσει. Του κυρίου Χρόνη.
-Γλυκιά μου, η πίστη στα συναισθήματα μου για εσένα, η πίστη σε αυτά που καταφέραμε, η πίστη στο να μην αφήσουμε τις ψυχές μας να γεράσουν έκανε τα πενήντα χρόνια που είμαστε μαζί να μην έχουν αρχή και τέλος. Πενήντα χρόνια σαν μια αναπνοή που εισπνεύσαμε και τώρα εκπνέουμε τις εμπειρίες της με όλες τις χαρές και τις λύπες. Οι μνήμες μας , έχουν μείνει χαραγμένες πάνω στα σώματά μας. Μέσα στα σώματά μας. Μέσα στα χέρια μας που είναι κρατημένα με στοργή και αγάπη αυτή τη στιγμή… έλα τώρα μην λυπάσαι….Άντε για δες τη βιτρίνα Πίστη μου για να δεις αν σου αρέσει κάτι….
Ο κούκλος και η κούκλα αφουγκράζονταν την κουβέντα του ηλικιωμένου ζευγαριού.
-Δηλαδή εμείς δεν θα γεράσουμε μαζί? Δεν θα μου κρατήσεις και μένα το χέρι μου? είπε με παράπονο η κούκλα στον κούκλο.
-Θα γίνει και αυτό. Το νιώθω. Θα γίνει και το άγγιγμά μας θα γίνει παντοτινό. Όσο για το εάν γεράσουμε μαζί….μα ήδη όλα αυτά τα χρόνια τα δικά μου γηρατειά συντροφεύουν τα δικά σου και τα δικά σου τα δικά μου, αγάπη μου. Είμαστε όμως στο δικό μας χρόνο, σε αυτόν της ακινησίας. Μην το ξεχνάς….Θα έρθει η στιγμή που η πίστη στην αγάπη μας θα μας ελευθερώσει και τότε εσύ και εγώ, εγώ και εσύ δεν θα είμαστε ούτε εγώ ούτε εσύ. Θα είμαστε ένα. ‘Εχε πίστη!
Οι μήνες και οι εποχές έδιναν τα κλειδιά του χρόνου η μια στην άλλη …Έφτασε ο χειμώνας ,καθάριος, λιτός, παγωμένος. Εκεί, που ο ίδιος ζητά το αντίπαλο δέος του. Παντού και με οποιοδήποτε τρόπο. Για να έχει αξία η εποχή του. Ο μικρός Οδυσσέας έβρισκε πιο συχνά κατάλυμα στην εσοχή του μαγαζιού, αφού πλέον οι μέρες και οι νύχτες ήταν ίδιες. Κρύες και μοναχικές. Το μαγαζί του κυρίου Σαράντη έκλεισε. Μπήκε λουκέτο. Πήραν εδώ και λίγες μέρες όλο το εμπόρευμα του και το έδωσαν κοψοχρονιάς σε πωλητές που είχαν πάγκους σε πανηγύρια. Οτιδήποτε άλλο πήγαινε σε ένα σωρό από σκουπίδια ,που είχε δημιουργηθεί λίγο παράμερα από το μαγαζί με τα πλέον φθαρμένα άψυχα αντικείμενά του. Εκεί μια μέρα ο Οδυσσέας βρήκε πεταμένες και τις δυο κούκλες. Ξεβιδωμένες από τη μέση και κάτω σε δυο μέρη. Με μιας λοιπόν ο μικρός μουσικάντης τής πήρε στο μικρό του καταφύγιο και έτσι με αυτόν τον τρόπο είχε ξανά την οικογένεια μαζί του. Τους έπαιζε τη μουσική του ,τους αφηγούνταν τί θυμόταν από την πατρίδα του ,τους έκανε χίλιες δυο ερωτήσεις οι οποίες έβρισκαν απάντηση στα όνειρά του. Μα προπάντων, τους είχε τοποθετήσει να είναι τα δυο κορμιά τους σαν μια ανθρώπινη φάτνη, έστω και με αυτόν τον άδοξο τρόπο το χέρι του κούκλου ακουμπούσε πλέον το χέρι της κούκλας.Αυτό το άγγιγμά τους σήμαινε και την ολοκλήρωσή τους. Ολοκλήρωση μιας ζωής που πλέον έγιναν ένα και αυτό το ένα, ένα με τη φύση. Πλέον το ζητούμενό τους ήταν να προστατεύσουν το παιδί τους .Τον Οδυσσέα.
Είχαν έρθει Χριστούγεννα.Σήμερα παραμονή Χριστουγέννων.Ο μικρός φίλος μας εξαντλημένος και ταλαιπωρημένος. Τα χρήματα που κέρδισε ήταν ελάχιστα. Αυτή η κρίση πρωτίστως έδειχνε ξεδιάντροπα τη φτώχεια των ανθρώπινων συναισθημάτων και μετά τη συνέπεια της στη φτώχεια των περιθωριακών ανθρώπων. Διαπεραστικό το κρύο. Εδώ και κανά δυο βδομάδες. Ο Οδυσσέας το βράδυ της παραμονής μάζεψε κάτι ξύλα που βρήκε στο κάδο απορριμμάτων και άναψε μια φωτιά σε ένα βαρέλι που είχε βρει. Αυτή ήταν η δικιά του θέρμανση. Δυστυχώς τα ξύλα λίγα για τόσο κρύο. Δεν θα του έφταναν για αυτή τη νύχτα. Αποκαμωμένος, όπως ήταν δεν είχε το κουράγιο να ψάξει να βρει κάτι περισσότερο. Ίσα- ίσα που άναψε τη φωτιά και αποκοιμήθηκε από την εξάντλησή του κάτω από τις δυο κούκλες. Στην μάχη αυτή , καθώς οι ώρες περνούσαν , το παγερό κρύο κέρδιζε την φλόγα που κόντευε να ξεμείνει από ανάσες και λιγόστευε σιγά- σιγά…
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Χριστός. Σαν σήμερα οι ψυχές των ανθρώπων βρήκαν τον Σωτήρα τους. Σαν σήμερα λοιπόν δυο άλλες ψυχές ήθελαν να βρουν τη δικιά τους σωτηρία.
-Αγάπη μου, δεν θα αντέξει να βγάλει το βράδυ ο μικρός μας φίλος.
-Το νιώθω πως είναι ακατόρθωτο για αυτόν.
-Είναι η ώρα μας, μας το λεν οι ψυχές μας.
-Ναι ψυχή μου είναι η ώρα που η ακινησία μας θα μετουσιωθεί σε αγάπη φωτεινή ,ζεστή…. όταν «καίγεται» μια ψυχή , εξιλεώνεται , γίνεται ένα με τον Δημιουργό της.
-Σε αγαπώ…
-Σε αγαπώ και εγώ! Θα είμαστε πλέον μαζί για πάντα , από κάπου αλλού όμως.
Οι ψυχές των κούκλων βοηθούν την ψυχή του Οδυσσέα και με ένα σάλτο, σαν θαύμα Χριστουγέννων, η ακινησία τους προδόθηκε ευχάριστα. Καθώς καιγόντουσαν στο βαρέλι, το κάψιμο του ξύλου τους , έβγαζε έναν ήχο σαν αυτόν του τσετσένικου τραγουδιού του πατέρα του Οδυσσέα. Που μίλαγε για κάτι ξυλοκόπους στα αχανή δάση της Ρωσίας ,οι ,οποίοι χάνονταν σε αυτά, μα που επέστρεφαν μετά από καιρό με την απλόχερη πραγμάτεια , που τους έδινε η φύση για να θρέψουν αυτούς και τις οικογένειές τους. Μιλούσε για μια μυστική συμφωνία Θεού και ανθρώπου.
Ζωοδόχου Πηγής και Ακαδημίας γωνία, εκεί που κατοικούν τα θαύματα και σε όσους περνάν από εκεί τους δίνεται η βέβαιη αίσθηση ότι κατοικούν μέσα τους.